Βιβλιο

Η ανάγνωση του Καβάφη

Διαβάσαμε το βιβλίο του Δημήτρη Δημηρούλη «Η ανάγνωση του Καβάφη»

Κωνσταντίνος Τζήκας
ΤΕΥΧΟΣ 481
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Κωνσταντίνος Τζήκας γράφει για το βιβλίο του Δημήτρη Δημηρούλη «Η ανάγνωση του Καβάφη».

«Η ανάγνωση στον Καβάφη είναι καταδίκη και ελευθερία, ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ»: με αυτή τη φράση σκιαγραφείται η διαδικασία της ανάγνωσης μέσα στο ποιητικό σύμπαν του μεγάλου Αλεξανδρινού, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται ο ακαδημαϊκός Δημήτρης Δημηρούλης στη μελέτη του με τίτλο «Η ανάγνωση του Καβάφη» (εκδ. Gutenberg). Φράση που θα μπορούσε να αναφέρεται και στον τρόπο με τον οποίο εμείς διαβάζουμε τον Καβάφη.

Πώς λοιπόν διαβάζουμε τον Καβάφη; Ή, ακριβέστερα, τι σημαίνει να διαβάζουμε τον Καβάφη; Αυτά τα ερωτήματα, που θέτουν υπό συζήτηση τη φυσιογνωμία του έργου και του συγγραφέα αλλά και την αμφίδρομη σχέση μεταξύ κειμένου και αναγνώστη, εξετάζει με ευθύτητα και ενάργεια ο Δημηρούλης.

Πώς να διαβάσει κανείς τον Καβάφη αντιμέτωπος με έναν πακτωλό κειμένων, με εκατοντάδες χιλιάδες σελίδων που αναλύουν το έργο και την προσωπικότητά του; Μπορεί να το κάνει απερίσπαστος όταν έχει να αναμετρηθεί με ένα ερμηνευτικό σώμα κριτικής και θεωρίας –ακόμα και ιστορικού κουτσομπολιού– υπερδεκαπλάσιο του λιτού ποιητικού σώματος που άφησε πίσω του ο Αλεξανδρινός; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική – σαν να είσαι παγιδευμένος μέσα σε έναν κύκλο από κάτοπτρα όπου η μία εικόνα αντανακλά την άλλη.

Ωστόσο, ο Δημηρούλης αποτολμά ένα φιλόδοξο εγχείρημα: να ιχνηλατήσει την πολλαπλή επιδραστικότητα του Καβάφη, όπως αντικατοπτρίζεται μέσα από τη δική του αναμέτρηση με τον ποιητή στο πέρασμα του χρόνου. Στον παρόντα τόμο περιλαμβάνονται οκτώ κείμενά του, γραμμένα από το 1983 μέχρι το 2013, στα οποία εξετάζει διαδοχικά τους τρόπους πρόσληψης της ποίησης του Καβάφη, τη διακειμενικότητα του έργου του που τον καθιστά «ποιητή της βιβλιοθήκης», τη μεταιχμιακή συνάντηση ελληνικότητας και οικουμενικότητας στις ποιητικές συνθέσεις του, τη μυθολογικοποίησή του, την ιδιάζουσα γλώσσα του, τις πολιτισμικές και άλλες προσδοκίες μας, αναδρομικά, απέναντι στο έργο του.

n

Και, αλήθεια, τι είναι αυτό που καθιστά τον Καβάφη τον μόνο Έλληνα ποιητή που στέκεται στο ύψος του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, τον μόνο που συνήθως ανθολογείται σε παγκόσμιες συλλογές, αυτόν που ποίημά του («Ιθάκη») αναγνώστηκε στην κηδεία της Τζάκι Κένεντι; Ο Δημηρούλης τολμηρά όσο και παθιασμένα αποπειράται να εντοπίσει για ποιους λόγους η ελληνικότητα του Καβάφη τελικά αναδείχθηκε σε οικουμενικότητα, πώς ο Καβάφης προσωποποιεί την εθνική αυτοκριτική μας και την αποδόμηση όσο και τον εναγκαλισμό των μεγάλων εθνικοϊστορικών αφηγήσεων.

Τελικά, το παιχνίδι με τα κάτοπτρα δεν περιορίζεται στο σύνολο των ερμηνειών του, αλλά και στην ίδια την ποίησή του, συνεχώς διαφεύγουσα, αποδομούμενη από ειρωνεία την ίδια στιγμή που χτίζεται. Κατά τη νιτσεϊκή θεώρηση, η «θέληση για αλήθεια», δηλαδή η ανάγκη να εντοπίσουμε την, κατά το δυνατόν, αντικειμενική, ισχύουσα αλήθεια, δεν μπορεί παρά να καταστρέψει το αντικείμενο που εξετάζουμε: το παγώνει, το κρυσταλλώνει, το σκοτώνει. Με αυτό κατά νου, δεν αξίζει να προσπαθήσουμε να ακινητοποιήσουμε μια μεγάλη «καβαφική» αφήγηση που να επεξηγεί τα πάντα: άλλωστε, ο ποιητής ήδη έχει μπει στο μεγάλο ποτάμι της ιστορίας και κυλάει μακριά μας, άπιαστος, μονίμως μετατοπισμένος σε ένα σημείο πέραν του πεδίου μας, όπως ορίζει και ο ψυχαναλυτικός, λακανικός ορισμός της επιθυμίας.

Σημασία έχει το παιχνίδι, όπως έχει το θάρρος και την εξυπνάδα να μας προτείνει ο Δημηρούλης, ή, για να αναφερθούμε σε μια πολυκαιρισμένη μεταφορά που αντλεί από την ποίηση του Καβάφη, το ταξίδι παρά η Ιθάκη. Περιμένοντας τις μάταιες απαντήσεις, ζούμε, γιατί αυτή η αναμονή δεν είναι παρά μια μονιμότητα, μια στάση ζωής αλλά και μια κατάσταση που μας ευαισθητοποιεί απέναντι στην κρίση/κρίσεις μέσα μας και γύρω μας. Οι βάρβαροι είναι εδώ –πάντα ήταν– και ενώ περιμένουμε κάποια μετουσίωση, ήδη αλλάζουμε. Απομένει να δούμε προς ποια κατεύθυνση.