Βιβλιο

Χρονικό περιπλάνησης

Παρουσίαση του βιβλίου του Στέφανου Τσιτσόπουλου

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 332
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου η Αλυσίδα Πολιτισμού IANOS και ο δημοσιογράφος Στέφανος Τσιτσόπουλος παρουσίασαν το βιβλίο του τελευταίου «Flâneur».

Την παρουσίαση του βιβλίου έκαναν οι: 
Χρήστος Χωμενίδης, συγγραφέας
Φοίβος Δεληβοριάς, μουσικοσυνθέτης
Σύλλας Τσουμέρκας, σκηνοθέτης
Μιχάλης Λεάνης, δημοσιογράφος-σκηνοθέτης


Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος σε μια free style συνέντευξη

Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος, η φωνή της Α.V. στη Θεσσαλονίκη και διευθυντής του Soul, σε μια free style συνέντευξη με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο “Flâneur” (εκδ. Ιανός)

Πολλά χιλιόμετρα. Στο χαρτί, στον αέρα, στο δρόμο. Δημοσιογρά­φος, ραδιοφωνικός παραγωγός, flâneur. Παιδί μιας μικρής πόλης, συναρμολο­γεί κείμενα που μιλούν για μεγαλουπόλεις, για ανοιχτούς ορίζοντες, για βόλτες με αυτοκίνη­τα, για νυχτερινές πτήσεις. Περιπλανιέται σε λογοτεχνικά κείμενα, σε μουσικά σύμπαντα, παρατηρεί τον κόσμο. Μιλάει για θρυλικούς ή­ρωες, για στιγμές που σου κόβουν την ανάσα, για κορίτσια με φορεματάκια extra small, για εποχές που χάθηκαν, για αστικούς μύθους, για ζόρικα κόλπα, για νύχτες ηλεκτρισμένες, για ευδαιμονικά καλοκαίρια, για ανέμελες ζω­ές. Κάτι παίζει εδώ πέρα, το νιώθεις αμέσως. Διαβάζεις και κοφτερές εικόνες σχηματίζο­νται στη γιγαντοοθόνη του μυαλού σου, δια­κτινίζεσαι σ’ ένα γνωστό-άγνωστο πλανήτη, δραπετεύεις. Well done, mate!

Είσαι παιδί των πόλεων; Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, αλλά μέχρι τα 18 ζούσα στην Ξάνθη. Ήταν η εποχή πριν το ίντερνετ, οπότε όλα ήταν άλλο. Με το “Heroes” του Μπόουι φαντασιωνόμουν το Βερολίνο. Με τον «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ α­λήτευα στη Νέα Υόρκη. Η Ξάνθη ήταν μικρή πόλη, πεπερασμένη, είχα μόνιμα την αίσθη­ση-σιγουριά πως η πραγματική ζωή μού είχε δώσει ραντεβού πέρα από τη γέφυρα του ποταμού Νέστου. Στα 18 πέρασα στη Νομική Θεσσαλονίκης. Από την πρώτη στιγμή ένιω­σα πως η Θεσσαλονίκη ήταν μητρόπολη και πως στην ουσία από εδώ θα ξεκινούσε το κο­ντέρ μου να γράφει. Μετά ξενιτεύτηκα ακόμα μακρύτερα, ένιωθα στα αεροδρόμια όπως στο παιδικό μου δωμάτιο: ασφάλεια και θαλ­πωρή. Διαλέγω να αυτοπροσδιορίζομαι σαν παιδί της μητρόπολης, επομένως, χωρίς να απεμπολώ ούτε να κρύβω όμως την επαρχι­ώτικη καταγωγή μου. Θέλω να ζω στις mega cities, το διάλεξα, όπως τη μάρκα του τσιγά­ρου μου. Τις αγαπώ. Γιατί μπορείς να υπάρχεις όπως θέλεις. Να εφευρίσκεις ακόμα και κάθε μέρα ένα καινούργιο παιχνίδι, ένα νέο εαυτό.

