Βιβλιο

Ανθολογία Σύγχρονης Αραβικής Ποίησης

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

“Ανθολογία Σύγχρονης Αραβικής Ποίησης”,

Έρευνα, επιλογή, πρόλογος, επιμέλεια και μετάφραση από τα αραβικά: Πέρσα Κουμούτση, Εκδόσεις ΑΩ, σελ. 131

Η Πέρσα Κουμούτση έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στην ελληνική λογοτεχνία με τα έξη μέχρι τώρα μυθιστορήματά της, τα οποία, με ιδιαίτερο αισθαντικό τρόπο, κινούνται στο πλαίσιο των προσωπικών της βιωμάτων από τον γενέθλιο τόπο της, την Αίγυπτο. Επιπλέον, εκτός από τις ποιητικές της δοκιμές, δεν διστάζει να εκφράζει δημόσια, κυρίως μέσω του διαδικτυακού τύπου, τις κριτικές της απόψεις με συχνές βιβλιοκρισίες, προσεγγίζοντας, με περισσή ευαισθησία, βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας που την συγκινούν, αποδεικνύοντας έτσι την κριτική της ικανότητα με καίριες παρατηρήσεις.

Εκείνο όμως που την ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους νεοέλληνες συγγραφείς είναι η έντονη μεταφραστική της παρουσία στα ελληνικά γράμματα, που αποδεικνύεται να είναι χαλκέντερη. Έχοντας τα εχέγγυα όχι απλώς της επάρκειας αλλά της βαθύτατης και τεκμηριωμένης γνώσης της αγγλικής και κυρίως της αραβικής γλώσσας και λογοτεχνίας, αφού διαθέτει αντίστοιχους τίτλους σπουδών από το ίδιο το Πανεπιστήμιο του Καΐρου, είναι εκείνη που μας γνώρισε αυθεντικά Άραβες κυρίως συγγραφείς, όπως ο μεγάλος Αιγύπτιος Ναγκίμπ Μαχφούζ, μεταφέροντας στη γλώσσα μας σπουδαίους δημιουργούς της αραβικής λογοτεχνίας που αλλιώς θα παρέμεναν απροσπέλαστοι για τα γλωσσικά μας πρότυπα.

Με την παρούσα Ανθολογία, η μεταφράστρια-συγγραφέας κάνει ένα, ακόμη πιο μεγάλο, μεταφραστικό βήμα, επιχειρώντας να μας μεταφέρει εξίσου μεγάλες ποιητικές φωνές Αράβων και μάλιστα, της σύγχρονης εποχής.

Μέσα σε ένα μάλλον περιοριστικό πλαίσιο 130 σελίδων, η Πέρσα Κουμούτση καταφέρνει να εντάξει μια μεγάλη ποικιλία ποιητών προερχόμενων από δέκα αραβικές χώρες, με ποιήματα που συνεπαίρνουν τον αναγνώστη με την εσωτερική τους δύναμη και τη νοηματική τους αρτιότητα. Πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά συνολικά, αφού περιλαμβάνει επίσης έναν κατατοπιστικότατο πρόλογο της ανθολόγου, πράγμα που, σε συνδυασμό με τα επίσης περιλαμβανόμενα σύντομα βιογραφικά των ποιητών, βοηθάει αφάνταστα τον Έλληνα αναγνώστη να διακρίνει το στίγμα και τη δύναμη της φωνής του κάθε ποιητή.  

