Βιβλιο

Κική Δημουλά - Η Θρασεία Λογοκλόπος

Η Κική Δημουλά συνομιλεί με τη Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 418
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κική Δημούλα (6 Ιουνίου 1931- 22 Φεβρουαρίου 2020): Μια συνομιλία με την Σεσίλ Ιγγλέση Μαργιέλου.

Διαβάστε τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην ATHENS VOICE. Η συνάντηση έγινε στο σπίτι της γνωστής μεταφράστριας Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.

Yστερα από τρία σχεδόν χρόνια σκληρής και επίμονης μεταφραστικής δουλειάς, η δίγλωσση ανθολογία 79 ποιημάτων της Κικής Δημουλά με τίτλο «The Brazen Plagiarist» (Η Θρασεία Λογοκλόπος), σε μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου και της Αμερικανίδας ποιήτριας Rika Lesser, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τη Margellos World Republic of Letters (MWRL). O εκδοτικός αυτός οίκος, μια σημαντική και καινοτόμος πρωτοβουλία του Ντόρη και της Σεσίλ Μαργέλλου, ιδρύθηκε το 2007 σε συνεργασία με το Yale University Press (YUP) με αποστολή την έκδοση σε αγγλική μετάφραση οκτώ περίπου βιβλίων το χρόνο απ’ όλο τον κόσμο, τουλάχιστον 10% των οποίων θα είναι Ελλήνων συγγραφέων.

Το βιβλίο προλογίζεται από την Κική Δημουλά και συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή, πλήρες χρονολόγιο και βιβλιογραφία διά χειρός Σεσίλ Μαριέλου, καθώς και σημείωμα της Rika Lesser. Το θαυμάσιο εξώφυλλο του τόμου κοσμείται από έργο του Βλάση Κανιάρη. Το βιβλίο σχεδιάστηκε με τρόπο ώστε να αποτελέσει ένα ακόμη όχημα για την παγκόσμια αναγνώριση και βράβευση του κορυφαίου ποιητικού έργου της Κικής Δημουλά, η οποία, επί τη ευκαιρία, φιλοξενήθηκε στο πρωτοσέλιδο της International Herald Tribune, με άρθρο που θα αναδημοσιευτεί στη New York Times το ερχόμενο Σάββατο.

Κυρία Δημουλά, κατά γενική παραδοχή, είστε η μεγίστη, η πιο πολυδιαβασμένη και αγαπητή μεταξύ των εν ζωή ποιητών μας. Έγκυροι κριτές σάς προσαγορεύουν «νέα Σαπφώ». Είναι χαρά αυτό ή άχθος; 
Σ’ αυτή την παραδοχή δεν συμπεριλαμβάνεται πάντως η δική μου άποψη. Απέχω. Και εκπληρώνομαι μόνο χάρη στην εκτίμηση, την ανεκτίμητη, μερικών αξιόλογων προσώπων και στην επίσης πολύτιμη συμπάθεια του κόσμου. Αυτό είναι και χαρά να το εισπράττω, αλλά και άχθος, γιατί προκαλεί άγχος το αν θα παραμείνω δικαιούχος αυτού του κέρδους.

Το 2002 εκλέγεστε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών – η τρίτη γυναίκα από το 1929, έτος ιδρύσεώς της. Τι σας χάρισε και τι σας στέρησε αυτή η «αθανασία»;
Μου χάρισε μια θέση αμήχανου, τρομαγμένου, θολού άστρου μέσα στο λαμπερό στερέωμά της και μου στέρησε τη φυσική μου θέση, αυτή τη θέση που παραχώρησε η ολιγάρκεια στον μέσα μου και πιο εξωτερικό μου κόσμο.

