Βιβλιο

Έρση Σωτηροπούλου: Στίχοι στα βαθιά νερά της απώλειας

Η απώλεια της μητέρας της, το ταξίδι με αγνώστους πάνω σε ιστιοφόρο στην Αρκτική και το ποιητικό έργο «Άνθρωπος στη θάλασσα»

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 703
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Έρση Σωτηροπούλου στο νέο της βιβλίο «Άνθρωπος στη θάλασσα» (εκδ. Πατάκη) γράφει ποίηση, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η απώλεια της μάνας.

Η Έρση Σωτηροπούλου συνήθως πεζογραφεί – και πεζογραφεί άριστα. Αυτή τη φορά όμως, στο «Άνθρωπος στη θάλασσα» (εκδόσεις Πατάκη) γράφει εξίσου ποίηση, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η απώλεια της μάνας. Έχοντας διαβάσει το καλό ποιητικό βιβλίο, προχώρησα στον παρακάτω διάλογο μαζί της. Κοφτές, ολιγόλογες, εστιασμένες στο θέμα, οι απαντήσεις της ολοκληρώνουν μέσα μου την εικόνα που είχα αποκτήσει για το βιβλίο. 

Πώς και επέλεξες την ποιητική φόρμα αυτή τη φορά;
Δεν την επέλεξα. Κατά κάποιο τρόπο μου επιβλήθηκε. Στο γράψιμο κάποιες επιλογές γίνονται εν αγνοία σου, σαν να υπακούουν σε μια λογική που εκείνη τη στιγμή σου διαφεύγει. Είχα πολλά χρόνια να δημοσιεύσω ποίηση στην Ελλάδα, στο μεταξύ είχε βγει μια δίγλωσση έκδοση με ποιήματά μου στην Ισπανία, κάποια ποιήματα είχαν δημοσιευτεί στα αγγλικά και ιταλικά, αλλά όχι στα ελληνικά. Η πλάκα είναι ότι εκ των υστέρων αυτό που επιβλήθηκε σαν ασυνείδητη επιλογή, το να γράψω ποίηση, ήταν η σωστή. Διότι αυτό που συνέβαινε μόνο σε ποιητική φόρμα μπορούσε να εκφραστεί. 

Σχέση τίτλου - κειμένου - εικόνας εξωφύλλου;
Ο αρχικός τίτλος ήταν MOB (Man Overboard), που είναι ο διεθνής ναυτικός όρος για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν όταν πέσει κάποιος από το πλοίο στη θάλασσα. Πρόκειται για μια άσκηση κουραστική και επίμονη, που κυρίως απαιτεί μεγάλη σταθερότητα γιατί δεν πρέπει να χάσεις λεπτό από τα μάτια σου τον ναυαγό που κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να τον καταπιούν τα κύματα. Υπάρχει εδώ μια αναλογία με την προσοχή και τη φροντίδα που χρειάζεται ένα πρόσωπο αγαπημένο όταν βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση, όταν νιώθεις πως αν παραλείψεις κάτι ή κάνεις μια στραβή κίνηση μπορεί να αποβεί μοιραίο. Αλλά στα ελληνικά το MOB θα διαβαζόταν μοβ, το χρώμα, οπότε επιλέξαμε τη μετάφρασή του «Άνθρωπος στη θάλασσα». Τη φωτογραφία του εξωφύλλου την τράβηξα εγώ στην Αρκτική. Η ευφυής ιδέα του Πάρι Μέξη που σχεδίασε το εξώφυλλο ήταν να αντιστρέψει την εικόνα: οι παγετώνες κάτω και η θάλασσα από πάνω. Ο κόσμος ανάποδα. Από τη σκοπιά εκείνου που πνίγεται.

Σε ποιο βαθμό το ποιητικό υποκείμενο - κόρη ταυτίζεται με την ποιήτρια - κόρη;
Ποιος μπορεί να τα ξεχωρίσει με σιγουριά; Γράφοντας βγαίνεις από τον εαυτό σου και τον παρατηρείς, γίνεσαι υποκείμενο και αντικείμενο μαζί, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να μείνεις ο εαυτός σου, με την έννοια ότι δεν πρέπει να ξεφύγεις από την αλήθεια σου, δεν πρέπει να προσπαθήσεις να την ωραιοποιήσεις ή να απαλύνεις τις αιχμηρές γωνίες.
   
