Βιβλιο

Μισέλ Φάις

«Οι ψηφοφόροι του Μιχαλολιάκου δεν έπεσαν από τον ουρανό»

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 461
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
55672-121823.jpg

Ο Μισέλ Φάις, ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της γενιάς μου, ξανάβγαλε το βιβλίο του «Aigypious monachus» (εκδ. Πατάκη) μαζί με επιλογή κριτικών δημοσιευμάτων από την εποχή της πρώτης έκδοσης και φωτογραφιών από το θεατρικό ανέβασμά του. Με την αφορμή αυτή, μου έδωσε για την A.V. τη συνέντευξη που ακολουθεί...


Ενώ υπάρχει η δική σας επισήμανση «νουβέλα», το βιβλίο αντιμετωπίστηκε σαν «αυτοβιογραφία»... Το 2001 βγήκε με τον προσδιορισμό (από μένα) αφήγημα – εξού και στο επίμετρο της κριτικογραφίας μιλάνε όλοι για αφήγημα ή αυτοβιογραφικό κείμενο. Σήμερα το ξανατύπωσα ως νουβέλα. Έκρινα ότι έχει τον εσωτερικό όγκο (πολυφωνία, συγκρούσεις και ανατροπές) που προσιδιάζουν σε μια νουβέλα.

Σκέφτομαι πόσο διαφέρει το βιβλίο σας από τις συνήθεις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις κι ακόμα περισσότερο, φυσικά, από τις καθαυτό αυτοβιογραφίες. Πόσο καλύτερο το κάνει το ασύνηθες γράψιμό του. Ένα αφηγηματικό παιχνίδι ανάμεσα στο «κλέβοντας τον εαυτό μου ως ξένο» και «φιλοξενώντας τον ξένο ως εαυτό». Μ’ αυτή τη σιρμαγιά προσέρχομαι στη λευκή σελίδα (όπως λέμε μαύρο πηγάδι). Αυτό είναι το βλέμμα μου. Δεν ξέρω αν είναι ασύνηθες ή όχι. Από την απέναντι μεριά –ασύνηθες για μένα, τους χαρακτήρες μου και τους πεζογραφικούς μου κώδικες– βρίσκονται ο ηθογραφικός χυλός, ο εξεγερσιακός λυρισμός, η αιώνια εφηβεία ως πρόσληψη του κόσμου που κατακλύζει τη βιβλιαγορά και λογίζεται ως σύγχρονη πεζογραφία στις μέρες μας. Αυτή η τυρρανία της «ρέουσας πλοκής», η «συνομιλία» με την επικαιρότητα, η τυφλή εμπιστοσύνη σ’ έναν ασφυκτικό τοπικισμό ή σ’ ένα συνοικιακό καημό. Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν κόπτομαι για κανέναν τουριστικό κοσμοπολιτισμό ούτε μάχομαι το ρίζωμα. Τουναντίον. Αρκεί βέβαια οι ρίζες σου να αρδεύονται από μεγάλες αφηγηματικές περιοχές ή παραδόσεις (δυο εύγλωττα παραδείγματα: Βιζυηνός, Κάφκα).

Το Σοά/Ολοκαύτωμα είναι έντονα παρόν στο βιβλίο σας, συμβάλλοντας (με πικρό τρόπο φυσικά) στη γοητεία του. Έχω ωστόσο την εντύπωση ότι το φαινόμενο αυτό δεν έχει πάρει στην ελληνική λογοτεχνία θέση ανάλογη με τη λογοτεχνία άλλων γλωσσών (ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τις μαρτυρίες). Συναφώς, θα ήθελα να ρωτήσω αν έχετε υποστεί επιθέσεις για την εβραϊκότητά σας. Κι ακόμα, τώρα που κάπως κινείται θετικά το θέμα της Χρυσής Αυγής, συμμερίζεστε τη γνώμη ότι δεν έχει προβληθεί/στηλιτευτεί ο αντισημιτισμός αυτής της οργάνωσης; Είμαι ένας αποσυνάγωγος Εβραίος, ένας σπινοζικός, ένας μαράνο. Η εβραϊκή κληρονομιά μ’ ενδιαφέρει ως πνευματικό χνάρι και ουμανιστικό περιεχόμενο μιας διασποράς. Στην Ελλάδα είμαστε και ρατσιστές και αντισημίτες, όπως και σε πολλές άλλες χώρες επίσης, μόνο που εκεί –επειδή δεν νιώθουν περιούσιοι και καθαροί– έχουν θεσπίσει κανόνες (που εφαρμόζονται) συμβίωσης.