Είστε μόλις 21 ετών, όταν το 1952 εκδίδεται η πρώτη ποιητική σας συλλογή. Στο περιοδικό της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία εργάζεστε, γράφετε επί μια οκταετία (1959-1967) μόνο πεζά, ενώ ταυτόχρονα εκδίδετε αποκλειστικά ποίηση. Έπαιξε ρόλο αυτή η «επιβεβλημένη» ενασχόλησή σας με το πεζό στον οριστικό αυτοπροσδιορισμό σας ως ποιήτριας;
Ναι, έπαιξε ρόλο φοβήτρου. Επειδή, άλλο από τις σχολικές εκθέσεις, δεν είχα μπει σ’ αυτό το ξένο χωράφι. Και πώς να το οργώσω; Μα μήπως και στην ξένη ποίηση όταν μπήκα, παραβιάζοντας το αιχμηρό συρματόπλεγμα που την περιέκλειε, βρήκα έτοιμο και διαθέσιμο κανένα άροτρο; Και όμως, εκεί φύτρωσε και ρίζωσε η προτίμησή μου. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε, όμως, όπως τόσο συχνά θυμίζετε με απαραμείωτη νοσταλγία, ο σύντροφός σας και σημαντικός ποιητής Άθως Δημουλάς. Δεν προσπαθώ να θυμίσω σε κανέναν ότι ο Άθως Δημουλάς ήταν επίσης ποιητής. Για να μην τον καθιερώσω και εγώ ως ανύπαρκτον. Ας έχει την ευθύνη γι’ αυτό η ατάλαντη λήθη. Εγώ θα τονίσω μόνο το σπάνιο χάρισμά του, να μην είναι, αν και ποιητής, ανταγωνιστικός, αντίθετα, να μου αναγνωρίζει δυνατότητες που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι δεν είχε. Αν εκείνος δεν έριχνε επίμονα λάδι στη μικρή αδύναμη φωτιά μου, ίσως να είχα σβήσει. Δικαιούσθε να σκεφτείτε ότι αν ήταν τόσο θνησιγενής η ροπή μου προς την ποίηση, ε, ας έσβηνε. Δεκτό. Βέβαια, δεν είναι η υποστήριξή του αυτό που νοσταλγώ, δεν είναι όσα πολλά και δυσαναπλήρωτα μου έδωσε, αλλά όσα κράτησε για τον εαυτό του. Η αγάπη είναι γνωστό ότι μεγαλώνει μη δίνοντάς μας. Κι αν ζει και επιμένει το πάθος μας για την ποίηση, οφείλεται στο ότι η τελευταία αυτή δεν μας δίνει παρά χνούδια του είναι της.

Ο τόπος επηρεάζει τη γραφή; Πόσο όρισαν τα ποιήματά σας η γειτονιά σας, η Αθήνα, η Ελλάδα, απ’ όπου απομακρυνθήκατε τόσο σπάνια;
Πιο πατρίδα μου η Κυψέλη, βιογράφος όλης σχεδόν της ζωής μου, με τα στοιχεία που της έδινε η οδός Πυθίας – σ’ αυτό το δρόμο το πατρικό μου, εκεί και το συζυγικό μου, εκεί δίπλα και το μοναχικό μου τώρα. Ο δρόμος που επαλήθευσε όσα προφήτεψε η Πυθία οδός μου και όσα δεν κατάφερε να προφητέψει, αφήνοντάς με ολότελα απροετοίμαστη.

