Βιβλιο

Τα πιο σοβαρά κλισέ (είναι για γέλια)

Μετρήστε πόσα έχετε συναντήσει στη λογοτεχνία

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει για τα κλισέ στη λογοτεχνία.

Χρησιμοποιούνται με τρέλα στη λογοτεχνία, όχι μόνο στην δημοσιογραφία, που (πάει στο διάολο) συγχωρούνται λόγω βιασύνης… και δεν λένε ποτέ αυτό που νομίζουν ότι λένε αλλά κάτι που κανείς δεν σκοτώνεται να μάθει.

Χρησιμοποιήστε τα αν επιμένετε - ξέροντας ότι είναι κλισέ-τούβλα – αλλά με αυτοσαρκασμό … ή προσθέστε τα δικά σας στη λίστα!

  • Πριν στεγνώσει η μελάνη
  • Πριν (προλάβουν να) στεγνώσουν τα δάκρυα στα μάτια της/ του
  • Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της
  • Τα αυτιά της άρχισαν να βουίζουν
  • Ήταν το καμάρι του πατέρα του/της
  • Το αθώο παιδί/ έπαιζε αθώα/ ανυποψίαστο/ η ανυποψίαστη νέα/ η αθώα και ανυποψίαστη/ η νεαρή καλλονή/ η άτυχη καλλονή
  • Χλωμός σαν φάντασμα/ κίτρινος σαν λεμόνι/ κατακόκκινος σαν αστακός/ άσπρη σαν το γάλα/ κατάλευκη σαν απάτητο χιόνι (τι άλλο; Σαν καραβόπανο, σαν αλεύρι, σαν άκοφτη κοκαΐνη;)
  • Γενναίος σαν λιοντάρι/ όρμησε σα λιοντάρι/ σαν τίγρη/ σαν αρκούδα/ όρμησε σαν λυσσασμένος / σαν πεινασμένο σκυλί/ σαν τσακάλι/ σαν λυσσασμένη γάτα
  • Τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα/ σαν τα κοκόρια
  • Πήγανε σαν πρόβατα στο μαντρί/ στη σφαγή/ στο γκρεμό
  • Πονηρός σαν αλεπού/ αθώα σαν περιστέρι/ πεισματάρης σα μουλάρι- γάιδαρος/ ήρεμος σαν αρνί/ χαζός σαν αγελάδα- μοσχάρι- ζουλάπι- κοτόπουλο/ βρώμικος σαν γουρούνι
  • Η φωνή της ήταν (σαν) μελωδία στ’ αυτιά του/ σαν θεία μελωδία/ ουράνια μελωδία
  • Το δωμάτιο ήταν αχούρι/ Το σπίτι ήταν (σαν) στάβλος
  • Τα κουρέλια που φορούσε
  • Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, ολοφάνερο σημάδι ξενυχτιού/ κραιπάλης
  • Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο
  • Κάπνιζε σαν φουγάρο/ τσιμινιέρα/ εργοστάσιο/ ατμομηχανή
  • Πεινάει σα λύκος/ τρώει σα γουρούνι/ κολυμπάει σαν δελφίνι- ψάρι- ζαργάνα/ χτυπιέται σα χταπόδι/ γουργουρίζει σα γάτα/ κουρνιάζει, χαϊδεύεται, νιαουρίζει σαν γάτα/ τσιμπολογάει σαν πουλάκι- ποντικάκι/ γυρνάει γύρω γύρω σα λιοντάρι στο κλουβί/ λιάζεται σα τη σαύρα- γάτα- σαν αλιγάτορας/ πλατσουρίζει σαν παπί
  • Σαν καρδερίνα* στο κλουβί (*όχι ο Τουίτη)
  • Με κοντά παντελονάκια/ Με κοντά σοσόνια/ με κοντά καλτσάκια
  • Με ατέλειωτα, μακριά πόδια/ και τορνευτές γάμπες (εμετός, ειδικά με τις τορνευτές)
  • Τα κρινοδάχτυλά της
  • Ο φιλντισένιος της λαιμός
  • Τα αλαβάστρινα μπράτσα της
  • Τα άλικα- κατακόκκινα- πορφυρά της χείλη/ χείλη κόκκινα σαν αίμα
  • Τα λευκά της στήθια (καλά που δεν είναι τορνευτά, θα είχαμε πρόβλημα)
  • Τα σμιλεμένα της γόνατα/ οι σμιλεμένοι της ώμοι
  • Η λυγερή της μέση/ Η λυγερή κορμοστασιά της
  • Το χρυσάφι των ματιών της
  • Οι στιβαροί του ώμοι
  • Οι φαρδιές του πλάτες/ τα γεροδεμένα του μπράτσα/ τα στιβαρά του χέρια (… μεσημεριάτικα…)
