Βιβλιο

Προδημοσίευση: «Ροκ Σταρ» του Στέφανου Τσιτσόπουλου

O δημοσιογράφος & ραδιοφωνικός παραγωγός στο Athens Voice Radio 102.5. «ξαναδιαβάζει» το θρυλικό μυθιστόρημα «Φύλακας στη σίκαλη» του J.D. Salinger

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 720
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στέφανος Τσιτσόπουλος

«Ροκ Σταρ»: Προδημοσίευση από το πρώτο μυθιστόρημα του Στέφανου Τσιτσόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 30 Οκτωβρίου.

Το Ροκ Σταρ, που κυκλοφορεί την επόμενη εβδομάδα από το Μεταίχμιο, είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Στέφανου Τσιτσόπουλου, δημοσιογράφου της ATHENS VOICE και ραδιοφωνικού παραγωγού στο Athens Voice Radio 102.5. Μια παρέα που μεγαλώνει στην Ξάνθη του 1978 ακούγοντας πανκ δίσκους και διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Φύλακας στη σίκαλη» του J.D. Salinger ανταμώνει στην Αθήνα του 2019: Τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια; Και στη ζωή τους αλλά και στην κόλαση που έζησε ο αγαπημένος τους συγγραφέας; Ένα βιβλίο για το ροκ, τη φιλία, τον έρωτα, τη Νέα Υόρκη του κλαμπ CBGB's αλλά και τη Συγγρού των στριπτιζάδικων, τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’90 και την Κυψέλη του καφέ Σελέκτ! Και, επιτέλους, μια απάντηση στο ερώτημα: τι βασανίζει ακόμα τους Χόλντεν Κώλφηλντ - φυγάδες αυτού του κόσμου;

Ο Μοζ το 1978 ζούσε στο Μάντσεστερ, όπως εγώ στην Ξανθάρα. Κι επίσης διάβαζε πολύ, όλο στη βιβλιοθήκη την έβγαζε ο μελαγχολικομούτσουνος ο ροκαμπίλι ο γλαδιόλης. Αργότερα έκανε τους Σμίθαρους και έγραψε το «Ένα φως που δεν σβήνει ποτέ», αλλά μετά η μπάντα διέλυσε. Σήμερα ο δικός μας ζει στο Λος Άντζελες, απέναντι από τη Νάνσι Σινάτρα, και κάθε απόγευμα, όταν δεν έχει περιοδείες ή δεν πάει να ψωνίσει βίγκαν, μαζί, γράφουν τα μουσικά περιοδικά, πίνουν τα τσαγάκια τους. Με τη Νάνσι, την κόρη του If I can make it there, I’ll make it anywhere, New York, New York. Μάνα, αναρωτιόμουνα στην Παλιοξάνθη, θα πάω καμιά φορά στ’ αλήθεια κι εγώ Νεοϋορκάρα; Ή μια ζωή, καταραμένος και μπετοναρισμένος, θα στέκω ακούνητος, αντί για τον Χάντσον Ρίβερ να κοζάρω τον ποταμό Κόσυνθο; 

Ιδού η λοταρία. Θα τράβαγα σωστό λαχνό ή κατάδικος αιώνια εκεί; Και μόνο τα χέρια μου θα κουνιόνταν, για να μη νιώθω πως πέθανα στο εντελώς. Και τα αυτιά μου μόνο να μην πεθάνουν, μακάρι, έλεγα, οξεία ακοή να μου περισσέψει τουλάχιστον. Και τα μάτια μου κάπως γερά να μου μείνουν. Παρακαλούσα. Για να διαβάζω τον Catcher και να βάζω την πιο αγαπημένη μου τραγουδάρα, από τη συλλογή «Τα καλύτερα του μικρού ονειροπαρμένου». Που είχε καημό μια φορά να βγει ραντεβού με την Ντέμπι Χάρι, υποδεχτείτε, αγόρια και κορίτσια, την Ξανθούλα με το μαύρο κομπινεζόν. Επόμενο τραγούδι, που για πάρτη της εφτά φορές την ερωτεύεται στο πρόστυχο ο εκφωνητής σας. Αλήθεια. Εφτά ξέρετε - τι άρμεγα με την Blondie στο «Hanging on the Telephone». Ακούτε Ράδιο Σάλιντζερ. Γιατί τότε, εκειπέρα, ποια να με πάρει εμένανε τηλέφωνο; Ούτε η τύχη, ούτε η μοίρα, ούτε κι εκείνο το κορίτσι που αγαπούσα, αλλά αντί να βγει ραντεβού με εμένα, οκ, δεν το ζήτησα, αλλά την έβλεπα τη διαπόμπευση, προτίμησε έναν μεγαλύτερο, φοιτητή στο Πολυτεχνείο Ξάνθης. Που το Πολυτεχνείο μας μάρανε. Είχαμε μόνο τρεις πανκ και μόνο δύο δισκάδικα, αδερφούλη μου, αλλά από Πολυτεχνείο σκίζαμε. Και γι’ αυτό οι φοιτητές οι από αλλού μάς έκλεβαν τα πιο όμορφα χρυσόψαρα. Μόνο αυτοί φιλιόντουσαν και μας έπαιρναν τις πιο σέξι συμμαθήτριες. Ξιπάσματα. Όλοι τους και όλες τους. 

