Βιβλιο

Ναζίμ Χικμέτ, Ανθρώπινα τοπία της πατρίδας μου

Το έπος 640 σελίδων του Ναζίμ Χικμέτ για πρώτη φορά στα ελληνικά

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ποίημα της ημέρας είναι του Ναζίμ Χικμέτ από το βιβλίο «Ανθρώπινα τοπία της πατρίδας μου», σε μετάφραση Αριστοτέλη Μητράρα, εκδόσεις Βακχικόν

Ναζίμ Χικμέτ, Ανθρώπινα τοπία της πατρίδας μου
Στον σταθμό του Χαϊντάρπασα (1)
την άνοιξη του 1941
ώρα δέκα πέντε.
Πάνω στις σκάλες ο ήλιος
κούραση
και πανικός.
*
Ένας άνδρας
στέκεται στις σκάλες
σκεπτόμενος κάποια πράγματα.
*
Λεπτός.
Δειλός.
Η μύτη του γαμψή και μακριά
βλογιοκομμένος πάνω από τα μάγουλά του.
Ο άνδρας στις σκάλες
– ο Μάστορας Γκαλίπ –
είναι διάσημος για τις παράξενες ιδέες του:
“Να τρώγω κάθε μέρα χαλβαδόπιττα” σκέφτηκε
στα 5 του χρόνια.
“Να πηγαίνω στο σχολείο” σκέφτηκε
στα 10 του χρόνια.
“Να βγαίνω πριν από το κάλεσμα του μουεζίνη
από το μαχαιροποιείο του πατέρα μου” σκέφτηκε
στα 11 του χρόνια.
*
“Να φορούσα κίτρινα σκαρπίνια
να με πρόσεχαν τα κορίτσια” σκέφτηκε
στα 15 του χρόνια.
“Γιατί ο πατέρας μου έκλεισε το μαγαζί του;
Και η φάμπρικα δεν μοιάζει με το μαγαζί του πατέρα μου”
σκέφτηκε
στα 16 του χρόνια.
“Άραγε θ’ αυξηθεί το μεροκάματό μου;” σκέφτηκε
στα 20 του χρόνια.
*
“Ο πατέρας μου πέθανε στα πενήντα του
άραγε κι εγώ θα πεθάνω έτσι τόσο νωρίς;”
σκέφτηκε
σε ηλικία 21 ετών.
*
“Αν μείνω άνεργος” σκέφτηκε
στα 22 του χρόνια.
“Αν μείνω άνεργος” σκέφτηκε
στα 23 του χρόνια.
“Αν μείνω άνεργος” σκέφτηκε
στα 24 του χρόνια.
*
Και πότε – πότε μένοντας άνεργος
“Αν μείνω άνεργος” σκέφτηκε
ως τα 50 του χρόνια.
Στα 51 του χρόνια είπε, “Γέρασα”,
“έζησα ένα χρόνο περισσότερο από τον πατέρα μου.”
*
Τώρα είναι 52 χρονών.
Άνεργος.
Τώρα στέκεται στις σκάλες
απορροφημένος
στην πιο παράξενη από τις σκέψεις του:
“Σε ποια ηλικία θα πεθάνω;
Άραγε πεθαίνοντας θα έχω πάνω μου πάπλωμα;”
σκέφτεται.
Η μύτη του γαμψή και μακριά
Βλογιοκομμένος πάνω από τα μάγουλα του.
Η άνοιξη στον σταθμό Χαϊντάρπασα
έρχεται με την μυρωδιά του ψαριού στην θάλασσα
και με τους κοριούς στα σανιδώματα.
*
Τα καλάθια και τα δισάκια
ανεβαίνουν τις σκάλες
κατεβαίνουν τις σκάλες
στέκονται στις σκάλες.
Ένα παιδί δίπλα στον αστυνόμο
– περίπου πέντε χρονών –
κατεβαίνει τα σκαλοπάτια.
Δεν είναι καταγραμμένο στα μητρώα αρρένων
όμως το όνομά του είναι Κεμάλ.
*
Ένα δισάκι ανέβαινε τις σκάλες
ένα υφαντό ταγάρι.
*
Ο Κεμάλ που κατέβαινε τις σκάλες
– δίχως παπούτσια και πουκάμισο –
ήταν ολομόναχος
στην καρδιά της υφηλίου.
*
Δεν θυμάται τίποτα παρά μόνο την πείνα του
και λίγα πράγματα συγκεχυμένα
για μια γυναίκα σε κάποιο σκοτεινό μέρος.
*
Το δισάκι που ανέβαινε τις σκάλες
ήταν κεντημένο με κόκκινο, μπλε και μαύρο χρώμα.
Κάποτε τα υφαντά ταγάρια καβαλούσαν
τα άλογα, τα μουλάρια, τα μόνιππα κάρα,
τώρα επιβιβάζονται στα τρένα.
*
Μια γυναίκα κατεβαίνει τις σκάλες.
Με τσαντόρ
χοντρή
Είναι η Αντβιγέ Χανούμ.
Κατάγεται από τον Καύκασο.
Το 1895 κόλλησε ιλαρά
και το 1902 ντύθηκε νύμφη.
