Βιβλιο

Νικολαΐδου, Χωμενίδης, Μαντά: Τα πρώτα βιβλία μετά το lock down

Μια πρόγευση για τις ιστορίες που θα διαβάσουμε και μια πρόγνωση για τη λογοτεχνία και τα εκδοτικά μετά την καραντίνα.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 739
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη: Σοφία Νικολαΐδου, Χρήστος Χωμενίδης και Λένα Μαντά μιλούν στην Athens Voice με αφορμή τα νέα τους βιβλία που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, Πατάκης και Ψυχογιός

Μια πρωτιά και κάτι κοινό. Τρεις ευπώλητοι Έλληνες συγγραφείς με διαφορετική θεματολογία, πλοκή, ύφος και στιλ κυκλοφορούν με το ίδιο πρόσημο: τα βιβλία τους είναι τα πρώτα δυνατά χαρτιά που τυπώνονται υπό τη νέα συνθήκη της εκδοτικής ζωής μετά το λοκντάουν. Τους ζητήσαμε να μας δώσουν μια πρόγευση για τις ιστορίες που θα διαβάσουμε, αλλά και μια πρόγνωση για τη λογοτεχνία και τα εκδοτικά μετά την καραντίνα. 


Σοφία Νικολαΐδου, «Το χρυσό βραχιόλι», Μεταίχμιο 

Για την κυκλοφορία νιώθω τη γλυκιά προσμονή που με πιάνει πάντα, όταν ετοιμάζεται να βγει ένα καινούργιο βιβλίο. Ίσως λιγάκι παραπάνω αυτή τη φορά, γιατί «Το χρυσό βραχιόλι» ήθελα να το γράψω εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Μάζευα ιστορίες και περίμενα. Τα τελευταία επτά χρόνια ταξίδεψα συστηματικά στην Ελλάδα και πήρα πολλές συνεντεύξεις για το θέμα. 

Εδώ τίποτα δεν είναι επινοημένο.

Αληθινοί άνθρωποι αφηγούνται τις ιστορίες τους και ζωντανεύουν μια χώρα και μια εποχή. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι πρώτοι στην οικογένειά τους που σπούδασαν. Όλοι τους φόρεσαν το χρυσό βραχιόλι. Το πτυχίο είναι χρυσό βραχιόλι στο χέρι του παιδιού, έτσι δεν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες;

Στο βιβλίο παρουσιάζονται με τα δικά τους λόγια άνθρωποι που έφυγαν από το χωριό και ήρθαν στην πόλη για να σπουδάσουν. Άνθρωποι που γεννήθηκαν στη φτώχεια από γονείς που ήξεραν λίγα ή ελάχιστα γράμματα. Διάβασαν, πέρασαν στο πανεπιστήμιο, απέκτησαν αξιοσέβαστο επάγγελμα και άνετη ζωή. Αγροτόπαιδα που έγιναν γιατροί, εργατόπαιδα που σπούδασαν δικηγόροι. Κορίτσια που πάλεψαν για το αυτονόητο: μια δουλειά και το δικό τους πορτοφόλι. 

Πρόκειται για μια ειρηνική επανάσταση που ζήσαμε στην Ελλάδα του 20ού αιώνα: μια επανάσταση με όπλο τις σπουδές και τα γράμματα. Ένα πανόραμα του 20ού και του 21ου αιώνα σε μια χώρα που άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει. Μέσα από τις σελίδες του μιλούν τρεις γενιές Ελλήνων: η γενιά των γονιών μας, η δικιά μας γενιά και η γενιά των παιδιών μας. Όλες μαζί φτιάχνουν ένα μωσαϊκό από φωνές - σαν τα παλιά μωσαϊκά στα σπίτια που μεγαλώσαμε.

Μπορεί να είναι η ιδέα μου, όμως πίσω από τις ιστορίες τους ακούγεται ένα μουρμούρισμα που χάνεται σιγά σιγά. Είναι οι φωνές των παλιών που πίστευαν ότι τα γράμματα σε κάνουν άνθρωπο. Ένα τραγούδι που το ρεφρέν του το ξέρουμε καλά. Είναι η φωνή που λέει, εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά το παιδί θα σπουδάσει.

