Βιβλιο

Το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι #39

Το τέλος της ιστορίας...

Ελένη Σταματούκου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο


Ο Μηνάς είδε από μακριά να τον περιμένει στα Αγάλματα, μια ιδρωμένη μπλε χοντρή μασκαρεμένη με μια γλάστρα από γαρδένιες στο κεφάλι. Το στομάχι του, ξαφνικά γέμισε μυρμήγκια που εξόντωσαν όλες τις πεταλούδες. Η μπλε τηλεφωνήτρια πήγαινε πέρα δώθε και οι γαρδένιες τις έφευγαν από τα μαλλιά, αγχωμένη τις μάζευε και τις στερέωνε πάλι. Όταν κάποιο αγόρι πλησίαζε του έδειχνε τα ροζ της δόντια και τον φώναζε Μηνά. Μόνο έναν Γρηγόρη και έναν Στέφανο γνώρισε. Ο Μηνάς την προσπέρασε χωρίς να την κοιτάξει καν, απλά την άφησε πίσω του να τον περιμένει, ήταν στο μόνο αγόρι που η Μαίρη δε μίλησε. Το βράδυ που πήγε στη δουλειά της, γνώρισε έναν Κώστα που έψαχνε πληροφορίες για το που γίνονται τα καλύτερα όργια. Θα συναντηθούν την Κυριακή, προλαβαίνει να χάσει μερικά γραμμάρια. Ο Μηνάς πήγε στον Άγιο Μηνά να βρει την Πανδώρα…

Πρεζάκια που ζητιανεύουν για ένα ευρώ, μεγάλα παιδιά που διαβάζουν κόμικς, στερημένοι από έρωτα μετανάστες να μιλούν στο κινητό, ζευγάρια που μασούν τσίκλες, κύριοι σοβαροί που λιγουρεύονται τα κορίτσια με τα σόρτς, αθώα κλεφτρόνια που ακολουθούν μικρές κύριες που έχουν σφιγμένη στο στήθος τους μια μαύρη τσάντα, ξενυχτισμένοι φοιτητές με τάπερ, μελαγχολικοί παραθεριστές που επιστρέφουν από το χωριό κρατώντας κουτιά νουνού που είναι γεμάτα ατίθασες κότες, κλάματα μικρών μωρών, γλάστρες με μολόχες και βασιλικό. Στην αίθουσα αναμονής το ερκοντίσιον δε λειτουργεί και τα σώματα παραμιλούν ασφυκτιώντας. Αγκομαχητά, ιδρώτας και νερό, το καλοκαίρι τελειώνει.

Δεν έχω πάει ποτέ μου στο Παρίσι. Ο Μηνάς πάντα με διέκοπτε όταν έκανα όνειρα. Με τα όνειρα δε ζει κανείς μου έλεγε και χαμογελούσε φιλήδονα. Απαγορεύσεις και περιορισμούς ακόμα και στη φαντασία. Συλλογιστικές λογιστικές για μια μέτρια, μισή ζωή ντυμένη με οδηγίες ασφαλείας. Κάποτε του είχα πει μεθυσμένη ότι θέλω να κλέψουμε ένα αυτοκίνητο για να πάμε μια ατέλειωτη βόλτα, εκείνος φορούσε κάτι μεγάλα μυωπικά γυαλιά, τα στερέωσε καλύτερα πίσω από τα αυτιά του και είπε σοβαρός ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μας πιάσουν. Το αυτοκίνητο δεν το κλέψαμε ποτέ, τη βόλτα την κάναμε, μόνο που δεν κράτησε πολύ, σταματήσαμε στα πρώτα διόδια. Ο Μηνάς ποτέ του δεν έβγαλε τα γυαλιά, τι κι αν τα έβλεπε όλα θολά, αυτό του ήταν αρκετό.

Όλο το καλοκαίρι γυρνούσα μόνη σπίτι. Έβγαζα τα παπούτσια και περπατούσα ανάμεσα σε γάτες, πράσινα γυαλιά, πολύχρωμα καπάκια και ξεφουσκωμένα μπαλόνια. Θα αμφιβάλλεις, μόνο που τώρα αμφιβάλλω και εγώ. Από τα μεγάφωνα ακούγονται τα ονόματα των αργοπορημένων αμαξοστοιχιών. Μάλλον κάπως έτσι παίζεται αυτό, ένα παιχνίδι της τύχης που σε γεμίζει εμπόδια. Ένας παιδικός φίλος, ο Αλέξης με είχε ρωτήσει κάποτε τι προτιμώ, το καλοκαίρι ή το χειμώνα. Άνοιξη του είχα απαντήσει γιατί αρχίζει από άλφα, όπως η αρχή.

-ΤΕΛΟΣ-


Φωτο: Νίνα Κάστορα



Διάβασε ολόκληρο το «Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι» από την αρχή