Έπλυνε ρούχα.
Μαγείρεψε φαγητό.
Γέννησε παιδιά.
Και ξέρει πως όταν πεθάνει
θα βάλουν στο φέρετρό της ένα σάλι
από τα τζαμιά που προσεύχονταν οι σουλτάνοι.
Ο ένας γαμπρός της είναι ιμάμης.
*
Πάνω στις σκάλες ο ήλιος
ένα κεφάλι σαν πράσινο κρεμμύδι
κι ένας άνθρωπος:
Ο Δεκανέας Αχμέτ.
Πήγε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Πήγε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πήγε στον Ελληνικό Πόλεμο.
Η σπουδαία φράση του είναι:
“Κουράγιο πατριώτη μου φθάσαμε στο τέλος”.
Από τις σκάλες ανέβαινε ένα κορίτσι.
Δουλεύει σε κατάστημα καλτσών.
– Λεωφόρος Τοπχανέ (2), Γαλατάς (3) –.
Η Ατιφέτ είναι δεκατριών χρονών.
Ο Μάστορας Γκαλίπ
έριξε μια ματιά στην Ατιφέτ,
“Αν είχα παντρευτεί
θα ήταν εγγονή μου σ’ αυτήν την ηλικία”
σκέφτηκε.
“Θα δούλευε και θα με φρόντιζε”
σκέφτηκε.
Ύστερα ξαφνικά θυμήθηκε την Σεβκιγέ.
Την κόρη του Εμίν.
Είχε καταγάλανα μάτια.
Την προηγούμενη χρονιά
πριν της έρθει η εμμηνόρροια
την ξεπαρθένεψαν στο οικόπεδο του Σαχμπάζ.
*
Τα καλάθια και τα δισάκια
κατεβαίνουν τις σκάλες
ανεβαίνουν τις σκάλες
σταματούν στις σκάλες.
*
Ο Δεκανέας Αχμέτ
– ήταν πάλι στρατιώτης –
πλησίασε προς το ταγάρι.
Ασπάστηκε το χέρι του.
Το ταγάρι
και το μπλε πουκάμισο, το παλτό, η μαύρη βράκα
και τα λινά λαστιχένια σκαρπίνια,
η ρεπούμπλικα, τα γένια,
και το λαχούρι σάλι
η ζώνη
χαϊδεύοντας τον ώμο του δεκανέα:
“ – Μη μετανιώνεις για μερικά καταγραμμένα χρέη”, είπε,
“Δεν μπορούμε να πιέσουμε τα νοικοκυριά.
Μόνο που ο τόκος θα αυξηθεί.”
*
Στον όρμο του Χαϊντάρπασα
οι γλάροι χαμηλώνουν και υψώνονται
πάνω στα ψοφίμια στη θάλασσα.
Δεν είναι κάτι να ζηλέψει κανείς
την ζωή των γλάρων.
*
Το ρολόι του σταθμού
δείχνει τρεις και πέντε.
Πιο πέρα στα σιλό
φορτώνουν σιτάρι
σε ένα φορτηγό πλοίο με ιταλική σημαία.
*
Το υφαντό ταγάρι απομακρύνθηκε από τον δεκανέα
μπήκε στον σταθμό.
*
Στις σκάλες ο ήλιος
η κούραση
και ο πανικός
υπάρχει και μια χρυσοκέφαλη ψόφια πεταλούδα.
Πάνω σε μια κάτασπρη μακριά πέτρα
τα μυρμήγκια κουβαλούν το κουφάρι της πεταλούδας
αδιαφορώντας για τα τεράστια πόδια των ανθρώπων.
Η Αντβιγέ Χανούμ
πλησίασε τον κύριο αστυνομικό.
Κάτι ψιθυρίσανε.
Χάιδεψε τον μικρό Κεμάλ.
*
Και όλοι μαζί
πήγαν στο καρακόλι.
Και παρόλο που
δεν θα δει ξανά
σε κάποια σκοτεινά μέρη
που συγκεχυμένα θυμάται κανείς μια γυναίκα
ο μικρός Κεμάλ
πλέον δεν είναι ολομόναχος
στην καρδιά της υφηλίου.
Θα πλύνει λερωμένα πιάτα
θα κουβαλήσει κάποιες φορές νερό
και θα ζήσει για πάντα δίπλα στην Αντβιγέ Χανούμ.
*
Οι κατάδικοι ανέβαιναν τις σκάλες.
Καλαμπουρίζοντας
γελώντας ο ένας με τον άλλο.
Τρεις άνδρες
μία γυναίκα
και τέσσερις χωροφύλακες.
Οι άνδρες με χειροπέδες
η γυναίκα δίχως χειροπέδες
οι χωροφύλακες με ξιφολόγχες.
*
Πάνω στις σκάλες ένα βερίκοκο τριαντάφυλλο
ένα πακέτο τσιγάρα
ένα φύλλο εφημερίδας.
*
Οι κατάδικοι σταμάτησαν.
Ο χωροφύλακας Χασάν
χαιρέτησε με χειραψία τον Δεκανέα Αχμέτ.
Ο χωροφύλακας Χαϊντάρ
πήρε από κάτω το άδειο πακέτο
το έχωσε στην τσέπη του.