Ποιος ξέρει, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να βγάλει κάποιος χρησμό για τα εκδοτικά μετά το λοκντάουν. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, όταν τα πράγματα ζορίζουν γύρω μου, νιώθω να απομακρύνομαι συγγραφικά από τη μυθοπλασία. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη ζωή. Αυτή γράφει τις καλύτερες ιστορίες. 

Προχωράμε βήμα βήμα και βλέπουμε. Διαδικτυακά βιβλιοπωλεία με δυναμική παρουσία, διαδικτυακές παρουσιάσεις… Το τοπίο φαίνεται να αλλάζει. Όμως οι εκδόσεις και τα βιβλία σαν να ξαναπαίρνουν μπρος. Θα είναι δύσκολα, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Γίνεται αλλιώς; 

Διαλέγω μερικές φράσεις που λένε οι άνθρωποι που αφηγούνται τις ιστορίες τους, οι οποίες νομίζω ότι δίνουν κάτι από την ατμόσφαιρα του βιβλίου:

«Το λέω ωμά. Με το πτυχίο σταμάτησα να είμαι η κόρη του υδραυλικού που δεν θα έκανε κάτι στη ζωή της. Κι αυτό τους αφορά όλους. Είτε λέγεται σόι, είτε είναι ο περίγυρός μου». 

«Με πιάνουν ενοχές που τα κατάφερα εγώ και άλλοι όχι… Κάτι σαν το σύνδρομο των Εβραίων που επέζησαν, ενώ σκοτώθηκαν εκατομμύρια δικοί τους».

«Έκανε καβγά τρικούβερτο και άρχισε και απεργία πείνας. Φοβήθηκαν οι άνθρωποι πως θα τους μείνει στα χέρια και στο τέλος την έστειλαν να δώσει εξετάσεις. Και στο Σουφλί πήγε η θεία και στην Αγγλία να σπουδάσει με ένα βρακί». 

«Λοιπόν, κορίτσια, εγώ λεφτά για φροντιστήρια δεν έχω. Αν δεν τα καταφέρνετε στα γράμματα, υπάρχει και ο υπόγειος στην Ομόνοια. Μπορείτε να πουλάτε κουλούρια».

«Το ταλέντο είναι δημοκρατία. Εκεί δεν έχει ποιανού παιδί είσαι».

«Κοίτα, παρ’ όλο που θέλω να λέω ότι δεν με νοιάζει κι ότι οι σπουδές και όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία, αν τα παιδιά μου έλεγαν ότι δε θέλουν να σπουδάσουν, μπορεί και να τα σούβλιζα».


© Θανάσης Καρατζάς

Χρήστος Χωμενίδης, «Ο βασιλιάς της», Πατάκης 

«Ο βασιλιάς της» συναντώντας τους αναγνώστες στα βιβλιοπωλεία, έχει να τους υπενθυμίσει δύο σημαντικές αλήθειες. Πρώτον, ότι η ζωή συνεχίζεται. Δεύτερον ότι τα θεμελιώδη ζητήματα που μας ταλανίζουν, αυτά που καθορίζουν τις ζωές μας, βρίσκονται εδώ από την αρχή του Χρόνου... 

Δίνω, στο νέο μου μυθιστόρημα, φωνή στον πιο παρεξηγημένο ήρωα όλων των καιρών. Στον Μενέλαο. Ο Μενέλαος διηγείται τον βίο του από τη δική του σκοπιά. Ανασκευάζοντας πολλά, αποκαλύπτοντας κρυφές πτυχές, αποκαθιστώντας όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και την Ελένη. Ας τον ακούσουμε. Ας πάψουμε να αρκούμαστε στην επικρατούσα εκδοχή, πως ο Μενέλαος ήταν ένας κερατάς, η Ελένη μια άστατη/άπιστη/προδότρα γυναίκα, ο Πάρης ένα κωλόπαιδο… Η δύναμη άλλωστε του ομηρικού μύθου -όπως και όλων των μεγάλων, αρχετυπικών μύθων- είναι πως επιδέχονται πολλών ερμηνειών. 