Η ανθολογία ποιημάτων σας, που μόλις εκδόθηκε από τη MWRL του YUP, δανείστηκε τον τίτλο της, «The Brazen Plagiarist» (Η θρασεία λογοκλόπος), από ένα δαιμόνιο ποίημα της τελευταίας σας συλλογής, το οποίο αναφέρεται στη γραφή. Είναι, όπως λέτε, «θρασύτατη λογοκλόπος ανίερη» η γραφή;
Ναι, μετά από διεισδυτικό έλεγχο, θεωρώ τη γραφή λογοκλόπο. Την έχω συλλάβει να εισχωρεί, να ψάχνει και να ανακαλύπτει όλες τις μύχιες σημειώσεις που κρατάει το είναι μας. Σημειώσεις σχετικές με όλα τα απρόφερτα, όλα όσα θέλουν αλλά φοβούνται να ειπωθούν, όλα όσα δεν ήξεραν πού είναι η έξοδος προς τη λύτρωση, τα ογκώδη εκείνα που στριμώχτηκαν και βγήκαν γδαρμένα μέσα από κάτι χαραμάδες της φαντασίας, γιατί δεν άντεχαν να μην έχουν διόλου συμβεί.Τα τόσα ένοχα, που κατέφυγαν στον υπαινιγμό για να σωθούν από την αποκάλυψή τους, και όλα όσα πέθαναν, αλλά που, χάρη σε κάποιες καίριες παραλήψεις του θανάτου, μας στοιχειώνουν ακόμα, πίνοντας το αίμα του μυστικού τους. Τα διαβάζει όλα η γραφή και τα αντιγράφει στο σκοτεινό της μπλοκάκι, δίνοντάς τους μια μορφή αλλόκοτη, φευγαλέα, έτσι που να μην μπορούν να αναγνωριστούν ως δικά μας, πιο πολύ για δικά της να μοιάζουν, και πάντως κατά το μέρος εκείνο που η κλέφτρα παρέμβασή της αναγνωρίζεται ως... γνήσια δημιουργός.

Γιατί γράφετε, και γιατί ειδικά ποίηση;
Μα επέλεξα μήπως να αναπνέω; Και ήταν επιλογή μου να αναπνέω από το βουλωμένο ρουθούνι της μελαγχολίας, απ’ όπου αναπνέει και η ποίηση; Εξάλλου, η ουσιαστική έκταση της ζωής ολιγοσέλιδη είναι, μετρημένη όσο ένας στίχος και σύντομη όσο ένας τίτλος ποιήματος.

Θυμάστε το πρώτο-πρώτο ποίημά σας;
Ούτε καν το τελευταίο δεν θυμάμαι.

Πότε θεωρήσατε τον εαυτό σας αμιγώς ποιήτρια;
Ποτέ. Εκτός αν εν αγνοία μου αυτοεξυψώνομαι όταν παίρνω το βράδυ μισό χαπάκι και κοιμάμαι βαθιά. Αμιγής καμιά εκδήλωσή μας δεν είναι, ούτε αυτή του θανάτου, καθώς νοθεύεται από την πίστη μας στην άλλη, την επόμενη ζωή.

Είστε γυναίκα ποιήτρια. «Ποίηση» και «γραφή» είναι γένους θηλυκού. Υπάρχει «γυναικεία» γραφή;
Υπάρχει βέβαια και ξεχωρίζει ακόμα και ως απόδειξη του πόσο αδύνατη είναι η εις βάθος εξίσωση των δύο φύλων. Το δυσάρεστο όμως και άκρως αντιποιητικό είναι ότι ο χαρακτηρισμός «γυναικεία ποίηση» τίθεται μάλλον για να υπαινιχθεί την εκ φύσεως κατωτερότητά της. Αν όχι, τότε γιατί δεν λέμε ποτέ «αντρική ποίηση»;

Τι αφυπνίζει τον πόθο ή την ανάγκη του ποιήματος; Ένα συναίσθημα; Μια εικόνα; Μια λέξη;
Κάτι πολύ ή κάτι ελάχιστο, όπως ο σκελετός μιας επιθυμίας, με φαγωμένο όνομα και πρόσωπο, ή μια σκιά που κούρνιασε στο σπασμένο κλαρί του βλέμματός σου ή ένα φτερό που, κατεβαίνοντας από τα ύψη, λέει με ταλαντευόμενη, αργή προφορά τον επικήδειο ενός πουλιού. Επίσης, η αναιδής ευχέρεια του αιφνίδιου να μπαίνει μέσα χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και να γεμίζει με ξέφρενη ελπίδα ένα ποίημα καταδικασμένο να πεθάνει άγραφο ότι θα γραφτεί.

