Βιβλιο

Προδημοσίευση: Millennium - Tο κορίτσι που έζησε δυο φορές

Η Λίσμπετ Σαλάντερ, το κορίτσι με το τατουάζ, έχει εξαφανιστεί. Ο Μίκαελ Μπλόμκβιστ προσπαθεί να την βρει. Διαβάστε την αρχή του νέου βιβλίου του Ντάβιντ Λάγκεργκραντζ.

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 720
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προδημοσίευση: «Millennium - Το Κορίτσι που έζησε δύο φορές» του Ντάβιντ Λάγκεργκραντζ θα κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Η σειρά MILLENΝIUM αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό κοινό και όχι άδικα αφού αποτέλεσε παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο με τις συνολικές πωλήσεις να έχουν ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια αντίτυπα σε περισσότερες από 50 χώρες του κόσμου ενώ τα βιβλία έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο. 

Αυτές τις μέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός το έκτο μέρος της σειράς με τίτλο «Το Κορίτσι που έζησε δύο φορές». Η ηρωίδα Λίσμπετ Σαλάντερ, το άγριο, ασταμάτητο κορίτσι με το τατουάζ, έχει εξαφανιστεί. Ο Μίκαελ Μπλόμκβιστ προσπαθεί να την βρει. Θα βοηθήσουν ξανά ο ένας τον άλλον, αναζητώντας ο καθένας τη δική του αλήθεια. Και στο τέλος, ο Μπλόμκβιστ –σε μια στιγμή απίστευτης αυτοθυσίας– θα προσφέρει στη Λίσμπετ τη δυνατότητα να δώσει τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής της και να βάλει οριστικά πίσω της το παρελθόν. Η ATHENS VOICE εξασφάλισε μια μικρή γεύση για τους αναγνώστες της.

Η Λίσμπετ ήταν ακόμα στην Πράγα στο ξενοδοχείο Kings Court, καθόταν στο τραπέζι μπροστά από το παράθυρο και κοιτούσε πάλι το μεγάλο σπίτι της Καμίλα στη Ρουμπλιόφκα, δυτικά της Μόσχας. Αυτό δεν ήταν πλέον απλός καταναγκασμός ή μέρος της διαδικασίας της ανάμνησης. Το σπίτι έμοιαζε περισσότερο με κάστρο, ένα κέντρο επιχειρήσεων. Κόσμος πηγαινοερχόταν συνεχώς, ακόμα και μεγαλοπαράγοντες όπως ο Κουζνέτσοφ. Σε όλους γινόταν σωματική έρευνα, και κάθε μέρα αυξανόταν ο αριθμός των φρουρών, ενώ δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως η ασφάλεια των ηλεκτρονικών συστημάτων ελεγχόταν συνεχώς.

Χάρη στο σύστημα παρακολούθησης που είχε εγκαταστήσει η Κάτια Φλιπ και το οποίο είχε απομακρύνει έπειτα από μερικές μέρες, η Λίσμπετ μπορούσε να παρακολουθεί το κινητό της αδερφής της. Αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμα να χακάρει το όλο σύστημα και αρκούνταν στις εικασίες σε σχέση με αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα. Το σίγουρο ήταν πως είχε αυξηθεί η δραστηριότητα.

Όλο το κτίριο παλλόταν από μια νευρική ενέργεια πριν από μια μεγάλη επιχείρηση, και χτες είχαν οδηγήσει την Καμίλα στο Ενυδρείο, όπως αποκαλούσαν την έδρα της GRU στην Τσοντίνκα, έξω από τη Μόσχα. Ούτε κι αυτό ήταν καλό σημάδι. Φαινόταν λες και η Καμίλα έψαχνε για οποιαδήποτε βοήθεια θα μπορούσε να της προσφερθεί.

Έως τώρα, όμως, έδειχνε ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού βρισκόταν η Λίσμπετ, κάτι που παρείχε, φυσικά, κάποια ασφάλεια. Όσο η αδερφή της ήταν στο σπίτι της, εκείνη και η Παολίνα ήταν εκτός κινδύνου. Αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα με απόλυτη σιγουριά.
Η Λίσμπετ έκλεισε την εικόνα από τον δορυφόρο και κοίταξε τι έκανε τώρα ο Τόμας, ο σύζυγος της Παολίνα. Τίποτε, απ’ ό,τι φαινόταν. Την κοιτούσε μόνο στην κάμερα του υπολογιστή με τη συνήθη ζοφερή έκφραση του προσώπου του.