  • Ο στυγερός εγκληματίας/ ο αδίστακτος κακούργος- εγκληματίας- απατεώνας/ το αδίστακτο κτήνος
  • Το κτήνος που κρύβει μέσα του (βγήκε, ή εμφανίστηκε, ή έσκασε μύτη)
  • Το λαμπερό- αστραφτερό- γοητευτικό της χαμόγελο
  • Μέρα με τη μέρα/ η μέρα γινόταν νύχτα και η νύχτα μέρα
  • Η μέρα έγινε νύχτα χωρίς να το καταλάβει
  • Ο καιρός περνούσε χωρίς να το καταλάβει
  • Την/τον τύλιγε η μοναξιά- απελπισία- απαισιοδοξία
  • Την/τον κυρίευσε η χαρά- λύπη- θλίψη- τρομάρα- παγωμάρα- ναυτία
  • Ένιωσε ένα κενό μέσα του/ της
  • Ένιωσε να πέφτει στο κενό (όχι αυτό που είναι μέσα του/της)
  • Άνοιξε η γη και τον κατάπιε (έφταιγε το κενό)
  • «Ποιος είσαι, εσύ που κρύβεσαι στα σκοτάδια; Φανερώσου!»
  • Η ματιά της τον κάρφωσε σαν μαχαίρι/ σουγιάς/ σπαθί/ βέλος/ αγκάθι/ σουβλί/σουβλάκι
  • Τα λόγια της τον χτύπησαν σαν χαστούκι (στο πρόσωπο)
  • Οι μέρες του ήταν μετρημένες
  • Οι ώρες περνούσαν η μία μετά την άλλη
  • Αισθάνθηκε το τέλος του κόσμου να πλησιάζει
  • Η νύχτα ήταν σκοτεινή (ευτυχώς, αν ήτανε φωτεινή μπορεί να ήταν το τέλος του κόσμου)
  • Ξημέρωσε ο θεός τη μέρα
  • Έτρεμε σαν την καλαμιά στον κάμπο/ σαν ζυγούρι/ σαν χέλι/ σαν σπουργίτι
  • Φώλιασε στην αγκαλιά του σαν (τρομαγμένο) σπουργίτι/ περιστέρι/ μπεκατσόνι
  • Δεν άντεχε άλλο τα αναφιλητά της
  • Ξύπνησε με ένα ξάφνιασμα
  • «Μπάμπη» είπε, «εσύ εδώ;»
  • Έκανε βήματα στο κενό
  • Άλλη μια ξάγρυπνη νύχτα έφτανε στο τέλος της
  • Ο πόνος του δεν είχε όρια/ ο απύθμενος πόνος του
  • Είχε πιάσει πάτο (ο πόνος του ή/ και ο ίδιος)
  • Ψάχνει αυτό το κάτι, το διαφορετικό/ το ιδιαίτερο
  • Μιλάει την γλώσσα της ψυχής/ του σώματος/ του έρωτα/ του πάθους/ πόθου/ της μουσικής
  • Το άγγιγμά της τον ηλέκτρισε/ ένιωσε να ηλεκτρίζεται
  • Πετάχτηκε σαν ελατήριο/ σαν βέλος/ σαν πύραυλος/ σαν στούκας
  • Μοναδικό στο είδος του/ κορυφαίο στο είδος του
  • Το αστέρι του ανατέλλει
  • Το αστέρι του έχει δύσει
  • Η ζωή είναι πικρή/μικρή/ σκληρή/ αδίστακτη/ αστεράτη/ γλυκιά
  • Ήταν ένας τιποτένιος, ένα σκουπίδι, ένα τίποτα
  • Ήταν ένας λιγομίλητος άντρας/ μιλούσε ξεκάθαρα και σταράτα
  • «Μπάμπη», είπε, «εσύ είσαι στ’ αλήθεια;»
  • Έκλαιγε με αναφιλητά/ οι ώμοι της τραντάζονταν από τα αναφιλητά
  • Έγερνε σαν καλαμιά στον κάμπο/ σαν λυγαριά
  • Έγειρε να κοιμηθεί/ να ξαποστάσει
  • Η καρδιά του ήταν σφιγμένη πέτρα
  • Τα σωθικά του ήταν αναστατωμένα
  • Το κεφάλι του πάει να σπάσει
  • «Βαγγέλη εσύ;! Τόση ώρα νόμιζα ότι ήσουν ο Μπάμπης! Μα τι ευχάριστη έκπληξη!»
  • Η ζωή του δεν είχε νόημα χωρίς αυτήν/όν.
  • Κόπηκε το νήμα της ζωής του εντελώς ξαφνικά και απρόσμενα.
  • Η συνάντησή τους ήταν απρόσμενη.
  • «Μα πώς μπήκες Βαγγέλη; Δεν ήταν κλειδωμένα;»
  • Η σχέση τους δεν είχε νόημα.
  • Η αγάπη/ ο έρωτάς τους δεν είχε όρια.
  • Τα λόγια της τον έκαναν σκουπίδι/ κουρέλι/ άνθρωπο/ άντρα/ αδερφή.