Βιβλιο

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ: «Είμαι 91 ετών, μπορώ να λέω αυτά που θέλω»

Προδημοσίευση: Στο τελευταίο της βιβλίο «ΜΙΑ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΑΛΛΟΘΙ» μιλάει για όλους και για όλα. Διαβάστε πρώτοι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 637
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Mε τρομερή πυκνότητα αλλά και κρυστάλλινη καθαρότητα πνεύματος, η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στο τελευταίο της βιβλίο «ΜΙΑ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΑΛΛΟΘΙ [όπως την αφηγήθηκα στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο]» μιλάει για όλα και κλείνει λογαριασμούς. Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Είμαι 91 ετών, μπορώ να λέω αυτά που θέλω». Μεταξύ άλλων, παίρνει θέση: για την Αριστερά, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο, εκεί τοποθετεί και το τέλος της εμπλοκής της με την πολιτική στην Ελλάδα. Για την Κρίση, για τα πολιτικά πρόσωπα του πρόσφατου παρελθόντος (Καραμανλής, Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Σημίτης, Βαρουφάκης), για τους δεσμούς της με πρόσωπα όπως η Άλκη Ζέη, Ο Τίτος Πατρίκιος, o Χρήστος Πασαλάρης, ο Χρήστος Λαμπράκης, η Λένα Σαββίδη, η Πέγκυ Ζουμπουλάκη, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, η Μαριάννα Λάτση, η πρώην βασιλική οικογένεια κ.ά. Για τη σχέση της με την Ελλάδα και την ελληνική ταυτότητα. Για την εμπλοκή της στα γεγονότα του Μάη του ’68. Για την επιστημονική της εξέλιξη και την οικογενειακή της ζωή. Χωρίς μελοδραματισμούς και κορόνες, κάνει έναν πλήρη απολογισμό. 

(απόσπασμα)
Με τον Μάνο και τον Χρήστο στα βουνά  
Φεύγαμε για να μη μας πιάσουνε. Είναι η εποχή της μεγάλης πείνας, μας χτυπάνε οι Άγγλοι, οι χίτες… όλοι. Ήμασταν στα γραφεία του ΕΑΜ Παγκρατίου, κάπου προς Καισαριανή, πλησίον της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Πριν ξεκινήσουμε, μου λέει ο Χρήστος Πασαλάρης: «Φεύγουμε για πάνω, αλλά έχουμε ένα τσουβάλι αλεύρι, δεν λες του πατέρα σου να έρθει να το πάρει;». Οι ΕΑΜίτες είχαμε κάποιες προμήθειες ακόμη. Ήταν κρίμα να τ’ αφήναμε και να φεύγαμε. Πάω σπίτι μου και λέω του πατέρα μου: «Έχει ένα τσουβάλι αλεύρι για σένα». Κατενθουσιασμένος 
αυτός έρχεται να το πάρει, αλλά όταν έφτασε στα γραφεία, δεν υπήρχε αλεύρι. Μερικές σφαίρες το είχαν τρυπήσει και χύθηκε το περιεχόμενο. 