1. Ιστορικός σιδηροδρομικός σταθμός στην ανατολική ακτή της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην περιοχή της Χαλκηδόνας.
2. Ονομάζεται η παράλια συνοικία της Κωνσταντινούπολης επί της Ευρωπαϊκής ακτής στην είσοδο του Βοσπόρου.
3. Είναι η κεντρική παράλια περιοχή με λιμενικές εγκαταστάσεις της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στη ΒΑ πλευρά και άκρη του Κερατίου κόλπου.


Ναζίμ Χικμέτ, σύντομο βιογραφικό

Το έπος «Ανθρώπινα τοπία της πατρίδας μου» του Τούρκου ποιητή και δραματουργού Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet Ran, Θεσσαλονίκη, 15 Ιανουαρίου 1902 - Μόσχα, 3 Ιουνίου 1963) είναι αφιερωμένο στην γυναίκα του, την Πιραγέ, η οποία του συμπαραστάθηκε στα πέτρινα χρόνια της ζωής του τότε που ήταν υπό κράτηση στις φυλακές της Προύσας.

Επίσης, θα πρέπει να αναφέρουμε σχεδόν με βεβαιότητα, ότι ο Ναζίμ Χικμέτ μπορεί να ταυτιστεί με τον χαρακτήρα του Χαλίλ, έναν έγκλειστο στις φυλακές της Ανατολίας για τις κομμουνιστικές ιδέες του και μάλιστα στο έργο οι ψευδείς φήμες τον αναφέρουν ότι ήταν εχθρός της πατρίδας, ότι ήταν πράκτορας και μίσθαρνο όργανο της Ρωσίας. 

Ο Χικμέτ υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Μετά το 1941 άρχισε να γράφει το αριστούργημά του, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να περιγράψει την κοινωνική ιστορία της Τουρκίας αρχίζοντας από την Β’ Συνταγματική Μεταρρύθμιση (1908) και εξής.

Το έργο δεν είναι αυτό καθαυτό ποίημα, ούτε διήγημα, ούτε μυθιστόρημα, ούτε σενάριο, ούτε θεατρικό έργο, ούτε ιστορία, αλλά υπάρχουν στοιχεία από όλα αυτά τα λογοτεχνικά είδη. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ποιητικό μυθιστόρημα, δηλαδή μυθιστόρημα γραμμένο σε στίχους, όπως επίσης θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και εποποιΐα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα καθώς ο ποιητής απεικονίζει την πολιτική, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του τουρκικού λαού.

Ο Ναζίμ Χικμέτ πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Επηρεάστηκε κυρίως από τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, κατά τη διάρκεια της παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925). 

Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από τον συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής ανέκτησε την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Το αυτοβιογραφικό του έργο Οι ρομαντικοί μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Κώστα Κοτζιά ("Θεμέλιο").


Ναζίμ Χικμέτ, Ανθρώπινα τοπία της πατρίδας μου, Μετάφραση, Aριστοτέλης Μητράρας, εκδόσεις Βακχικόν, σελ. 640, €17,17