Μη νομιστεί ότι απλώς παραλλάσσω μια πανάρχαια ιστορία. Για το σήμερα γράφω, για το πάντα. Μενέλαοι ζουν, πάσχουν, ανδραγαθούν ανάμεσά μας. Και Πάρηδες. Και Ελένες. Και εξουσιομανείς Αγαμέμνονες και διαόλου κάλτσες Οδυσσείς. Και παθιασμένες μέχρις αίματος Κλυταιμνήστρες… Καθένας μας μάλιστα μπορεί, κατά τη διάρκεια της ζωής του, να επωμιστεί όλους τους παραπάνω ρόλους.  

Ειλικρινά δεν γνωρίζω τι μεταβολές θα συμβούν στον εκδοτικό χώρο και πόσο μόνιμες θα αποδειχθούν. Είμαι στο κουρμπέτι από το μακρινό 1993 - έχω δει ανθρώπους να παραφρονούν από την επιτυχία τους ή να βυθίζονται σε μαύρη απελπισία. Αμφότερα λάθος. 

Ένα ξέρω εγώ. Ότι ο κόσμος έχει -πάντα θα έχει- ανάγκη από αφήγηση, σχολιασμό, εμβάθυνση, λοξές ματιές στην ανθρώπινη κατάσταση. Όσοι μπορούν να βλέπουν κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και να ανατρέπουν προσωπικές και συλλογικές βεβαιότητες δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν.  

Είχα την τύχη όταν ξέσπασε η πανδημία να έχω ήδη ολοκληρώσει τον «Βασιλιά της». Εάν τον έγραφα ακόμα, ίσως η λαίλαπα των γεγονότων να με αποσυντόνιζε. Και ορίστε ένα σαμπλεράκι. 

«…Από όταν εγκατέλειψα την Πιτυούσα μέχρις ότου συνάντησα την Ελένη παρήλθαν δώδεκα, ίσως και δεκαπέντε, καλοκαίρια και χειμώνες. Έφηβος έφυγα από το νησί, άντρας στην ωριμότητά μου ερωτεύθηκα.

Τι έκανα στο μεταξύ; Ας αναφέρω πρώτα τι δεν έπαθα. 

Δεν με κατακρεούργησε αρκούδα, αγριόχοιρος ή αγέλη λύκων κι ας ζούσα κατά διαστήματα απ’ το κυνήγι κι από τη βοσκή.

Δεν συμμετείχα σε πόλεμο ή σε θανατηφόρα συμπλοκή. Οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται διαρκώς, για ανόητες ως επί το πλείστον αιτίες, με γελοίες αφορμές. Εγώ κρατιόμουν πάντα απέξω. Με ήθελαν όλοι στο πλευρό τους - ήμουν καρδαμωμένο παλικάρι, θα έτρωγα κάμποσους ώσπου να με θερίσει το σπαθί, μέχρι να καρφωθεί στα σπλάχνα μου το δόρυ... Στα λόγια έπαιρνα το μέρος συνήθως των πιο δυνατών - είναι πιο ασφαλές. Φανατιζόμουν δήθεν, παθιαζόμουν, ρητόρευα για την τιμή και για το δίκιο, ακόνιζα τα όπλα που μου είχαν δώσει. Μα πριν ξεσπάσει η μάχη, έβρισκα τρόπο να την κοπανήσω. Ξεγλίστραγα όσο πιο διακριτικά γινόταν -μες στο νυχτερινό σκοτάδι ή κάτω από τα θολά τους μεθυσμένα μάτια- την πούλευα που λένε, γινόμουν μπουχός... 

Ξέρω την έξαψη του στρατιώτη που θριαμβεύει, που παρελαύνει φορτωμένος λάφυρα, πατώντας στα πτώματα των εχθρών του. Ε, σας διαβεβαιώνω πως η ευτυχία μου κάθε φορά που ροβολούσα σώος κι αβλαβής, που ξεμάκραινα από τον τόπο της σύγκρουσης χωρίς ούτε μία γρατζουνιά, ήταν απείρως μεγαλύτερη. 

Κάποιες φορές -είναι αλήθεια- ντρεπόμουν. Κατηγορούσα τον εαυτό μου για δειλία, "το μόνο που σε νοιάζει" τον μαστίγωνα "είναι να τη βγάζεις εσύ καθαρή…" "Ε και λοιπόν;" μου απαντούσε ο μέσα μου Μενέλαος. "Είδαμε όσο περιπλανιόμαστε στον κόσμο κάτι που να άξιζε όχι τη ζωή μας, μια τρίχα έστω από τα ωραία μας μαλλιά; Να πέσω στο καμίνι για ποιον λόγο; Για να κερδίσω φήμη ή πλούτο; - μα τι αστειότητες! Έννοια σου. Θα παρουσιαστεί κάποτε ευκαιρία να ξεδιπλώσω τη λεβεντιά μου".

