Βιβλιο

Σε ρυθμό Hemingway και σε χρόνο Ernestώτα

Η Αthens Voice και το COCIO διψάνε για vintage ζαχαρένιες ιστορίες από τη χρονοκαψούλα του 1951

Στέφανος Τσιτσόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

 Η Athens Voice και το COCIO διψάνε για vintage ζαχαρένιες ιστορίες από τη χρονοκαψούλα του 1951, τη χρονιά που στη Δανία γεννήθηκε η μαγική συνταγή του διάσημου σοκολατούχου γάλακτος και στην Αμερική ο μέγας Χέμινγουεϊ παραδίδει προς έκδοση τη θρυλική νουβέλα «Ο Γέρος και η Θάλασσα».

Ένας ψαράς μόνος και αβοηθήτος. Ένας ωκεανός, ένας τεράστιος ξιφίας, μια προσωπική κόντρα ανάμεσα στον άνθρωπο και το κήτος, τη λογική και τη μοίρα, την πάλη και την παραίτηση, and we keepa fighting till the end: το 1951 ο Ερνέστος Χέμινγουεϊ απλώς παραδίδει το χειρόγραφο του τελευταίου του μυθιστορήματος, μη γνωρίζοντας πως δυο χρόνια αργότερα θα κέρδιζε το Πούλιτζερ και τρία έτη μετά θα σήκωνε κι ένα Νομπελάκι. 

image

Απλώς παραδίδει. Και δεν παραδίδεται: είναι πενήντα δύο χρονών, κάλυψε δύo παγκόσμιους πολέμους ως ανταποκριτής εφημερίδων, έκανε δύο γάμους, απέκτησε πάμπολλες ερωμένες ζώντας θυελλώδεις σχέσεις, πολέμησε με τους Δημοκρατικούς στον ισπανικό εμφύλιο και συνέγραψε παθιασμένα μυθιστορήματα για ανατέλλοντες ήλιους, καμπάνες που χτυπούσαν για ποιον άραγε, χιόνια και βασίλισσες της Αφρικής, άντρες χωρίς γυναίκες και αποχαιρετισμούς στα όπλα. 

Η γραφή του, μίξη ρεαλισμού και ρεπορταζιακής κάλυψης συμβάντων πασπαλισμένη με μυθοπλασία, τον κατατάσσει στον αφρό των τότε ημερών: ζει έντονα, γράφει παθιασμένα, ταξιδεύει ανηλεώς στην αμερικάνικη ενδοχώρα, την Ευρώπη, την Ασία και την αγαπημένη του Κούβα, ισοδυναμεί δηλαδή με τον ορισμό του μάχιμου, διανοούμενου, παρόντα ανθρώπου και συγγραφέα, εκεί που κοχλάζει η Ιστορία και γράφεται το μέλλον. 

Δεν πίνει γάλα αλλά ρούμι, αγαπά όμως τη ζάχαρη στο ντάκιρι, λατρεύει τη σοκολατένια γεύση των πούρων και την ίδια χρονιά που στη Δανία γεννιέται το COCIO, ο θείος Ερνέστος δωρίζει στην ανθρωπότητα μια νουβέλα που σήμερα αποτελεί ακόμα ένα αξεπέραστο μνημείο παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς. Καθόλου άσχημα για ένα παιδί που γεννήθηκε στο Ιλινόις του 1899, σε μια επαρχία με «ανοιχτές αυλές, μα με στενά μυαλά», αγάπησε τα γράμματα, το μποξ και την περιπέτεια, δόξασε τη ζωή και ποτέ, μα ποτέ δεν λιποψύχησε, όταν όλα γύρω του του φώναζαν «χαλάρωσε, κούλαρε, χαμήλωσε, ηρέμησε». «Οχι», απαντούσε, «Περισσότερο γρήγορα και από τον άνεμο, περισσότερο γρήγορα και από τα σύννεφα έτσι όπως τρέχουν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων πριν γίνουν βροχή». Σαλούδος, θείε Έρνεστ, σαλούδος και είσαι πάντα εδώ!