Ξεκινάμε, λοιπόν, με τον Μάνο Χατζηδάκι και τον Χρήστο. Ο Μάνος κρύωνε πολύ, είχε ρίξει μια κουβέρτα πάνω του και περπατούσε. Φτάσαμε στο Σχηματάρι. Δεν άντεχε άλλο και γύρισε πίσω. Γύρισε στο Παγκράτι, ακόμα τότε ήταν εφικτό. Εγώ συνεχίζω και προχωρώ με δυο τσαγκάρηδες, τροτσκιστές, πολύ καλά παιδιά. Στόχος να φτάσουμε στην Πύλη Θηβών. Μετά τη Θήβα, πάνω στη διαδρομή, περνάει ένα μεγάλο φορτηγό. Ο οδηγός μού λέει: «Κοπέλα μου, πού πας με τα πόδια εσύ; Ανέβα πάνω, έχω θέση». Και ανεβαίνω στο φορτηγό, το οποίο ήταν γεμάτο ρούχα. Και ήταν τα ρούχα της ηθοποιού Ντιριντάουα, αγαπημένης, όσο θυμάμαι, του Ζέβγου. Με το φορτηγό έφτασα μέχρι τη Λαμία και από τη Λαμία με τα πόδια πήγα στη Στυλίδα. 
Στη Στυλίδα, ο πατέρας μου έκανε ελιές, τις οποίες μετά έστελνε στη Ρουμανία. Πήγαινα κι εγώ μαζί πότε πότε και ήξερα κόσμο. Με μάζεψε η πρωτεργάτρια που είχε ο πατέρας μου εκεί και κάθισα μέχρι του Αγίου Αθανασίου, 18 Ιανουαρίου ή 17, του Αγίου Αντωνίου, δεν θυμάμαι καλά. Πού να πας στην Αθήνα, κανένας δεν κουνάει να κατέβει προς την Αθήνα γιατί είναι ακόμη πόλεμος. Εμένα με έτρωγε να φύγω, να κατέβω. Στο πρώτο αυτοκίνητο που φεύγει από τη Στυλίδα για την Αθήνα, λέω: «Βρε παιδιά, πάρτε με κι εμένα μαζί». Λέει ο οδηγός: «Μια λίρα». Λέω: «Καλά, άμα θα φτάσουμε, εγώ δεν έχω λεφτά, ασφαλώς θα σ’ τη δώσει ο πατέρας μου». «Εντάξει» μου λέει και ανεβαίνω στο φορτηγό. Είναι μπροστά στο τιμόνι ο οδηγός, στη μέση κάθεται ένας χοντρός και εγώ στην άκρη. Φτάνουμε δεν ξέρω πού, μας σταματάνε οι εθνοφρουροί. Είχαμε μπει στην επικράτειά τους. «Ταυτότητες» λέει ο στρατιώτης. Κάνει ο χοντρός έτσι, δίνει την ταυτότητά του. Ήμουν μικροκαμωμένη, σκυμμένη χάμω, δεν με είδαν... Και στο επόμενο μπλόκο το ίδιο. Περνούσα απαρατήρητη. 

Με το σύζυγό της Ζακ την ημέρα του γάμου τους

Φτάνω στην Αθήνα και με αφήνουν κάπου στην Κουμουνδούρου. Ανεβαίνω με προσοχή μέχρι το Πανεπιστήμιο, που ήταν η στάση των γκαζοζέν για τον Βύρωνα. Κάτι λεφτούδια είχα εκεί πέρα, μου φτάνανε για εισιτήριο. Ήταν ένα μεγάλο γκαζοζέν γεμάτο κόσμο. Στο μεταξύ άρχισε να βρέχει. Ήταν πια Γενάρης. Φτάνουμε στη γέφυρα του Σταδίου (Καλλιμάρμαρου), μας σταματάνε οι εθνοφρουροί, ζητάνε «ταυτότητες». Ξαφνικά δυναμώνει η βροχή, αλλάζουν γνώμη και μας λένε «περάστε». Τη γλίτωσα κι εκεί. Φτάνουμε στο Παγκράτι. Σκόπευα να κατέβω μετά τη γέφυρα του Βύρωνα, στη στάση του Δημαρχείου, από εκεί ήταν κοντά το σπίτι μου στην οδό Κολοκοτρώνη. Μετά τη γέφυρα βλέπω μια κυρία της οποίας ο άντρας ήταν έξω με τους ΕΛΑΣίτες. Αποφασίζω να κατεβώ να της πω ότι είναι καλά, μιας και το ήξερα, ενώ αυτή η κακομοίρα αγνοούσε την τύχη του. Οπότε κατεβαίνω μία στάση πριν από εκεί που έπρεπε να κατέβω. Και εκείνη μου λέει: «Παιδί μου, ευχαριστώ πολύ, αλλά φύγε γρήγορα, σε ζητάνε σαν και τι...». 