Παρουσιάστηκε. Με τρόπο απροσδόκητο, τελείως διαφορετικό από ό,τι περίμενα. Η πιο γενναία -η μοναδική γενναία- πράξη της ζωής μου: Αντί να κρατήσω με το στανιό την Ελένη, την άφησα να φύγει. Ένδοξος -το πιστεύω ακράδαντα- δεν είναι αυτός που κατακτά. Αλλά εκείνος που απελευθερώνει…»


Λένα Μαντά, «Τρεις Άσοι», Ψυχογιός 

«Ήμουν τυχερή διότι για το δικό μου βιβλίο υπήρξε μόνο μια μικρή αναβολή μιας εβδομάδας στην κυκλοφορία του. Ήταν κάτι που περίμενα να συμβεί, δεδομένου ότι τόσο εγώ όσο και οι εκδόσεις Ψυχογιός, θέλαμε ν’ ανοίξουν όλα τα ανεξάρτητα μικρά βιβλιοπωλεία, πριν βγούμε στις προθήκες. Τώρα που έγινε και αυτό, νιώθω όπως κάθε φορά… Ανυπόμονη να φτάσει στα χέρια των αναγνωστών!» 

Σχετικά με την ιστορία: «Τρεις άντρες. Φίλοι από παιδιά, γεννημένοι όλοι την 1η ενός μήνα. Αυτοαποκαλούνται λοιπόν οι “τρεις Άσοι” και κάνουν τατουάζ από έναν άσο της τράπουλας. Μεγαλώνοντας οι καριέρες τους γίνονται το πρώτο εμπόδιο για τη φιλία τους. Ο ένας, ακολουθώντας τη δουλειά του πατέρα του, γίνεται νονός της νύχτας, ο δεύτερος αναρριχάται ραγδαία στην ιεραρχία του αστυνομικού σώματος και ο τρίτος, στην ιεραρχία της εκκλησίας. Πόσες πιθανότητες έχει η φιλία τους, ειδικά όταν στο τραπέζι, με το φουλ του Άσου, πέφτει και μια Ντάμα;» 

Και μερικές σκέψεις για το μέλλον των εκδόσεων μετά την καραντίνα: «Στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης που περάσαμε ως χώρα, το βιβλίο δοκιμάστηκε πολύ σκληρά, αυτό είναι η αλήθεια, αλλά άντεξε, έστω και με απώλειες. Χωρίς να έχω τις γνώσεις, δεν θέλω να κάνω προβλέψεις ούτε άκυρα προγνωστικά για το μέλλον των εκδόσεων υπό τη νέα οικονομική συνθήκη της ζωής μετά το λοκντάουν. Μόνο να ελπίζω μπορώ ότι πάνω και πέρα απ’ όλα όσα περάσαμε, το βιβλίο, αυτό το ταξίδι μυαλού και ψυχής, θα συνεχίζει ν’ αρμενίζει! Το πρόβλημα με την καραντίνα δεν ήταν ότι δεν μπορούσα να διαβάσω (που δεν μπορούσα), ούτε ότι το μυαλό μου αρνιόταν να συγκεντρωθεί σ’ ένα κείμενο, (τέτοια απεργία δεν μου είχε ξανατύχει!), το πρόβλημα ήταν πως για ένα διάστημα δεν συνεργαζόταν ούτε η φαντασία μου και δεν μπορούσα να ολοκληρώσω το βιβλίο που είχα αρχίσει να γράφω προ κορωνοϊού! Το αντίδοτο λεγόταν και για μένα: ώρες μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, με… σβησμένο τον εγκέφαλο! Δεκάδες σειρές που είχα σε dvd επιστρατεύτηκαν, ένα Τούρκικο (μέχρι εκεί έφτασα) στο Netflıx και κέντημα μέχρι τελική πτώσεως. Μετά από 10 μέρες, πήρε και πάλι μπροστά το σύστημα και ξαναβρήκα μια νέα καθημερινότητα που έγινε αγαπημένη ρουτίνα…»