Είναι προφανές ότι, λόγω και της αιγυπτιώτικης καταγωγής της, η Κουμούτση ρίχνει ιδιαίτερο  βάρος σε 13 Αιγύπτιους ποιητές του 20ου αιώνα, όχι μόνο για την αριθμητική τους αλλά και για την ποιοτική τους υπεροχή. Τέσσερεις εξ αυτών, γεννημένοι μέσα στη δεκαετία του ’70, αποτελούν εκ των πραγμάτων  τη νεότατη γενιά, τα ποιήματα των οποίων έχουν εμφανή σημάδια συνέχειας και ρήξης με τις αμέσως προηγούμενες γενιές. Μια γενιά, δηλαδή, που αναδείχτηκε μέσα σε έντονες διεργασίες μετασχηματισμού της σύγχρονης Αιγυπτιακής κοινωνίας, και μάλιστα λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια των ταραχών που προκάλεσε η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη». Είναι, επομένως, μοιραίοι οι συνειρμοί που οδηγούν σε συσχετισμούς και αντιστοιχίες με την σχετικά πρόσφατη ελληνική μας ποιητική παραγωγή, όπως εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την ελληνική χούντα και το “Πολυτεχνείο”. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και λαμβάνοντας υπόψη τους δεσμούς της ελληνικής κοινωνίας ειδικά με την Αίγυπτο, θα μπορούσε κανείς να «προτείνει» στην μεταφράστρια να επανέλθει σύντομα στην ελληνική εκδοτική αγορά, με μια ευρύτερη ανθολογία, που θα περιορίζεται στην Αιγυπτιακή και μόνο ποιητική παραγωγή (με την οποία άλλωστε, την συνδέουν τόσα βιωματικά και πνευματικά προσωπικά στοιχεία), περιλαμβάνοντας ακόμη περισσότερους ποιητές της χώρας και δη σε μεγαλύτερο ιστορικό βάθος, επιχειρώντας ίσως και μια διερεύνηση των συσχετισμών που υπαινίχθηκα προηγουμένως.  

Προσωπικά, τελώντας εν πλήρη αγνοία της αραβικής γλώσσας, δεν θα μπορούσα να έχω άποψη για την καθαυτή μεταφραστική δεινότητα της Κουμούτση. Εκείνο, όμως που, όσο μου επιτρέπεται, μπορώ να σημειώσω, είναι ότι η ελληνική απόδοση των ποιημάτων ρέει με άνεση, ενώ ταυτόχρονα τα επιλεγέντα ποιήματα δεν παύουν να παραμένουν υποκείμενα σε πολλαπλές αναγνώσεις, χωρίς βέβαια να αλλοιώνεται το νόημά τους.

Ωστόσο, λόγω ακριβώς της άγνοιας μου ως προς τη δομή και την άρθρωση της αραβικής, δεν είμαι σε θέση να διακρίνω κατά πόσον έχει κάνει πιστή μετάφραση ή έχει επιχειρήσει μια ελεύθερη απόδοση των ποιημάτων στα ελληνικά. Αν ισχύει το δεύτερο (προτιμητέο, κατά τη γνώμη μου), έχω την εντύπωση ότι το μεταφραστικό «παιχνίδι» παίζεται στο μέτρο και τη μουσικότητα των στίχων. Θέλω να πω ότι, εφόσον και το αραβικό μέτρο το επιτρέπει, θα μπορούσαν άνετα πολλοί στίχοι ή και ολόκληρα ποιήματα να προσαρμοστούν πιο κοντά στο ελληνικό μέτρο και ρυθμό με πολύ μικρές ή ασήμαντες αλλαγές, επιλέγοντας λ.χ. τον ίαμβο και μάλιστα τον ελληνικότατο ιαμβικό ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο των δημοτικών μας τραγουδιών, με κάποιες αλλαγές στη σειρά των λέξεων, του τονισμού κλπ. Για παράδειγμα, αυτό το έχει εν πολλοίς πετύχει στο πρώτο ποίημα του Άχμαντ Σάουκι «Το παγόνι και ο βασιλιάς», όπως και στο δεύτερο έξοχο ποίημα του Σούσα, «Οπισθοχωρώ». Τι θέλω να πω;

Η Κουμούτση μεταφράζει:

«Να τη τώρα αντηχεί πιο δυνατά στα αφτιά μου

σαν το φτεροκόπημα ενός πουλιού

που ταξιδεύει προς τη Δύση ..».