Ευτυχώς που δεν κατέβηκα στη στάση που υπολόγιζα, η οποία ήταν μπροστά σχεδόν στο Αστυνομικό Τμήμα. Η βροχή καταρρακτώδης. Πάω από την πίσω μεριά στο σπίτι μου και μου λέει η μάνα μου: «Φύγε αμέσως». Λέω: «Πού να πάω;». Μου λέει: «Πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού μας» –του Μήτσου Νικολαΐδη, που η μάνα του καθόταν στη Νέα Σμύρνη–, «εκεί τους έχουν πιάσει όλους, οπότε δεν θα πάει πια αστυνομία». Έτσι μέσα στη βροχή κατάκοπη φτάνω με τα πόδια στη Νέα Σμύρνη και μπαίνω στο σπίτι του Μήτσου Νικολαΐδη. Όντως τους είχαν πιάσει όλους της οικογένειας. Κάθισα εκεί μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Την εποχή όμως που ήταν ακόμη ήσυχα τα πράγματα οι ΕΠΟΝίτες με είχαν βάλει να κάνω παρέα με μια ομάδα Άγγλων στρατιωτών. Όταν λοιπόν αυτοί έμαθαν ότι βρίσκομαι στη Νέα Σμύρνη, ήρθαν και με βρήκαν. Μια μέρα βγήκα αποκεί πάνω σε τανκς εγγλέζικο… Παράλληλα ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο.  


 
Καθηγήτρια στη Σορβόννη 
Για να γίνω καθηγήτρια στη Σορβόννη, έκανα 123 επισκέψεις. Έπρεπε να δω όλους τους καθηγητές, όπως γίνεται εδώ για την Ακαδημία. Ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες εμπειρίες. 
Θυμάμαι, φτάνω σ’ αυτόν που ήταν καθηγητής στην Ισπανική Φιλολογία, του λέω «καλημέρα» και, πριν ανοίξω το στόμα μου, λέει: «Ψηφίζω για σας». «Γιατί;» «Έχετε την ίδια προφορά μ’ εμένα». Δεν με ρώτησε τίποτα άλλο. 

Μετά, φτάνω στην καλύτερή μου φίλη, η οποία ήταν καθηγήτρια. Ήταν πέντε καθηγήτριες σε 127 καθηγητές. Μου λέει: «Ελένη, δεν θα ψηφίσω για σένα». Ήταν η Ζακλίν Ρομιγί. Της λέω «Ζακλίν, γιατί;» «Είμαστε πολλές γυναίκες» λέει. Φαντάσου, αυτά το 1967. Επισκέπτομαι τη Ζακλίν Μπωζέ-Γκαρνιέ, μια από τις πολύ καλές γεωγράφους – ερχόταν συνέχεια εδώ με τον Δοξιάδη που έκανε τα μεγάλα σεμινάρια για την Πολεοδομία. Χτυπώ την πόρτα, ανοίγω, με κοιτάζει αυτή, και μου λέει: «Δεν δέχομαι φοιτήτριες». Έφυγα. Ήμουν αδύνατη, κάπνιζα τότε σαν φουγάρο και είναι ζήτημα αν ήμουν 40 κιλά. Μαθαίνω μετά ότι δεν με ψήφισε γιατί λέει με περίμενε και δεν πήγα. 

Τελείωσαν όλα αυτά, με έβγαλαν τελικά καθηγήτρια – ήμασταν τρεις υποψήφιοι, εκ των οποίων οι δύο ήταν άντρες. Αργότερα γίνομαι Πρύτανης της Ακαδημίας και έχω τα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων στα χέρια μου. Οπότε βλέπω τι ιστορία έγινε για να βγω. Εκείνοι που με ψήφισαν χίλια τα εκατό ήταν όλοι φιλόσοφοι. Ενώ όλοι ήξεραν ότι είμαι αριστερή, με ψήφισαν όλοι οι δεξιοί. Γιατί; Γιατί είχα δείγματα απ’ όλες τις περιόδους του Βυζαντίου και απ’ όλες τις επιστήμες. Δηλαδή είχα δημοσιεύσει διπλωματικά έγγραφα, επιγραφές, νομίσματα, σφραγίδες κτλ. Γίνομαι καθηγήτρια, το ’67. Πρύτανης γίνομαι στη Σορβόννη στα 1976 και στην Ακαδημία του Παρισιού το 1982. Να μη σας τα πολυλογώ, δεν είχαν δικαίωμα τότε όσοι ήταν νέοι καθηγητές να παίρνουν τον θώκο. Έπρεπε να περάσουν πρώτα όλοι οι άλλοι, μεγάλη ιστορία αυτή. Τέλος πάντων. 

Με τον Νίκο Κούρκουλο και τη Μαριάννα Λάτση


Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδ. Μεταίχμιο στις 7 Δεκεμβρίου 2017