Βιβλιο

Το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι #15

Ένα διήγημα σε συνέχειες...

Ελένη Σταματούκου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέχεια από το προηγούμενο


Ο Μηνάς δεν πήγε σε κανένα νησί του Αιγαίου, απλά επέστρεψε στη μαμά του, που τον προσέχει και του υπενθυμίζει να φορά το σωστό ζευγάρι κάλτσες πριν πάει το πρωί στη δουλειά. Τι κι αν περίμενε ώρες, τρώγοντας όλα του τα ψιλά, να εμφανιστεί στην άλλη άκρη του ακουστικού η μπλε φωνή της νυχτερινής τηλεφωνήτριας, τι κι αν κάλεσε ξανά και ξανά αναζητώντας την και κάνοντας ατυχείς περιγραφές σε αγνώστους, για δύτες και φυσαλίδες οξυγόνου που ελευθερώνονται μόνο όταν το μπλε γίνεται γαλανό, για ουρανούς που τα βράδια του Αυγούστου έχουν γεμάτα τα φεγγάρια, και για κόκκους άμμου που ακουμπούν στα κρυφά μέρη κάτω από το μαγιό.

Εκείνη δεν εμφανίστηκε ποτέ, μόνο μια παράξενη φθινοπωρινή φωνή τον έβρισε αποκαλώντας τον “ανωμαλάρα” και του το έκλεισε γρυλίζοντας του και άλλες βρισιές. Η Πανδώρα του’ χε πει ότι κάποιες φορές γίνεται κουραστικός με τις εμμονές του. «Γίνε άνδρας επιτέλους» του είχε φωνάξει ενώ κοιμόταν και ονειρευόταν τα βυζιά της Καίτης. Ο Μηνάς όμως, δεν αντέδρασε καν, απλά φόρεσε το μαξιλάρι στο κεφάλι για να μην ακούει τα κλάματα της.

Τον ενοχλούσε η Πανδώρα, διάβαζε άρλεκιν και Λένα Μαντά στην παραλία και πάντα φορούσε ασορτί μαγιό με το εξώφυλλο των βιβλίων της. Καθόταν ώρες με ένα χαζό χαμόγελο κοιτάζοντας μέσα στο ροζ και αναστέναζε κάθε πέντε λεπτά. Και ύστερα όταν έκλεινε το βιβλίο, έμπαινε στη θάλασσα. Μετά από δεκαπέντε λεπτά γύριζε λαχανιασμένη και ελευθερώνοντας το στήθος της, ξάπλωνε βρεγμένη πάνω στη ψάθα και έτσι γινόταν ξανά ερωτική και τότε την ποθούσε πολύ, μόλις όμως την ακουμπούσε, εκείνη άγρια τραβιόταν και γινόταν ξανά η χαζή κενή γυναίκα που ήταν πριν.

Συνεχίζεται…