Βιβλιο

Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 281
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, μια ομάδα νέων (φοιτητές, πρόσφατοι πτυχιούχοι, εργαζόμενοι, και μαθητές), που είχαν γνωριστεί στο παμπάλαιο περιοδικό «Η διάπλασις των παίδων», αποφάσισαν να μη συνοδέψουν τη «Διάπλασι» στο κλείσιμό της, αλλά να συνεχίσουν να βρίσκονται.

Δημιούργησαν το σωματείο «Αθηναϊκή Συντροφιά», κυκλοφόρησαν το περιοδικό «Μεταξύ μας», έπιασαν γραφεία στο παλιό κτίριο της «Πρωίας» στην Πανεπιστημίου, έκαναν διάφορες μαζώξεις στο πατάρι του εστιατορίου «Κοσμικόν» (ψηλά στη στοά της Κολοκοτρώνη), παίζανε σε συναυλίες μουσικές δικές τους και άλλων, πήγαιναν εκδρομές, γράφανε τα λογοτεχνικά τους πονήματα, κάνανε πάρτι κ.λπ. Με τη μεταπολίτευση, η «Αθηναϊκή Συντροφιά» δεν άντεξε. Γρήγορα διαλύθηκε, σαρωμένη από την ενσκήψασα πολιτικοποίηση: τα μέλη της πήγαν στις διάφορες πολιτικές οργανώσεις ή σπίτι τους.  

Εκεί στην «Αθηναϊκή Συντροφιά», λοιπόν, πρωτάκουσα το όνομα Αντώνης Φωστιέρης, κι εκεί πρωτοδιάβασα ποιήματά του. Ποτέ δεν είπα περισσότερες από πέντε κουβέντες μαζί του, ποτέ δεν κάναμε παρέα: ήταν φοιτητής, ενώ εγώ μαθητής – και την απόσταση ανάμεσα στις δύο ιδιότητες τη λογάριαζα τεράστια. Έβγαζε ήδη τα σοβαρά ποιητικά του βιβλία, ενώ εγώ σκάλιζα κάτι φρικαλέους στίχους που Κύριος οίδε για ποιο λόγο μού τους βάζανε, ενίοτε, στο περιοδικό. Κρατούσε μια απόσταση από τα πράγματα, ενώ εγώ δινόμουνα ολόκληρος στις αντιδικτατορικές ρήσεις. Όπως και τους περισσότερους άλλους μεγαλύτερούς μου (και ειδικά όσους είχανε τη μαγική ιδιότητα «φοιτητής»), τον θαύμαζα μακρόθεν. 

Στις ενδιάμεσες δεκαετίες δεν βρεθήκαμε ποτέ. Θυμάμαι το περίγραμμα της παρουσίας του, όχι όμως τη χροιά της φωνής του. Ως αναγνώστης όμως, ως υπάλληλος βιβλιοπωλείου και ως νεοελληνιστής φιλόλογος, τον παρακολουθούσα. Είχα πάρει δυο τρία από τα βιβλία του, μερικά τεύχη της «Λέξης» (το περιοδικό που βγάζει πάντα με τον Θανάση Θ. Νιάρχο, αν και ποτέ δεν κατάλαβα την εμμονή τους –κι όχι μόνο αυτών– στο αχώνευτο πολυτονικό), είχα συνείδηση της αξιοσημείωτης θέσης του στο πάνθεον της «Γενιάς του ’70», η οποία δεν έχει βγάλει και λίγους καλούς ποιητές.

Ώσπου στις μέρες μας, έβγαλε μια «Συγκεντρωτική  Έκδοση» των ποιημάτων του. Πρόκειται για μια σημαντική ευκαιρία για το σύγχρονο αναγνώστη, εφόσον διαβάζει ελληνική ποίηση, να έρθει σ’ επαφή με το σύνολο του έργου ενός από τους αξιολογότερους σύγχρονους  Έλληνες ποιητές. Και λέω «με το σύνολο», γιατί από τα οχτώ ποιητικά του βιβλία, περιέχονται εδώ τα έξι ολόκληρα και τα δύο τμηματικά, συν το μπόνους: ένα ποίημα «Σαν πρόλογος» και δύο σε «Υστερόγραφα» (τα τρία αυτά δημοσιευμένα σε περιοδικά).

Ο  Φωστιέρης γράφει ποίηση κατά βάση σε ελεύθερο στίχο (ο παραδοσιακός υπάρχει μόνο ως εξαίρεση) και με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα του καθενός, κατά το αγγλοσαξωνικό πρότυπο, πράγμα που κατά τη γνώμη μου προσδίδει αυτοτέλεια στην κάθε τυπωμένη αράδα. Τα κομμάτια του είναι σύντομα: μισή, μία, μιάμιση σελίδα. Δεν επιδεικνύει τις γνώσεις, τις επιρροές και τα διαβάσματά του, κάνοντας συνεχώς διακειμενικό «παιχνίδι για το παιχνίδι», όπως τόσοι άλλοι. Διόλου τυχαία, ένας από τους κύριους τρόπους της απεύθυνσής του προς τους αναγνώστες είναι οι ερωτήσεις (ευθείες ή πλάγιες), οι διερωτήσεις και οι διστακτικές διατυπώσεις: τα στοιχεία αυτά καθιστούν τα ποιήματά του πιο κοντινά, γιατί υπονομεύουν την όποια μεγαλόστομη βεβαιότητα μπορεί να εκφέρει ο ποιητικός λόγος (εδώ, ευτυχώς, το καβαλημένο καλάμι λ.χ. του Ελύτη δεν κυριαρχεί). Πέραν αυτού, ο εξομολογητικος τόνος, τα δεύτερα πρόσωπα και οι ενσωματωμένοι διάλογοι (ή κομμάτια διαλόγων) δίνουνε και παίρνουνε, υποθάλποντας περαιτέρω το κλίμα της οικειότητας. Πολλοί στίχοι του σε ωθούν να σκεφτείς λίγο παραπάνω μερικά πράγματα, ευτυχώς όμως ούτε ο δάσκαλος, ούτε ο θρηνωδός, ούτε ο αρχηγέτης (που έχουν στρογγυλοκαθίσει μέσα στους περισσότερους ποιητές) εμφανίζονται εδώ. Οι δε παραλληλίες με τη δική σου ζωή (ή τις «ζωές των άλλων») δεν ενοχλούν. Συναφώς, βαρέθηκα ν’ ακούω να λένε «Ο Φωστιέρης όλο για το θάνατο μιλάει». Δεν είναι έτσι. Κι ο έρωτας είναι παρών, και οι οικογενειακές σχέσεις, και οι διασκεδάσεις, και ο χρόνος που περνάει, και το χιούμορ, και η ποίηση (δεν καλαμπουρίζω: εννοώ ποιήματα για την ποίηση), και η φύση – και οι διαδηλώσεις ακόμα.