Ο νεοναζισμός είναι το απόλυτο κακό. Ευτυχώς τα περισσότερα κόμματα του συνταγματικού τόξου συνεννοήθηκαν σε κάποια βασικά. Τι κάνουμε όμως με τους ψηφοφόρους του Μιχαλιολάκου; Δεν έχουν πέσει από τον ουρανό. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, δεν είναι αποβράσματα. Κανένα κόμμα δεν δικαιούται να βγάζει την ουρά του έξω για το τι οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους στην τυφλότητα, στη μισαλλοδοξία, στην ξενοφοβία. Γι’ αυτό με τρομάζουν κλιμακώσεις και συμπεριφορές εξόντωσης του άλλου (μόνο και μόνο επειδή διαφωνεί μαζί μας) που συναντάμε σε όλο το εκλογικό σώμα, στην κοινωνία μέσα από ξαναζεσταμένα εμφυλιοπολεμικά προτάγματα αλλά και εσχατολογικές συνδηλώσεις όλων των αποχρώσεων. Με δυο λόγια: η δεξαμενή που αρδεύει τη Χ.Α., αυτό το πηγάδι του ερέβους, απαιτεί κοινή προσπάθεια για να σφραγιστεί,  ώστε να πάψει να «ξεδιψάει» κόσμο και κοσμάκη με «αντιμνημονιακή» και «αντισυστημική» ρητορεία του μίσους.

Επανεκδίδετε συστηματικά τα παλιότερα βιβλία σας αναθεωρημένα ή τώρα αυτό με επίμετρο. Θέλετε να πείτε δυο λόγια για το κίνητρό σας; Να υποθέσω ότι σειρά παίρνει τώρα «Το μέλι και η στάχτη του Θεού»; Επανεκδίδω τα βιβλία που είχαν εκδοθεί παλαιότερα από τον Καστανιώτη («Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου» και «Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες»). Κάποια απο αυτά ήταν εξαντλημένα από χρόνια, όπως και η παρούσα νουβέλα. Στο «Aegypius monachus» σκέφτηκα να ενσωματώσω και την «αύρα» του στο πέρασμα του χρόνου. Εξού και μέρος της κριτικογραφίας και φωτογραφίες από τη σκηνική του μεταμόρφωση. Όταν έχουν περάσει δώδεκα, δεκαπέντε χρόνια από την πρώτη έκδοση ενός βιβλίου αβίαστα κάνεις κάποιο φρεσκάρισμα – χωρίς όμως να χαλάς τα ζύγια ή να ακυρώνεις το πλαίσιο γραφής του.

image

Το βιβλίο αρχίζει με τις φράσεις «Κάποτε τελειώνεις με τα περασμένα, πρέπει, κουράζεσαι, όπου φύγει φύγει. Τέρμα» και τελειώνει με μια «διακήρυξη εβραϊκότητας», που κι αυτή με τη σειρά της καταλήγει στη φράση «Με τα ίδια μου τα χέρια/ αχ, θα σκοτωθώ». Οικογενειακό, ιστορικό, ερωτικό σφαγείο. Αυτό είναι το εμμονικό μου τρίπτυχο. Η θεματική του πένθους, το αέναο παιχνίδι του εαυτού και των σωσιών, ο σαρκασμός ως κατάφαση της ζωής, η μουσική ως τελικό στάδιο γραφής. Αυτοί είναι σχηματικά κάποιοι σταθμοί που διασχίζει ο αναγνώστης αυτής της εμπύρετης νουβέλας.

κοσμάκη με «αντιμνημονιακή» και «αντισυστημική» ρητορεία του μίσους.

Πώς θα σχολιάζατε το βαθμό συμμετοχής των αναγνωστών στο δύσκολο θέμα που τους βάζετε (πολλαπλά αφηγηματικά προσωπεία και γραμματικά πρόσωπα, κοφτό στιλ, αγχωμένοι συνειρμοί, απουσία πλοκής κ.λπ.);  Ο συγγραφέας, όπως επινοεί την αφηγηματική ζωή του, έτσι επινοεί και τους αναγνώστες του. Προσωπικά δεν γράφω ούτε για τους αναγνώστες, ούτε για τους κριτικούς, ούτε για τους φίλους, ούτε για τους εχθρούς, ούτε για τις γυναίκες που ερωτεύθηκα, ούτε για τις γυναίκες που με αγνόησαν. Γράφω για μια ανεξερεύνητη περιοχή της μνήμης, εκεί όπου κάθε λέξη ψάχνει τη σημασία της, κάθε φράση παλεύει να υπάρξει πλάι σε μια άλλη, εκεί, με δυο λόγια, που η ψυχική περιπέτεια γίνεται αφηγηματική.