Μετά από μερικές αναγνώσεις, εμφανίζεται πράγματι ένας οιονεί μονόλογος  μιας κόρης, που, εκτός από την κεντρική και κύρια δική της, υποδύεται και τις άλλες φωνές;
Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Ακόμα κι όταν μεταφέρουμε αυτούσια κάτι που είπε κάποιος άλλος, το διυλίζουμε μέσα από τον δικό μας προσωπικό τόνο, μέσα από τη χροιά της φωνής μας. Είναι όπως με τα όνειρα, από τη στιγμή που αρχίζεις να διηγείσαι ένα όνειρο, ακόμα και μόνο όταν προσπαθείς να το ανασυνθέσεις μέσα σου, το αλλάζεις.  Όπως η αρχή της απροσδιοριστίας στη Φυσική, όπου είναι γνωστό ότι ο παρατηρητής επηρεάζει τη συμπεριφορά του σωματιδίου που παρατηρεί. Στο βιβλίο υπάρχουν τρεις κύριες φωνές, τρία κεντρικά πρόσωπα: της κόρης, της μητέρας και του εραστή. Αν θελήσει κανείς να το δει σαν μονόλογο της κόρης, θα είναι ένας μονόλογος πολυφωνικός. Η κόρη δεν υποδύεται τις φωνές των άλλων, αλλά τις φέρνει στην ακρότητά τους, τις εξωθεί στα όριά τους. Μετά απ’ αυτό δεν υπάρχει γυρισμός. 

Εμφανίζεσαι να αποκρύπτεις το ρητό προσδιορισμό έντονων συναισθημάτων με το όνομά τους, έτσι που να υπονοούνται σχηματιζόμενα στο μυαλό του αναγνώστη, σπάνια όμως να ονοματίζονται...
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία μου, ο αναγνώστης πρέπει να παραμείνει ελεύθερος. Δεν ήθελα να τον εγκλωβίσω σε μια κατάσταση ή να τον στριμώξω μέσα σε ένα συναίσθημα, όσο έντονο κι αν ήταν. Άλλωστε αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που διαβάζουμε. Γιατί, ενώ διαβάζουμε, οι δικές μας εμπειρίες φωτίζονται, γίνονται πιο πλούσιες, και καμιά φορά συμβαίνει η κάθαρση. Η κάθαρση δεν θα συνέβαινε αν ήταν όλα ρητά προσδιορισμένα. Είναι ένα βιβλίο πένθους που αφορά κι εκείνους που δεν έχουν ζήσει το πένθος. Αφού κυκλοφόρησε, πολλοί αναγνώστες με πλησίασαν συγκινημένοι, κάποιοι είχαν χάσει τη μητέρα τους πρόσφατα αλλά υπήρχαν και άλλοι που η μητέρα τους ζούσε ακόμα.

Άνθρωπος στη θάλασσα, παγωνιά, παγόβουνο (σε μερική τήξη), από τη μία – μάνα στο προθανάτιο κρεβάτι του σπιτιού, του νοσοκομείου, από την άλλη: στέκεται η ιδέα ότι αυτός ο παραλληλισμός διατρέχει όλο το βιβλίο;
Έφυγα για την Αρκτική μια βδομάδα μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Ήταν μια δύσκολη απόφαση γιατί πήγαινα σε συνθήκες που δεν ήξερα, σε ένα ταξίδι μαζί με αγνώστους πάνω σε ιστιοφόρο. Το πένθος είναι χλιαρό στην αρχή, όχι ότι δεν πονάς, πονάς, αλλά είναι σαν να έχεις μουδιάσει από τον πόνο, υπάρχει ένα σάστισμα κι όλα συμβαίνουν πολύ γρήγορα, οι διαδικασίες με το γραφείο κηδειών, η δήλωση θανάτου, οι συγγενείς και φίλοι, μοιάζει λίγο να ονειροβατείς, και προοδευτικά η απώλεια εγκαθίσταται μέσα σου με μια οξύτητα παγωμένου αέρα. Βρέθηκα στους παγετώνες κι έζησα το πένθος εκεί. Όχι το δικό μου, αλλά το πένθος ενός πλανήτη που τρίζει και βρυχάται, που καταβαραθρώνεται μέσα του, που κινδυνεύει. Οι παγετώνες είναι μια έρημος από γεωλογική άποψη, αλλά πόσο διαφορετική από την έρημο που έχουμε στο μυαλό μας. Δεν πρόκειται για ψυχρό τοπίο. Είναι ένας τόπος υψηλής συγκίνησης που σου επιβάλλει να κρατήσεις μια απόσταση και να τον σεβαστείς. Παραπέμπει στην αρχή της ζωής. 

