Βιβλιο

Ιστορίες από τη ζωή (μας)

Από το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Γραφικός χαρακτήρας» (εκδ. Μεταίχμιο) οι μικρές ιστορίες της ζωής του βρίσκουν στόχο στην καρδιά μας, καθώς ανακαλούν και δικές μας μνήμες.

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 567
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο; 

Οι λόγοι είναι δύο. Ο ένας ήταν ότι δεν μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα, αφού δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, καθώς πρέπει να κάνω πολλά πράγματα προκειμένου να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Να σημειώσω όμως πως δεν έχω κανένα άγχος να παράγω συνέχεια βιβλία – είμαι εξάλλου δίγαμος καθώς δουλεύω παράλληλα στο σινεμά γράφοντας σενάρια, γι’ αυτό και δεν αισθάνομαι δημιουργικό έλλειμμα. Ο δεύτερος λόγος είναι πως προέκυψαν τυχαία αυτές οι ιστορίες καθώς ξεκίνησαν ως προσωπικές σημειώσεις. Στη συνέχεια αντιλήφθηκα πως είχαν μια δυναμική – έχω ένα μπλογκ, στο οποίο είχα ανεβάσει κάποιες από αυτές τις ιστορίες και είδα πως είχαν αντανάκλαση και στους άλλους. Έτσι άρχισε να μου μπαίνει στο μυαλό η ιδέα του βιβλίου και άρχισα να το ψάχνω διαφορετικά. Στο νου μου είχα όμως πάντα το μέγεθός τους – για μένα αποδείχτηκε ένα λογοτεχνικό αίτημα η μικρή φόρμα.

Ποια ήταν η πρώτη ιστορία που έγραψες; 

«Σουβενίρ (απ’ τη μάνα)». Στο μάθημα σεναρίου που κάνω χρησιμοποιώ πολλά DVD με ταινίες. Ψάχνοντας σ’ αυτά έπεσα πάνω στη στεφανιογραφία της μάνας μου που μας την είχαν δώσει σε DVD, και ασυναίσθητα την είχα ακουμπήσει εκεί. Έτσι έκατσα κι έγραψα την πρώτη ιστορία. Είναι σαν μια αναρώτηση αν φύλαξα τη στεφανιογραφία, όπως η ίδια φύλαξε τα τετράδιά μου αλλά και τους ελέγχους μου από το Δημοτικό, για τα οποία ακόμη καμαρώνει. Σαν από τύψεις μετά έγραψα την ιστορία για τον πατέρα μου με τον «Βηματοδότη». Σιγά-σιγά όλες αυτές οι ιστορίες κατέληξαν να φτιάχνουν ένα εικονοστάσι για τους αγίους της ζωής μου, όπου στο άγιους βάλε πολλά εισαγωγικά, καθότι πρόκειται για αδύναμους ανθρώπους με πάθη.

Όταν αντιλήφθηκες πως πλέον αυτές οι ιστορίες θα βγουν σε βιβλίο, τις ξαναδούλεψες; 

Κάποιες γράφτηκαν με τη μία και δεν επανήλθα. Σε άλλες όμως γύρισα πολλές φορές ώστε να πετάξω συναισθηματισμούς και να τις κρατήσω στη φόρμα που ήθελα, αυτή των μικρών κειμένων. Όσο ήταν προσωπικές σημειώσεις δεν πρόσεχα πολύ – έχω πάντα ένα σημειωματάριο όπου εκεί κρατάω σκέψεις και εντυπώσεις μου από τις οποίες πολύ συχνά προκύπτει λογοτεχνικό υλικό. Ο δρόμος από την αυτοψυχανάλυση σε βιβλίο ήταν μακρύς, πάντως. Πέρασαν τρία χρόνια να τα τελειώσω. Όταν αποφάσισα να τις βγάλω σε βιβλίο είχα στο μυαλό μου να περιέχει 63 ιστορίες, μια και γεννήθηκα το 1963, αλλά μετά σκέφτηκα πως αυτό ήταν ανοησία κι έτσι κατέληξα σε 67.