Γράφετε καθημερινά; Υποβάλλετε τον εαυτό σας σε αυστηρή πειθαρχία;
Γράφω σπανίως. Κάθε που περνάει υπαρξιακή κρίση το χαρτί και με απειλεί πως, αν δεν του δοθώ, θα με θάψει ζωντανή κάτω από τη λευκότητά του.

Διαβάζετε ποίηση; Αναγνωρίζετε οφειλές σε άλλους ποιητές;
Οφείλομαι σε όλους, ακόμα και σ’ αυτούς που δεν έχω διαβάσει, που μου είναι άγνωστοι. Από το άγνωστο κυρίως επηρεάζομαι, αφού από κει προέκυψα κι εγώ.

Για ένα σύγχρονο Έλληνα ποιητή, δεν είναι βαριά η σκιά τόσων ενδόξων προδρόμων – της Σαπφούς, του Σοφοκλή, του Σολωμού, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ελύτη;
Αποφεύγω να έρχομαι σ’ επαφή μ’ αυτά τα μεγέθη, επιδιώκω να τα ξεχνώ για να μη με συντρίψει η σύγκριση.

Νιώθετε διάθεση ή υποχρέωση να ξαναγράψετε;
Παραλύω στη σκέψη ότι δεν θα ξαναγράψω.

Τι σημαίνει ποίηση;
Πολλά. Η άλλη, δεύτερη ζωή ζώντων και νεκρών. Ένας δονκιχωτισμός του ανικανοποίητου. Αντικατοπτρισμός ανθρώπων στην έρημο. Πλήθη που συρρέουν να ακούσουν τη διάλεξη περί θανάτου που δίνει το μέλλον. Η επιστροφή της ασώτου αβεβαιότητας. Και ένα σωρό άλλα απολωλότα…

Είναι θεόσταλτη έμπνευση ή επίπονη κατάκτηση μιας τέχνης;
Είναι έμπνευση θεόσταλτη, αλλά και σταλμένη από την εργώδη επιμονή μας. Και, τι περίεργο, συχνότατα και μυστηριωδώς, τη φέρνει η αποθαρρυμένη παραίτησή μας από την προσμονή της.

Χρειάζεται η ποίηση; Είναι πολυτέλεια ή ζωτικό αγαθό;
Ναι, χρειάζεται η ποίηση. Κυρίως στο: «Προς τι;»

Η ποίηση χρειάζεται τον έρωτα;
Νομίζω ότι εκείνη που χρειάζεται τον έρωτα είναι η πραγματικότητα. Απ’ αυτήν λείπει. Αμφιβάλλω αν τον έχει ποτέ αισθανθεί. Η ποίηση τον περιέχει τον έρωτα, τον εκτιμάει, αλλά αυτός την ταπεινώνει. Τη χρησιμοποιεί μόνο σαν καταπραϋντική λοσιόν, μετά το ξύρισμα.

Είστε εξήντα τουλάχιστον χρόνια ποιήτρια. Η πάροδος του χρόνου, η όλο και βαθύτερη –ίσως και βαρύτερη– ωριμότητα, αλλάζει τη σχέση σας με την ποίηση;
Η ποίηση τρελαίνεται για τον ώριμο καρπό. Όμως, άλλο ώριμος και άλλο παραγινωμένος. Αυτό δεν της αρέσει κι έτσι δεν νοιάζεται αν θα πέσω χάμω, παραγινωμένη.

Τι επιδιώκετε να προκαλέσει, πρωτίστως και κυρίως, ένα ποίημά σας; Έκπληξη, θαυμασμό, συγκίνηση ή σκέψη;
Δεν επιδιώκω, αλλά θα ήθελα ένα ποίημά μου να προσφερθεί αίφνης σαν μια σκιερή στάση, προκειμένου να ξεκουραστεί λίγο η ατέρμων οδοιπορία του ανθρώπου υπό το δολοφονικό λιοπύρι του περιττού.

