Βιβλιο

«Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» του Γιάννη Ατζακά

Εξαιρετική γραφή που «παντρεύει» Παπαδιαμάντη, Ντοστογέφσκι, Φλομπέρ

Βασίλης Βασιλικός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το πέμπτο βιβλίο του Γιάννη Ατζακά «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» (εκδόσεις Άγρα, όπως και τα προηγούμενα) είναι μια σπονδή νεότερου διηγηματογράφου προς τον πατριάρχη του ελληνικού διηγήματος, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Αλλά μια σπονδή διόλου κραυγαλέα, θα έλεγα σχεδόν ψιθυριστή. Δεν πρόκειται για ταπεινούς και καταφρονεμένους, αλλά για ταπεινούς και κυνηγημένους. Τα οκτώ διηγήματα της συλλογής (που μερικά είναι μικρές νουβέλες), ενώ αποτελούν ολοκληρωμένες αφηγήσεις της ανθρώπινης περιπέτειας με λεπτομερή καταγραφή της καθεμιάς, διασπαθίζονται διακριτικά από «φλασάκια» της ευρύτερης Ιστορίας: από τις τέφρες της Μικρασιατικής Καταστροφής ως και τη Χούντα των Συνταγματαρχών (εκλογές «της βίας και της νοθείας», 1961, δολοφονία Γρηγόρη Λαμπράκη, 1963, δολοφονία Γιώργου Τσαρουχά, 1968) που εκπυρσοκροτούν σαν ζιγκζαγκωτοί κεραυνοί στο σκοτεινό ουρανό της δεκαετίας των «sixties».

Το θέμα του ανεκπλήρωτου πρώτου έρωτα, θέμα βασικό στο τελευταίο μυθιστόρημά του «Φως της Φονιάς» που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου στο γενέθλιο νησί του τη Θάσο, υπάρχει κι εδώ κυρίως στη νουβέλα «Η λίμνη» και στο διήγημα «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» που προοικονομεί η προμετωπίδα του βιβλίου από το «Τετράδιο Γυμνασμάτων» του Σεφέρη: «Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε / Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη».

Γράφει (σελ. 57-58): «Η πολιτική όμως ποτέ δεν δάμασε τον έρωτα, κι αυτό ο Νικήτας, που λάτρευε την Ιστορία, έπρεπε καλά να το ξέρει, για να μην πληρώνει τώρα τόσο ακριβά για να το μάθει. Το φτωχό επαρχιωτόπουλο, ο γιος του ψαρά, θαμπώθηκε από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τη Σόνια να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά στο αμφιθέατρο της σχολής. Περισσότερο από την καστανόξανθη λάμψη των μαλλιών, τις γαλανές αστραπές της ματιάς, το λουσάτο ντύσιμο, το λικνισιτικό της βάδισμα, ήταν ένας αέρας περηφάνιας και ανεξαρτησίας που τον είχε σαγηνέψει... Το πρώτο έτος πλησίαζε στο τέλος του, κι αυτός ούτε να την πλησιάσει είχε τολμήσει».

Ακολουθούν οι διαδηλώσεις για το 1-1-4 και το 15% για την παιδεία, ώσπου σε ένα μπλόκο με τους αστυνομικούς στο Συντριβάνι «με τα ξύλινα ρόπαλα να πέφτουν βροχή στα πλευρά και στα κεφάλια τους (ο Νικήτας) μπήκε μπροστά και την τράβηξε από τα χέρια του χωροφύλακα, έγινε ο γενναίος ιππότης της Σόνιας. Μετά απ’ αυτό, δοκίμασε να τη φέρει και στη Σπουδάζουσα της ΕΔΑ. Εκείνη όμως αρνήθηκε μ’ ένα σιβυλλικό χαμόγελο. “Δεν έχω σκοπό να γραφτώ στο Κατηχητικό” και , στη φανερή απορία του, “εννοώ πως δεν θα βάλω τώρα το Κόμμα να με τραβά από το μανίκι και να μου λέει πώς θα σκέφτομαι και πώς θα ζήσω”. Η σχέση τους άρχισε μετά από μια ομιλία για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στην Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση, την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό. Έκαναν στην αρχή ένα μεγάλο περίπατο ως το λιμάνι, κι ο Νικήτας της απήγγειλε με επαναστατικό πάθος στίχους του Μαγιακόφκι. Ύστερα κάθισαν σ' ένα παγκάκι μπροστά στο Λευκό Πύργο, έμειναν για ώρα σιωπηλοί, βλέποντας το φάρο στο Μεγάλο Καραμπουρνάκι να κόβει το σκοτάδι, και τότε η ωραία Σόνια τον άφησε να τη φιλήσει».

Ωστόσο δεν είναι ο προδομένος έρωτας το μόνο θέμα του βιβλίου. Εκείνο που κυριαρχεί είναι η στρατιά των ταπεινωμένων και κυνηγημένων ανθρώπων της φτώχειας και της ιδεολογίας. Το αξιοθαύμαστο είναι ‒εκτός από την ίδια την ποιότητα της γραφής που είχε ήδη επισημανθεί από το πρώτο βιβλίο του (Παναγιώτης Μουλλάς, Μαριάνα Κορομηλά κ.ά.)‒ το πώς ο Ατζακάς καταφέρνει να παντρέψει μέσα στις σελίδες του τον Παπαδιαμάντη με τον Ντοστογέφσκι και με

τον Φλομπέρ της «Συναισθηματικής αγωγής».

Καθώς το βιβλίο ξετυλίγεται σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (Καστοριά, Διδυμότειχο, Άγιον Ορος, στα χωριά του Πηλίου, στη Σκιάθο, στη Θεσσαλονίκη), ο ταλαντούχος πεζογράφος διοχετεύει με μαεστρία τις γενέθλιες εμπειρίες του από το νησί του την «ωραία Θάσο» στην παπαδιαμάντεια Σκιάθο σαν φόρο τιμής στο λογοτεχνικό του «πατέρα». (Τον πραγματικό τον συναντά πρώτη φορά στα σαράντα του, πολιτικό εξόριστο από τα χρόνια του Εμφυλίου στη Βάρνα της Βουλγαρίας απ’ όπου και με τη Μεταπολίτευση δεν μπορεί να επιστρέψει. «Ο Οδυσσέας στη Μαύρη Θάλασσα», το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής.) Από τη μιζέρια των μουζίκων της προεπαναστατικής Ρωσίας και τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογέφσκι που φτάνουν μέχρι και την αυτοκτονία, αντλεί το πάθος για τον συμπάσχοντα συνάνθρωπο. Και από τον Μεγάλο Γουσταύο Φλομπέρ τη νηφαλιότητα της δικής του «Συναισθηματικής Αγωγής» για να τη μετατρέψει στην πολιτική αγωγή των νεαρών ηρώων του όπως ο Νικήτας και οι άλλοι νέοι της σκληρής κι απάνθρωπης δεκαετίας που τη βάφτισαν οι εξαμερικανισμένοι Έλληνες ως golden sixties.

Ένα βιβλίο, κοντολογής, που επειδή ακριβώς δεν ακολουθεί το συρμό (ενδοκειμενικότητα, επινόηση, «μπορχισμό» κτλ) και πατά γερά στο χώμα, ξαναφρεσκάροντας ωστόσο την παράδοση, αξίζει να το διαβάσετε.