Βιβλιο

Έμιλι Ντίκινσον

Η ποιήτρια των αινιγμάτων

Κωνσταντίνος Τζήκας
ΤΕΥΧΟΣ 427
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Τεντ Χιουζ είχε κάποτε πει: Η Έμιλι Ντίκινσον είναι μία από τις σπουδαιότερες αγγλόφωνες ποιήτριες στην ιστορία. Και είχε δίκιο.

Συμφωνώ απόλυτα με την άποψη που είχε εκφράσει απερίφραστα ο (εξίσου σπουδαίος) ποιητής, σε εποχές μάλιστα που η Ντίκινσον δεν έχαιρε της σημερινής καθολικής εκτίμησης. Είναι γεγονός πως η Έμιλι Ντίκινσον (1830-1886) είναι ανορθόδοξη περίπτωση ποιήτριας για πολλούς λόγους. Σε αντίθεση με άλλους ποιητές, η ζωηρή περιέργεια για τη ζωή της και τη μυστηριώδη φιγούρα της προηγήθηκαν του γενικού ενδιαφέροντος για το καθαυτό έργο της. Όπως επίσης συμβαίνει αυτά τα στοιχεία της ποίησής της για τα οποία αρχικά περιφρονήθηκε από μεγάλη μερίδα κριτικών (και έτερων ποιητών) ως αξιοπερίεργη μεν, ήσσονος λογοτεχνικής σημασίας δε, είναι αυτά που την ανέδειξαν σε αντικείμενο θαυμασμού, λατρείας και μιμητισμού δεκαετίες μετά το θάνατό της. Κανείς άλλος ποιητής τα τελευταία 200 χρόνια δεν επηρέασε σε τέτοιο βαθμό τους πνευματικούς επιγόνους του. Με την αντισυμβατική χρήση της στίξης, τη συμπύκνωση των νοημάτων, τους παράξενους συσχετισμούς λέξεων, την αμφισημία, την παιγνιώδη αυτο-δραματοποίηση, η Ντίκινσον προέβλεψε τους πειραματισμούς του Μοντερνισμού.

n

Είναι απορίας άξιο πώς μέχρι τώρα δεν είχε κυκλοφορήσει μία ολοκληρωμένη μονογραφία για τη ζωή και το έργο της στα ελληνικά. Η ελληνική βιβλιογραφία για την Ντίκινσον, παρά τις κατά καιρούς μεταφράσεις ποιημάτων της, υπήρξε μέχρι τώρα ελλιπέστατη. Αυτή η παράλειψη σχεδόν απηχεί την υποτίμηση που είχε δεχτεί κάποτε η ποιήτρια στη γενέτειρά της. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, όμως: οι εκδόσεις Gutenberg και η διακεκριμένη καθηγήτρια ποίησης στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Παν. Αθηνών (και ποιήτρια η ίδια) Λιάνα Σακελλίου μας παραδίδουν τώρα ένα έργο που φιλοδοξεί να γίνει σημείο αναφοράς ή, ακόμα καλύτερα, αφορμή για ενίσχυση της ντικινσονιανής βιβλιογραφίας εν Ελλάδι.

Η χορταστική έκδοση «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά» περιλαμβάνει μία αναλυτική μελέτη της ζωής και του έργου της, μαζί με απόψεις άλλων μελετητών για την ίδια, καθώς και μία εξερεύνηση των πολλών αντιφάσεών της και της συμβολής της στην ποίηση. Και ο πλέον αμύητος στην Ντίκινσον θα εξοικειωθεί με το αινιγματικό αυτό πλάσμα μέσα από την καθαρή, ολόπλευρη ανάλυση της Σακελλίου.

Ως προς τα ίδια τα ποιήματα, επιλέχθηκε ένα σχετικά μικρό μεν (60 ποιήματα), αλλά κατά δύναμιν αντιπροσωπευτικό δείγμα του πολυσχιδούς και εν πολλοίς αταξινόμητου έργου της Ντίκινσον. Αντιμέτωπες με την προβληματική πολυσημία της ποίησής της, η Σακελλίου και η συν-μεταφράστρια Άρτεμις Γρίβα είναι, εκ των πραγμάτων, καταδικασμένες σε μικρές «ήττες», όπως παραδέχεται η πρώτη στην εισαγωγή της. Η προσέγγιση των μεταφραστριών είναι βάδισμα σε τεντωμένο σχοινί: κοπιώδης, βασανιστική προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των πιθανών νοημάτων των λέξεων, με ταυτόχρονη, ει δυνατόν, διατήρηση του ρυθμού. Προσπάθεια που αποβαίνει τελικά, στο σύνολό της, νικηφόρα.

Αλλά το πραγματικό διαμάντι έρχεται στο τέλος: οι επιστολές της Ντίκινσον. Ποτέ δεν είχαν παρουσιαστεί τόσο πολλές και μάλιστα ακέραιες στη γλώσσα μας (με ωραία μετάφραση από τη Φρόσω Μαντά). Καλύπτοντας ένα ευρύτατο φάσμα της ζωής της (από τα 12 μέχρι τα 55), οι επιστολές, όπως υπογραμμίζει η Σακελλίου, είναι συγκοινωνούντα δοχεία με τα ποιήματα: αποκαλύπτουν πτυχές της ποίησής της, όπως και τα ποιήματα αντιστρόφως φωτίζουν σημεία των επιστολών της. Περιέχουν όλες τους εγκιβωτισμένα προσχέδια ποιημάτων και λυρικά ξεσπάσματα εξίσου θαυμάσια και συνταρακτικά όσο και η ποίησή της, που έζησε «ελεύθερη» έξω από τα δεσμά των επιστολών.