Αυτολογοκρίθηκες; 

Όχι σε ό,τι είχε να κάνει με εμένα αλλά σε ό,τι είχε να κάνει με τους δικούς μου. Άφησα γεγονότα που ξέρω πως θα ενοχλούσαν κοντινούς μου ανθρώπους. Επειδή ξεκίνησαν ως προσωπικές σημειώσεις χρησιμοποιούσα τα αληθινά ονόματα. Συνειδητοποιώντας πως θέλω να βγει σε βιβλίο δεν θέλησα να τα αλλάξω γιατί θα ήταν ένα είδος προδοσίας – είναι λίγο και ένας φόρος τιμής σε όλους τους ανθρώπους που εμπλέκονται στις ιστορίες. Από την άλλη είμαι σίγουρος πως η μάνα μου θα στεναχωρηθεί με κανά δυο ιστορίες, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Το διάβασε;

Δεν σου είπε κάτι; Είμαι σίγουρος πως το έχει διαβάσει, αλλά δεν είπε τίποτα. Είναι και χαρακτηριστικό της αυτό. (γέλια)

Ανακάλυψες πράγματα για σένα, τα οποία δεν τα είχες σκεφτεί; 

Δεν νομίζω πως δεν τα έχω σκεφτεί όλα αυτά για τα οποία έγραψα, απλά δεν τα είχα διατυπώσει. Όταν τα διατυπώνεις αποκτούν συνείδηση. Η διατύπωση των ιστοριών είναι που με οδηγούσε στην κατακλείδα τους. Εξάλλου ο τρόπος που διατυπώνω την κάθε ιστορία ισχυροποιεί την αξία που έχει αυτή η ιστορία για μένα. Πολλές φορές ρωτούσα τη μάνα μου για κάποιες από τις ιστορίες. «Όχι», μου έλεγε «δεν έγινε έτσι». Τελικά αποφάσισα να βάλω τις ιστορίες όπως εγώ τις θυμάμαι, γιατί νομίζω αυτό έχει αξία.

Έχεις τόσο εξαιρετική μνήμη ή ζήτησες τη βοήθεια του… κοινού;

Μόνο τη μάνα μου ρωτούσα γιατί δεν ήθελα να ψυλλιαστούν οι υπόλοιποι πως έγραφα τις ιστορίες μας. Ο πατέρας μου είχε λόξα με τη φωτογραφία, οπότε στο σπίτι της μάνας μου υπάρχουν αναρίθμητα άλμπουμ, στα οποία και κατέφυγα. Κάποιες φωτογραφίες με οδήγησαν σε ιστορίες...

Καθόμαστε στο Odeon, στο Μετς. Μια γάτα ανεβαίνει στα δύο πίσω πόδια της και χώνει το μπροστινό της μέσα στο μπολ με τα πατατάκια που συνοδεύει τις μπύρες μας. Θαυμάζουμε την αυτοπεποίθησή της και αναλαμβάνουμε να την ταΐζουμε όλη την ώρα. Αποφασίζουμε πως έχουμε οριστικά μεγαλώσει από τη στιγμή που αρχίσαμε να δίνουμε δίκιο στους γονείς μας για ό,τι μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί («δίκιο-άδικο» θα το χαρακτηρίσει αποκαλύπτοντας επεισόδια off the record από τη σχέση του με τον πατέρα του). Καταλήγουμε στο πόσο έχουμε αρχίσει και μοιάζουμε τους πατεράδες μας. «Για πρώτη φορά μου το είχε πει πριν από χρόνια η τότε σύντροφός μου. Τσαντίστηκα, αλλά μετά συνειδητοποίησα πως είχε δίκιο» θα πει. Για το πώς έκανε δώρο στον εξάχρονο γιο του μια φωτογραφική μηχανή, μια και η φωτογραφία ήταν το αγαπημένο χόμπι του πατέρα του. «Τι περίμενα από ένα εξάχρονο; Έκανε τρία κλικ και την παράτησε» σαρκάζεται.

Πατέρας, μητέρα είναι οι λέξεις που επαναλαμβάνονται περισσότερο στο βιβλίο;

Δεν ξέρω. Μάλλον. Αλλά το ενδιαφέρον είναι πως ποτέ δεν αναφέρεται η λέξη μητέρα, αλλά μάνα. Επίσης αναφέρεται ο μικρός, και σπάνια ο αδελφός.

Με αυτό το βιβλίο τακτοποίησες το παρελθόν σου; 

Υπάρχει μια ιστορία μέσα στο βιβλίο, όπου ο πατέρας μου είναι στο νοσοκομείο σε λήθαργο τον περισσότερο καιρό. Θυμάμαι, περίμενα σε κάποια φωτεινά διαλείμματα να του μιλήσω για τη σχέση μας, αλλά φυσικά εκείνος δεν είχε καμία διάθεση να μιλήσει για τόσο σοβαρά θέματα. Πέθανε μετά… Τελικά, μπορεί αυτό το βιβλίο να είναι μια τακτοποποίηση ώστε να μην κουβαλάω μόνος μου τραύματα, σχέσεις… Η σχέση μου με τον πατέρα μου ήταν ένα «αδιάκοπο ξύλο», με την έννοια του πρεσαρίσματος. Στο νοσοκομείο ήταν που συνειδητοποίησα πως η σχέση μας είχε κάνει τον κύκλο της. Αγαπηθήκαμε, πλακωθήκαμε, κόψαμε την καλημέρα, ζήσαμε άσχημες μέρες, τα βρήκαμε, ξανααγαπηθήκαμε και συμφιλιωθήκαμε. Αλλά δεν είχα προλάβει να του μιλήσω…