Ευτυχώς κατάφερα πάλι προχθές να πάω Νέα Υόρκη. Μέσω Πατησίων. Έπαιρνα τηλέφωνο και τον Δημήτρη, κι αυτός κάτοικος πέριξ Ακρόπολης είναι από αρχαιοτάτων χρόνων, μπας και ανταμώσουμε. Γιατί ολέ και ναι και εκατό σντρο, τα καταφέραμε να δραπετεύσουμε από την Ξάνθη με το Στίνγκρεϊ. Να περιπλανηθούμε, να κάνει ο καθένας τα δικά του, ώσπου να ξανακολλήσουμε στην Αθήνα. Αλλά με γείωσε ο μεγαλύτερος γυαλάκιας απουσιολόγος. Σκασίλα μου. Μόνος σκάω σένιος στο μπαρ Au revoir, της Κυψέλης Αθηνών κι όχι της Κυψέλης Ξάνθης, που σας έλεγα ότι είχε εκείνο το παιδί του ιερωμένου τον σταθμό, και πιάνω θέση στο σκαμπό. Κάτω από τη φωτογραφία του Σινάτρα. Προσομοίωση Νέας Υόρκης τέρμα ο θεομπαίχτης, νιώθω πως είμαι πάλι στην πόλη του «αν τα καταφέρω εκεί, θα τα καταφέρω και παντού», αλλά έτσι μια ζωή είμαι εγώ. Ακόμα, καμιά φορά, όταν το πατήσω το κουμπί, ζω μέσα στην κεφάλα μου.

Στέφανος Τσιτσόπουλος «Ροκ Σταρ» (εκδ. Μεταίχμιο)

Και παραγγέλνω ουίσκι σόδα, όπως το βάζει στη λίστα με τα πιο χιτ ποτά του κόσμου ο Χόλντεν στη Σίκαλη. Λες και είμαι στο Μανχάταν, ο κούκλος. Και πρώτη γουλιά πίνω στην υγειά του μπαρμπα-Σάλιντζερ, χρόνια πολλά, ρε αγόρι, τελικά εντάξει, δεν πεθάναμε και δραπέτεψαμε, Αθηνάρα, δικέ μου, μετά από κάτι ωραία χρόνια στη γύρα. Αλλά, ρε Χόλντεν, γιατί τόσο ησυχία εδώ στη Νέα Υόρκη; 1919-2019, ο Χρυσούς Αιών του Τζέι Ντι, ούτε ένα πυροτέχνημα, γαμώ τον Περικλή μου και τον Φειδία και τον Ικτίνο του σχολείου μου στην Ξάνθη, αλλά και του Πένσι της Πενσιλβάνιας, που τον έγραψαν να ξεστραβωθεί οι δικοί του τον Κώλφηλντ. Αλλά και τον Καλλικράτη μου μέσα, που βλέπεις απέναντι την Ακρόπολη από τα βάθη της Πατησίων να λάμπει. Φαίνεται η Ακρόπολη από την Πατησίων, αν θέλετε να ξέρετε, βλέπεις και την Αίγυπτο με τους φαραώ, όλα δίπλα είναι, άμα ζεις στην καζάνα σου και χτυπήσεις τρία ουισκάκια.
Όμως ούτε μια ροκ φεστιβαλάρα, δικέ μου, για σένα, πατέρα των μεγαλύτερων λευκών ροκενρόλερ, τον αρχηγό της φυλής. Μας. Πίτα έγινα εκείνη τη νύχτα στο Au revoir από τη θλίψη μου. Αλλά εκεί την πήρα και την απόφαση. Στο ταξί που με γύρναγε στη Νέα Σμύρνη, σπιτάκι μου, στο Φοιβάκι-Βαγιάκι. Μου. Πως εγώ θα σε τιμήσω, ρε Σαλιντζεράκο, μεγαλύτερε κάτοχε και άρχοντα που φοράς τα περισσότερα δαχτυλίδια του λογοτεχνικού μου NBA. Αν και ο catcher δεν είναι μπασκετικός όρος. Σωστά να τα μιλάμε. Αυτό το ξέρουν ακόμα και τα δεκαεξάχρονα, απέναντι από το σπίτι μου στην Ξάνθη, κάθε φορά που ξαναγυρίζω εκεί και τα χαζεύω στην καλαθιέρα του πάρκου της Περικλέους να ρίχνουν «προσωπικές». Βολές. Κι αναρωτιέμαι: Καλά είναι αυτά τα παπάκια; Τα νοιάζεται κανένας; Μακάρι. Γιατί εγώ καλά τότε στην Ξάνθη ούτε που ήμουν, αλλά και τώρα, αν δεν το γράψω αυτό το βιβλίο, για να του ανταποδώσω που μου έσωσε τη ζωή ο Σάλιντζερ με τη Σικαλάρα του, καλά δεν πρόκειται να γίνω ποτέ. Θα ζω συνεχώς με τα φαντάσματα της εφηβείας μου. Και δεν κάνει. Καθόλου δεν κάνει. Φτάνει. Θέλω να μεγαλώσω.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