Ο αφηγητής δεν φαίνεται να παίρνει τον εαυτό του και πολύ στα σοβαρά (αυτοσαρκάζεται σε πολλά σημεία), αντίθετα με το γράψιμό του. Ακόμα, δεν ναρκισσεύεται, δεν ελπίζει, δεν χαράζει μέλλον – μονάχα ζει τα ένστικτά του, δουλεύει το μυαλό του και γράφει. Είναι ίσως το πιο σωματικό κείμενο, το πιο ιλιγγιώδες, το πιο κωμικά απεγνωσμένο που έγραψα. Μετά απο αυτό όλα ήταν διαφορετικά.

Ποιο ρόλο παίζουν στην αφήγηση οι παρένθετες ιστορίες, όπως του τηλεπαραγωγού των ξεβρακωτικών συζητήσεων ή των γέρων στο χιονοχώρι; Είναι ένα πολυφωνικό παραμιλητό. Ένας πλάνης που ακούει φωνές και ανακαλύπτει μουτσούνες στο οτιδήποτε. Οι παρένθετες ιστορίες έχουν κάτι από το χνώτο και την περπατησιά του χάους. Να σου πω μια ιστορία, που μιλάει για κάποιον που λέει μια ιστορία σε κάποιον που του λέει μια ιστορία κάποιος που του λένε μια ιστορία... Δηλαδή; Αν σταματήσουμε να λέμε και να ακούμε ιστορίες, τα τινάζουμε. Το θνήσκειν καταπραϋνεται με το αφηγείσθαι. Βέβαια κάποια στιγμή έρχεται κάποιος κύριος με γκρι κουστούμι και σβησμένο πρόσωπο και τα σαρώνει όλα...

Η κριτική έχει επισημάνει στο βιβλίο σας τη σημασία του προφορικού λόγου, της καταγραφής των ήχων, της χρήσης σπάνιων λέξεων (εκεί που το θέλετε), συνάμα με κοινές ή και «σοκαριστικές» για τους σεμνότυφους λέξεις (τα σεξουαλικά όργανα ή καταστάσεις λέγοντα με τ’ όνομά τους), της δοκιμιακότητας στη διάθεσή σας. Μοιάζετε δυσταξινόμητος. Είμαι παθιασμένος με την ανθρώπινη φωνή. Συχνά πεζοπορώ για να λαθρακούσω και για να σουφρώσω φράσεις, ατάκες, λέξεις περαστικών ή να αποδελτιώσω σε μαγνητόφωνο στιχομυθίες, φέτες ζωής αγνώστων. Μάλιστα, μου είναι λογοτεχνικά πιο ερεθιστικό να μη βλέπω αυτόν που αποτυπώνω. Λες και μου εξομολογείται κάποιος αθέατος θραύσματα του βίου του. Η εικόνα, η όψη, συχνά με εμποδίζει να χτίσω στο μέλλον μια αφηγηματική περσόνα. Φυσικά στην πορεία γίνονται επιμειξίες, αλχημείες και διασταυρώσεις. Είναι ένα πραγματολογικό υλικό που το θάβω – κι όταν το ξαναφέρνω στην επιφάνεια είναι σαν να επινοώ κομμάτια δικής μου ζωής. Αυτά τα υλικά τα «μαγειρεύω» με ποίηση και δοκίμιο – αυτά είναι τα δύο βασικά «καρυκεύματα» στη γραφή μου.

 

Ποια είναι τα προσεχή σχέδιά σας; Κυρίως θεατρικά. Τον Δεκέμβριο ανεβαίνει στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών (σε τρίτη σκηνοθεσία) «Το κίτρινο σκυλί» από τον Παναγιώτη Μέντη. Ενώ τον Φεβρουάριο στο «Υπόγειο» του Κουν το «La petite mort» (δραματοποιημένη μορφή του τελευταίου μου μυθιστορήματος «Κτερίσματα») σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, αλλά και το νέο έργο μου «Το παγκάκι του κανένα» σε σκηνοθεσία Αλεξίας Καλτσίκη στο «Θέατρο 104». Το θέατρο απορροφάει πλέον όλη την ενέργειά μου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