Ποια είναι η ιστορία του βιβλίου που θα έλεγες πρώτη σε έναν ψυχαναλυτή; 

Η ιστορία με τη σημαία. Έκτη Δημοτικού, ήμουν ο καλύτερος μαθητής γι’ αυτό και έπρεπε να έχω τη σημαία στην παρέλαση, αλλά ο ταλαίπωρος δάσκαλος για να ευχαριστήσει ένα συνάδελφό του την έδωσε στο γιο του. Ήμουν πολύ πρεσαρισμένο παιδί, ο στόχος ήταν η επιτυχία, η σημαία, οι σπουδές… Όταν συνέβη το επεισόδιο με τη σημαία κατέρρευσε το σύμπαν και αυτό καθόρισε τη μετέπειτα ζωή μου. Ένιωσα πως δεν είχε νόημα να προσπαθώ και έπαψα να είμαι καλός μαθητής. Από τις άλλες ιστορίες είναι αυτές που περιγράφουν την περίπλοκη σχέση με τον αδελφό μου – η σχέση μας παραμένει ένα αίνιγμα.

Σου αρέσουν οι αυτοβιογραφίες; 

Όχι. Αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν σε όλα τα βιβλία μου, αλλά σκεπασμένα με τόνους μυθοπλασίας. Εδώ δεν χρησιμοποίησα το βιωματικό υλικό για να μάθει κάποιος κάτι για μένα. Αυτό που έχει σημασία είναι αν αυτές οι ιστορίες έχουν αντανάκλαση στους αναγνώστες. Και απ’ ό,τι φάνηκε έχουν, γιατί δέχτηκα τηλεφωνήματα όπου ακόμη και με λυγμούς μού έλεγαν πως εξαιτίας τους ξέθαψαν και δικές τους ιστορίες.

Τελικά είναι ένα βιβλίο για τη μέση ελληνική οικογένεια; 

Ίσως να είναι. Αλλά και ένα βιβλίο αποτύπωμα μιας συγκεκριμένης εποχής. Φαντάζομαι πως με τις ιστορίες θα μπορούν να ταυτιστούν πολλοί. Ο Τολστόι λέει «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες, στη δυστυχία διαφέρουν».

Μια ιστορία από το βιβλίο

Στο ρέμα

Η μάνα δήλωσε τη διεύθυνση του πατρικού της, στην Αγίας Παρασκευής, για να πάω στο Β΄ δημοτικό του Χαλανδρίου, το Λίτσειο, αντί για το ανώνυμο Γ΄ στο συνοικισμό, με αποτέλεσμα να είμαι αποκομμένος από τους συμμαθητές μου που έμεναν στη γειτονιά γύρω απ’ το

σχολείο.

Πρέπει να πήγαινα τρίτη ή τετάρτη, όταν οι άλλοι κανόνισαν για πρώτη φορά να παίξουν πόλεμο στο ρέμα. Ήταν πολύ μακριά απ’ το σπίτι, αλλά δεν γινόταν να λείψω. Είπα στη μάνα ότι πάω έξω να παίξω και την κοπάνησα, θεωρώντας ότι δεν θα με αναζητήσουν. Παρασύρθηκα

όμως κι επέστρεψα αργά το σούρουπο.

Με περίμεναν αλαφιασμένοι. Στις θυμωμένες ερωτήσεις τους απαντούσα με μισόλογα, χωρίς να τολμήσω να πω την αλήθεια. Ο πατέρας πήρε το καλώδιο από το μαύρο ηλεκτρικό σίδερο, που στη μια μεριά είχε την πρίζα και στην άλλη ένα μεγάλο ασπρόμαυρο φις που θηλύκωνε στο πίσω μέρος της βάσης, και μου έριξε κάμποσες στα πόδια. Ομολόγησα αμέσως τα πάντα, μέσα σε ουρλιαχτά και κλάματα από τον πόνο.

Πρώτη φορά με έδερνε ο πατέρας. Συνήθως, εκείνος δίκαζε˙ το σωφρονισμό τον διεκπεραίωνε η μάνα. Πόνεσα πάρα πολύ, αλλά, παραδόξως, δεν του κράτησα κακία. Ίσως επειδή πίσω απ’ το θυμό του αναγνώρισα έναν ανείπωτο φόβο.