Κανένας δεν μπορούσε να ισχυριστεί πως η Λίσμπετ ήταν ιδιαίτερα ομιλητική το τελευταίο διάστημα. Καθόταν τα βράδια και άκουγε επί ώρες την Παολίνα, γι’ αυτό και ήξερε περισσότερα απ’ ό,τι χρειαζόταν για τη ζωή της και προπάντων ήξερε την ιστορία με το ηλεκτρικό σίδερο. Ο Τόμας, που τούτη τη στιγμή φυσούσε η μύτη του μπροστά στην κάμερα, άφηνε πάντα τα πουκάμισά του στο καθαριστήριο στη Γερμανία. Στην Κοπεγχάγη έλεγε στην Παολίνα να τα σιδερώνει «για να έχει κάτι να κάνει στη διάρκεια της μέρας». Μια μέρα, όμως, η Παολίνα άφησε το σίδερο στην πρίζα, τα πιάτα άπλυτα και τριγύριζε στο σπίτι με το εσώρουχο κι ένα ασιδέρωτο πουκάμισό του κι έπινε ουίσκι και κόκκινο κρασί.

Το προηγούμενο βράδυ, την είχε χτυπήσει. Το χείλος της ήταν σκισμένο και ήθελε να μεθύσει τόσο ώστε να μπορέσει να δώσει ένα τέλος ή να τραβήξει την κατάσταση στα άκρα. Γι’ αυτό, έχανε τον έλεγχο όλο και περισσότερο και κατάφερε να σπάσει, κατά λάθος, ένα βάζο και ύστερα ποτήρια και πιάτα, όχι τόσο από λάθος, ενώ, με κάποιον τρόπο, έχυσε κόκκινο κρασί στο πουκάμισο και ουίσκι στο σεντόνι και στο χαλί και, στο τέλος, την πήρε ο ύπνος με την αίσθηση πως επιτέλους θα τολμούσε να του πει να πάει στον διάολο.

Αλλά μόλις ξύπνησε, ο Τόμας καθόταν στα μπράτσα της και τη χτυπούσε στο πρόσωπο. Ύστερα την έσυρε ως τη σιδερώστρα και σιδέρωσε εκείνος το πουκάμισό του, και η Παολίνα δε θυμόταν τίποτα μετά, είπε, τίποτα περισσότερο από καμένο δέρμα κι έναν απερίγραπτο πόνο και τα βήματά της, που έτρεχαν προς την εξώπορτα. Η Λίσμπετ το θυμόταν πού και πού αυτό, και παρότι καμιά φορά, όπως τώρα, κοιτούσε τα μάτια του Τόμας, το πρόσωπό του συγχωνευόταν συχνά με το πρόσωπο του πατέρα της.

Όταν ήταν κουρασμένη, όλα έρεαν το ένα μέσα στο άλλο –η Καμίλα, ο Τόμας, η παιδική της ζωή, ο Ζάλα, τα πάντα– και σφίγγονταν σαν ζώνη γύρω από το στήθος και το μέτωπό της και τότε της κοβόταν η αναπνοή. Απ’ έξω ακουγόταν μουσική, κάποιος κούρδιζε μια κιθάρα. Ανασήκωσε το σώμα της και κοίταξε από το παράθυρο. Υπήρχε πολύς κόσμος εκεί έξω, άνθρωποι που μπαινόβγαιναν στο εμπορικό κέντρο Palladium. Σε μια μεγάλη λευκή σκηνή προετοίμαζαν κάποια συναυλία. Ίσως ήταν πάλι Σάββατο ή αργία, δεν είχε σημασία. Πού ήταν η Παολίνα; Σίγουρα έκανε έναν από τους ατέλειωτους περιπάτους της στην πόλη, και η Λίσμπετ, με την ελπίδα να διώξει αυτές τις σκέψεις, κοίταξε τα μέιλ της.

Δεν υπήρχε τίποτε από τη Δημοκρατία των Χάκερ, όπως είχε ελπίσει, καμία απάντηση στις ερωτήσεις που είχε κάνει στη διάρκεια της μέρας. Υπήρχαν, όμως, μερικά κρυπτογραφημένα μηνύματα από τον Μίκαελ, και τότε χαμογέλασε λίγο. Ώστε άντεξες, τελικά, να διαβάσεις το άρθρο σου, συλλογίστηκε. Αλλά όχι, τα μηνύματα δε σχετίζονταν καθόλου με τα ψέματα του Κουζνέτσοφ. Ήταν περισσότερο… Ναι, τι ήταν;