Με μια ελαφρά προσαρμογή του στίχου στα ελληνικά, να ‘τος ολοζώντανος ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος: «Να τηνε τώρα αντηχεί πιο έντονα στ’ αφτιά μου / σαν φτεροκόπημα πουλιού / που πάει προς τη Δύση .. ». 

Συνοπτικά, τα ποιήματα δημιουργών όπως οι Αιγύπτιοι, Φαρούκ Σούσα, Ουαφάα Ουάγκντι, Φάτεν Αλ Ναουάουι, Χάλεντ Ραούφ, Άχμαντ Αμπντ ελ Γκαμπάρ,  ο Αλγερινός Αχλάμ Μουστεγανέμι, ο Ιρακινός ‘Αμαλ αλ Τζουμπούρι, οι Παλαιστίνιοι Σαμίχ ελ Κάσεμ και Μαχμούντ Νταρουίς, ο Σαουδάραβας Αμπντάλα ελ Κοράσι, ο Σύριος Μάραμ ελ Μάσρι, ο νεότατος Τυνήσιος Γιάσερ Ρίμι (1976), όπως και άλλα μεμονωμένα ποιήματα των περισσότερων ποιητών που περιλαμβάνονται στην Ανθολογία, προσωπικά θα τα χαρακτήριζα χωρίς δισταγμό, αριστουργηματικά. Διακρίνει εύκολα κανείς, όχι μόνο τους νοηματικούς προβληματισμούς των σύγχρονων Αράβων ποιητών, αλλά και τις υποδόριες μεταφορές, την πολυσημία των στίχων τους, τις βασανιστικές εικόνες που τους διεγείρουν μέχρι θλίψεως,  το ανεκπλήρωτο των επιθυμιών και των παθών τους. Με την εκλεκτή και ποικίλη θεματογραφία τους και μόνο, θα μπορούσαν άνετα να ενταχθούν στην αντίστοιχη προβληματική πολλών ήδη αναγνωρισμένων συνομήλικών τους Ελλήνων αλλά και Ευρωπαίων ομοτέχνων τους.

Όπως και να ‘ναι, δεν μπορώ παρά να εκφράσω τον θαυμασμό μου για το κουράγιο και την προσπάθεια που κατέβαλε η Πέρσα Κουμούτση για να ολοκληρώσει μια σπουδαία δουλειά, μεγάλο δώρο για τους Ελληνόφωνους εραστές της ποίησης. Από αυτή την άποψη, για την εποχή μας, η Κουμούτση αναδεικνύεται ως η πλέον αυθεντική ίσως «μεταφορέας» της αραβικής πνευματικής κουλτούρας στη γλώσσα μας. Κατά την άποψή μου, θα έπρεπε και εύχομαι το βιβλίο αυτό να περιληφθεί στα υποψήφια για βραβείο μετάφρασης του 2017.

Ελπίζω δε, ότι όλη αυτή η δουλειά θα βρει ανταπόκριση στο ελληνικό κοινό, ώστε αυτό να γίνει, μεταξύ άλλων, ένα ακόμη κίνητρο για την συγγραφέα, να επανέλθει σύντομα με περισσότερα ποιήματα και περισσότερους Άραβες ποιητές.


Ο Παύλος Δ. Πέζαρος, παράλληλα με μια εξαιρετικά διακεκριμένη καριέρα, εκπαιδευτική δράση  και συγγραφική δραστηριότητα οικονομολόγου,  ασχολήθηκε από νωρίς με τα Γράμματα. Μεταξύ άλλων, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της εκδοτικής ομάδας και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής (1976-1983) του περιοδικού «Διαβάζω», καθώς και ολιγογράφος ποιοτικός ποιητής. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το «Ο αχός κι ο βυθός» («Κέδρος», Αθήνα 2016).