Βρήκα πολύ δυνατό ποιητικό στοιχείο το (σκληρό αναλεκτισμό που συνιστά το) φαρμακολογικό «ένθετο».
Δεν πρόκειται για ένθετο γιατί είναι σφηνωμένο στην καρδιά του βιβλίου. Από ένα σημείο και πέρα, τα φάρμακα γίνονται πρωταγωνιστές μαζί με τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου. Έχετε βρεθεί ποτέ σε σπίτι ηλικιωμένου; Τα φάρμακα βρίσκονται σε περίβλεπτη θέση. Στην αρχή μέσα σε ένα συρτάρι, μετά πάνω στο κομοδίνο, ύστερα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Τα φάρμακα σιγά-σιγά καταλαμβάνουν όλο τον ζωτικό  χώρο, αυτά ρυθμίζουν πώς αναπνέει ένα σπίτι, ποιο είναι το πρόγραμμα της κάθε μέρας και είναι το πρώτο πράγμα που προσέχεις μόλις περνάς το κατώφλι σε ένα διαμέρισμα όπου ζουν ηλικιωμένοι άνθρωποι.

Το παρελθόν στη σχέση μάνας - κόρης επανεμφανίζεται, την εποχή αυτή του θανάτου, παίρνοντας ποιες μορφές;
Το παρελθόν αποκρυσταλλώνεται σε κάτι τερατώδες. Τερατώδες όχι γιατί είναι αποκρουστικό αλλά γιατί πλέον δεν μπορείς να επέμβεις να το αλλάξεις. Δεν υπάρχει πια χρόνος. Οι σχέσεις με τους γονείς μας έχουν περάσει. Μερικοί από μας έχουμε ονειρευτεί το θάνατό τους αλλά, όταν συμβαίνει, δεν είμαστε προετοιμασμένοι.

Λειτούργησε η συγγραφή και έκδοση σαν παραμυθία για σένα;
Ως παραμυθία καθόλου. Ίσως να λειτούργησε ψυχαναλυτικά. Είναι καταπληκτικό οι αναμνήσεις που αναδύθηκαν γράφοντας αυτό το βιβλίο, το γεγονός ότι αναδύθηκαν αυτές κι όχι άλλες, γιατί υπάρχουν χιλιάδες αναμνήσεις από μια τέτοια σχέση.

Συναφές: Υπάρχει αίτημα συγχώρησης κι αν ναι, από ποια προς ποια κατεύθυνση ή κατευθύνσεις;
Όχι, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση επαναφοράς. Δεν υπάρχει αποδέκτης της συγγνώμης. Μια γλυκιά κουβέντα, μια τρυφερή χειρονομία, αν δεν βρουν αποδέκτη ακυρώνονται. Έτσι αρχίζει ο χορός των τύψεων, ένας μακρύς βασανιστικός χορός. Τα πράγματα που δεν έκανες, αυτά που ανέβαλες. Είχα αγοράσει τρία μαγνητόφωνα για να ζητήσω από τη μητέρα μου να μου διηγηθεί τη ζωή της. Κάθε φορά το ανέβαλα. Το μαγνητόφωνο χανόταν κι αγόραζα άλλο. Το τελευταίο ήταν τον Αύγουστο πριν πεθάνει. Έλεγα ότι θα τη μαγνητοφωνούσα επιστρέφοντας από ένα ταξίδι.

Η κριτική επεσήμανε τη σημασία του ερωτισμού και του αρσενικού στοιχείου στο βιβλίου, είτε ευθέως, είτε υποφωτισμένου. Θες να το σχολιάσεις;
Έρωτας και θάνατος βρίσκονται πολύ κοντά. Γι’ αυτό ο έρωτας σημαδεύει τη ζωή μας και μας δυναστεύει. Σε στιγμές ερωτικού ιλίγγου, όταν λες «τώρα υπάρχω» και είναι ένα «υπάρχω» τόσο απόλυτο που αυτοκαταργείται, παίρνουμε μια πρόγευση θανάτου. 

Βρήκα εκπληκτικό το πολλαπλό ψέμα: «Μόνο εσύ κι εγώ ακούμε τώρα. Δεν υπάρχει κανείς άλλος».
Στο τέλος δεν υπάρχουν ψέματα. Πάντα το τέλος είναι άσπιλο. Αλλά η σχέση έχει ραμμένα πάνω της ψέματα, σαν να έχουν συνυφανθεί μαζί της, ψέματα καμιά φορά ανεξήγητα που ειπώθηκαν χωρίς απώτερο σκοπό, χωρίς κακή πρόθεση, κι έκαναν κακό.

Ποιους/ποιες θα λόγιζες ποιητικούς σου προγόνους;
Αυτούς που διάβαζα και ξαναδιάβαζα στην εφηβική μου ηλικία: Έζρα Πάουντ, Τ.Σ. Έλιοτ και  ε. ε. κάμμινγκς. Πάντα σ’ αυτούς επιστρέφω.

Θα συνεχίσεις με ποίηση ή θα γυρίσεις στο πεζό; Ή μήπως δεν το ξέρεις ακόμα;
Η ποίηση είναι επιλεκτική κυρία. Έρχεται όποτε της κατεβαίνει.