Βιβλιο

Πού ήταν κρυμμένη τόσο καιρό η Ροζίτα Σπινάσα;

Το «στόμαστομαστό» είναι το πρώτο της βιβλίο και διαβάζεται απνευστί!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Να ένα συναρπαστικό ντεμπούτο, όπου τουλάχιστον τις δύο από τις δέκα στο σύνολο ιστορίες του βιβλίου της, αν φυσικά είχε  κυκλοφορήσει στην Αγγλία ή την Αμερική, το BBC ή το Χόλιγουντ, ανέτως θα τις αγόραζαν οι ατζέντηδες όσο κι όσο για να γίνουν ταινίες. Σπαρταράνε. Αλλά ένα-ένα, μιας και το «στόμαστομαστό» (Κέδρος) δεν είναι αμερικανιά, ασχέτως αν στο διήγημα «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού» μοιάζουν τα σκοτάδια και η συναισθηματική - σωματική βία στην ψυχή και το πρόσωπο της Έλλης να ξεπηδούν από σελίδες του Στίβεν Κινγκ. Ή από σπαρακτικές ιστορίες bulling και εφηβικής παραβατικότητας, από εκείνες που μετά πρέπει να δημοσιοποιούνται σε κάθε σχολείο ή δυσλειτουργική οικογένεια, μπας και μετριαστεί πρόσκαιρα το σακάτεμα. 

Όχι, το «στόμαστομαστό» δεν είναι αμερικανιά, μυρίζει Αθήνα σε κάθε σελίδα, όχι Μπρονξ μα Εξάρχεια, Ηλιούπολη κι όχι Ανατολικό Λονδίνο. Γιατί η άλλη ιστορία, οι «Κρύοι δίσκοι» διαβάζεται σαν Νικ Χόρνμπι, αλλά από την ανάποδη. Σαν διεστραμμένο «High Fidelity» απαλλαγμένο από κάθε είδους ρομαντικές εμμονές, καθώς πέρα από γλυκαναλατιές που συνοδεύουν ό,τι έχει να κάνει με συλλέκτες σπάνιων βινυλίων, δεν είναι όλα τα «τυπάκια» αγόρια σαν τον Ρομπ. Κάθε άλλο: ο δισκοπώλης Νίκος είναι χειρότερος κι από αιμοδιψή κόρακα, ο ανεκτίμητης αξίας δίσκος Winter των Slow Trains στέκει έτοιμος για σήκωμα, μιας κι ο Αργύρης καλά καλά δεν έχει παγώσει και… #ftanimetospoiler. 

Το «στόμαστομαστό» της Σπινάσα είναι γραμμένο στρωτά και στα ελληνικά. Νεορεαλιστικά στρωτά, λιτά περιγραφικά, αποφεύγοντας το σπλάτερ ή τα σκληρά σλανγκ λεκτικά τερτίπια. Η γλώσσα του είναι μετρημένη, τα συμβάντα εξελίσσονται χωρίς η Σπινάσα να «ροκάρει» χρησιμοποιώντας ταραντινικές περιγραφές. Κι ας η  βία, η σκληρότητα και ο αμοραλισμός κυλούν σε κάθε σελίδα όπως το νερό από μια σπασμένη βρύση μέρες αργίας, που κανένας υδραυλικός δεν δουλεύει κι είναι αδύνατον να σταματήσει το πιτσίλισμα. 

Και δεν σαρώνει μόνο την Αθήνα το «στόμαστομαστό». Γιατί όταν αποκεντρώνεται σε χωριά όπου βαρούν ηλεκτρικές καμπάνες αντί για βουκολικά πρώην σήμαντρα, τίποτα δεν εγγυάται πως και οι άνθρωποι εξελίχθηκαν, πέρα από την απόκτηση τεχνολογίας, και έπαψαν να κατσικογαμούν ή να σέβονται την ιδιαιτερότητα του άλλου. Όταν πάλι ο ήρωας μιας άλλης ιστορίας, του «Θάλαμοι Λυγμών» ανοίγει ένα κλαψάδικο, ναι, κλαψάδικο, για να κλειδώνονται οι άνθρωποι σε ηχομονωμένα δωμάτια και να σπαράζουν, αποφορτίζοντας χωρίς να τους πάρει μάτι, δεν το κάνει για να κερδίσει βραβείο καινοτομίας ή σταρτ απ. Μπλέκει σε μια ερωτική ιστορία με άγριο τέλος. Γιατί όλα άγρια τελειώνουν στα διηγήματα της Σπινάσα. 

Μονοκατοικίες γίνονται οικόπεδα καθώς κόρες ξεπουλάνε τη μάνα για πέντε οροφοδιαμερίσματα, κοτόπουλα ψήνονται στο φούρνο με πατάτες, ενώ πριν λίγο η νοικοκυρά του σπιτιού πήρε εκδίκηση α λα Ντοστογιέφσι-Ρασκόλνικοφ της γριάς καργιόλας του πάνω πατώματος. Σκοτεινά πεδία, χαρακτήρες που δρουν στα τυφλά, έχοντας συσσωρεύσει μέσα τους χρόνιες κόμπλες, μοναξιές, πόθους ανεκπλήρωτους και τεράστια γαμώτο, που, όταν σπάσουν το καλούπι που τους μπάζωνε όπως κι όπως ο εαυτός τους ή οι θολές συγκυρίες, φανερώνεται η κακιά, σκληρή αλήθεια και η πραγματική μοίρα του καθενός τους. Διακόσιες σελίδες, δέκα ιστορίες, διαβάζεται απνευστί. Πού ήταν κρυμμένη τόσο καιρό η Ροζίτα Σπινάσα;