Η γλώσσα του απέχει σε μεγάλο βαθμό από την εκζήτηση, αυτό το άχρηστο ψιμμύθι του μέσου στιχοπλόκου. Αξιοποιεί όλα τα υποστρώματα της ελληνικής, φροντίζοντας όμως, σε γενικές γραμμές, ό,τι λέει να είναι αντιληπτό στο μέσο αναγνώστη. Θέλω να πω, εδώ δεν υπάρχουν «ποιητικά» και «μη ποιητικά» εκφραστικά στοιχεία. Χρησιμοποιεί από τη μια λέξεις όπως όναρ, οδυρμός, τοιγαρούν, απόρημα, άνωθεν, ιριδισμός, ασύλητος, σκολιά, οικόσιτος, εξαλλαγή, ηδύνω, εξαχνούμαι, παντεπόπτης κ.λπ., κι από την άλλη λέξεις όπως ξεθυμαίνω, γκόμενα, κουτάβι, αβέρτα, ταρακουνάω, πατητήρι, ξενέρωτος, φις, φρικιό, μπαταρία, φιλμς, ντισκοτέκ, μπαλαμουτιάζω, γουόκμαν, μολότοφ,  μπουσουλάω, χαψιά, καραμπόλα, σούρνω, κουκούτσι κ.λπ. («λαϊκές» και/ή αλλογενείς), ή τα ταπεινά επιφωνήματα, εμφατικά και ηχομιμητικά (α, ε, τσίου κ.λπ.), ενώ αλλού γράφει π.χ. «κώδωνας» κι αλλού «κουδούνια» – και πολύ καλά κάνει, κατά τις αισθητικές του ανάγκες. Ακόμα, δίνει μεγάλη έμφαση στους πρώτους, αλλά και στους τελευταίους στίχους, που συχνά είναι μόνοι τους ένα άλλο ποίημα ανατρεπτικό/ «συνοψιστικό»/ απρόσμενο/ ξαφνικά πλατύτερο. Έχει εμμονή με τη στίξη, τον τονισμό και τη βραχύτητα/μακρότητα των συλλαβών: πρώτη φορά βλέπω τυπωμένο το γιώτα με διαλυτικά, ενώ δεν υπάρχει διάλυση διφθόγγου, με σκοπό να διαφοροποιηθεί το μήκος της συλλαβής. Ας πούμε, άλλο το «χρόνια» κι άλλο το «χρόνϊα» (σκεφτείτε μόνοι σας τη διαφορά). 

Ο Φωστιέρης δεν παραθέτει φιλοσοφίζουσες «εξυπνάδες», αλλά καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κράμα εσωτερικής αγωνίας και εικόνων από την καθημερινή ζωή, σπαραγμού και ειρωνείας, υπαρξιακού και συμβολικού – ένα κράμα συνήθως πετυχημένο. Γενικά μιλάει με καθαρότητα: απρόσμενη για ποιητή. Διαβάζοντάς τον, βρισκόμαστε πολύ μακριά από την εύκολη ποίηση του άκρατου σουρεαλισμού (ξεπερασμένη κατά τη γνώμη μου, ό,τι ήταν να δώσει το ’δωσε), μακριά από τις κάθε είδους βεβαιότητες και σίγουρα πολύ μακριά από την «ιδεολογικοποιημένη» ποίηση.

Φυσικά, δεν μου αρέσουν όλα, ούτε και εξίσου, τα κομμάτια του βιβλίου. Εδώ όμως βρίσκονται μερικά από τα αρτιότερα ποιήματα της νεότερης ποίησής μας: και, πάντως, από τα πιο αγαπημένα σε μένα: «Η λεωφόρος», «Εφ’ όλης της ύλης», «Μεταποίηση», «Από το ποίημα βγαίνεις πάντα ζωντανός», «Στους κριτικούς», «Ανεπίδεκτοι αθανασίας». Κλείνω λοιπόν με τους πρώτους στίχους δύο ποιημάτων από τα παραπάνω:

Η ποίηση απαντάει στους κριτικούς με ποίηση

Όπως η φύση στους σοφούς σα φύση.

(«Στους κριτικούς»)

Τρεις ώρες φτάνουν για να γράψεις ένα ωραίο ποίημα

Όμως τριάντα χρόνια δεν αρκούν να γράψεις ένα ποίημα.

(«Ανεπίδεκτοι αθανασίας»)

d.fyssas@gmail.com