Μια συμβουλή στους νεότερους ποιητές;
Θα τους συμβούλευα να μην επιτρέπουν στο συναίσθημα να κυριαρχεί στο ποίημα, διότι ανατρέχοντας στη δική μου νεότητα διακρίνω πόσο μονοπωλούσε τις προσπάθειές μου το συναίσθημα και πόσο αυτό άφηνε στάσιμο το ουσιώδες ενδότερο.

Αποφεύγετε λοιπόν το συναίσθημα;
Δεν το αποφεύγω, γιατί το περιέχω. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να το ελέγχω, να μη γίνομαι έρμαιό του, γιατί αλλιώς δεν μένει χώρος να δράσει η μετουσίωσή του σε ποίηση, η οποία κυρίως να στοχάζεται θέλει...

Η έκδοση της ανθολογίας ποιημάτων σας από τη MWRL του YUP τι συναισθήματα σας προκαλεί;
Αυτή η έκδοση είναι ένα δείγμα ότι το ανέλπιστο δεν στάθηκε αμετάπειστο απέναντί μου. Πλούσιο και ζωογόνο συναίσθημα, που το αφήνω ανεξέλεγκτο να με κυριαρχεί. Ακόμα και τα όνειρά μου είχαν τη σύνεση να μην ελπίζουν ποτέ ότι θα μου επιτραπεί να εισχωρήσω από την πόρτα του ιδρύματός σου στο Yale – τόσο αυστηρό, απρόσιτο και μυθώδες όσο ο παράδεισος.

Αφήνομαι λοιπόν να πλέω σ’ αυτή τη θάλασσα των συναισθημάτων, αλλά επειδή είμαι κι ένα ον που σε καμιά παρηγοριά ευτυχίας δεν επιτρέπω να αχρηστεύσει την ευθυκρισία μου, είμαι σίγουρη γι’ αυτά που θα πω, όσο κι αν σε δυσκολεύει να τ’ ακούσεις, μια και σε αφορούν, όσο κι αν τα αποδιώχνεις. Λέω λοιπόν ότι αν πήρα αυτή την τιμητική άδεια εισόδου στο Yale, το οφείλω εν πολλοίς στη μεταμόρφωση που πέτυχε η μετάφραση των ποιημάτων μου.

Τους έδωσε ένα πρόσωπο ενεργό, και αυτή την ενέργεια την άντλησε ρουφώντας την εξοντωτική δαπάνη ψυχής που δεν τσιγκουνεύτηκες. Έτυχε να παρακολουθώ τη σύσσωμη αφοσίωσή σου και πιστεύω ότι έδωσες μιαν αισθητική συγχώρεση στα δάκρυα που έτρεχαν αυλάκια από τα μάτια των στίχων μου. Δάκρυα που τους προκαλούσε η αγωνιώδης αβεβαιότητά τους αν εμπίπτουν στην ποίηση. Ξέρεις με πόση ενοχή παρακολουθούσα την εξαντλητική ένταση με την οποία πάλευες να αποκρυπτογραφήσεις τις υπονοούμενες ή φανερές ατέλειες των ποιημάτων μου και τι αγκάθια της γλώσσας που χρησιμοποιώ ανέχτηκες να σε πληγώσουν.

Ομολόγησε, μέτρα πόσες φορές σου είπα: «Έλεος πια, δεν θα προφτάσω να δω αυτά τα ποιήματα να μπαίνουν ως επιτυχόντες σπουδαστές στο Yale». Τόσο σχολαστικά τελειοθηρική ήταν η βραδύτητα που αφιέρωνες. Αυτή λοιπόν η αδημονία κυριαρχούσε όλον αυτό τον καιρό που εσύ πατούσες σαν αναστενάρης στα κάρβουνα, και αυτή η γόνιμη αναμονή μου είναι ίσως το συναίσθημα που με κράτησε ζωντανή έως τώρα.

Με δεξιωθήκατε στην ποίησή σας, με τιμήσατε με την εμπιστοσύνη και την αγάπη σας. Δεν υπάρχει για μένα μεγαλύτερη ανταπόδοση. Σας ευχαριστώ, Κυρία Δημουλά.