Η δική σου εκδοχή της Θεσσαλονίκης είναι άλλοτε αστραφτερή και άλλοτε βρόμικη. Τι από τα δύο διαλέγεις; Ας ορίσουμε τη βρομιά: τζάνκια και άστεγοι στο Ναυαρίνο, τοίχοι ξέχει­λοι από αφίσες-πάρτι στη Βαλαωρίτου, νέφος σαν μολυσματικό ροδοπέταλο να αιωρείται πάνω από το Κορδελιό, «γριά πουτάνα που ξυ­ρίζει τα πόδια της, είναι παράξενη αυτή η πόλη» κατά Αγγελάκα. Ας ορίσουμε την αστραφτερή εκδοχή της Θεσσαλονίκης: φωτισμένα καρά­βια, Σκαμπαρδώνης, Άνω Πόλη, το βλέμμα των αδέσποτων σκυλιών όπως βολοδέρνουν στα πεζοδρόμια της Κορομηλά, ο ζωγράφος Βαγ­γέλης Πλοιαρίδης, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί σε μια μπάρα, «Και το βράδυ, μόλις φως θα πέσει, θα διαλέξω τι θα βάλω, να ’χω ρέντα να γου­στάρω» κατά Xaxakes. Δεν μπορώ να διαλέξω. Υπάρχουν μέσα μου, υπάρχω μέσα τους.

Τα ταξίδια είναι η δική σου απάντηση στην (ελληνική) μιζέρια; Άτιμο πράμα η νεοελλη­νική μιζέρια. Στο Τορόντο σκέφτηκα να ζητή­σω πολιτικό άσυλο εξαιτίας της. Πέρασε από το μυαλό μου να κάνω ακόμα και απεργία πεί­νας, αν μου το αρνούνταν. Να σηκώσω πανό που θα έγραφε «αφήστε με να ζήσω εδώ για πάντα, μη με στείλετε πίσω. Εκεί έχει μόνο χρεοκοπημένες πολιτικές συνειδήσεις και α­πατεώνες, σκυλάδικα και Big Brother, τρικλο­ποδιές και μικροψυχίες». Το σκέφτηκα όμως καλύτερα και επέστρεψα. Μαζί με τη συμμο­ρία μου έπρεπε να τα πολεμήσουμε και να τα ανατρέψουμε όλα αυτά, ώστε στο επόμενο ταξίδι μας να μη νιώθουμε φτωχοί συγγενείς, αλλά πολίτες του σύμπαντος προς άγρα και αναζήτηση νέων ουτοπιών.

Πού κρύβεται η αληθινή ζωή; Στην παραζά­λη των πόλεων ή στις μυρωδιές της εξοχής; Αν θέλω να μυρίσω εξοχή, πάω μια βόλτα στα Λουλουδάδικα και ρίχνω τη μύτη μου σε ένα μπουκέτο από ολάνθιστα τριαντάφυλλα. Στη μαγευτική Τσαγκαράδα, όμως; Παίχτηκε ο «Μαχαιροβγάλτης» του Οικονομίδη; Υπάρχει μπαρ που ο dj γκαζώνει με Suicide; Η αληθινή ζωή βρίσκεται στην παραζάλη των πόλεων, όπως λες. Και τα ολάνθιστα λουλούδια στις ε­ξοχές και τα νεκροταφεία. Από το άρωμα και τη θέα των αγρών προτιμώ την καμινάδα της Τιτάν και τον Πύρ­γο Τηλεόρασης του Βερολίνου.

Κλαις ποτέ και γιατί; Έκλαψα όταν πέθανε ο Τζο Στράμερ και κλαίω από μέσα μου κάθε φο­ρά που ο Δεληβοριάς είτε στο ράδιο είτε λάιβ τραγουδάει το «Χάλια». Έκλαψα στο τέλος της «Χώρας προέλευσης» του Σύλ­λα Τζουμέρκα, γιατί γενικώς είμαι αγόρι ευσυγκίνητο κι έ­μαθα να μην κρύβω τα δάκρυά μου και να τα αφήνω να ρολάρουν ποταμά­κια. Κλαίω και από τα γέλια, όμως. Κάθε φορά που βλέπω στη σκηνή τον Διογένη Δασκάλου να μιμείται τη μάνα του και με τον Λεάνη στον Sport FM όταν τους κοροϊδεύει όλους. Τελευ­ταία φορά έκλαψα προχθές με ένα διήγημα από το τελευταίο βιβλίο του Χωμενίδη και ή­ρωα τον τύπο που ένα πρωί τού δραπέτευσε το πέος κι έφαγε όλο τον κόσμο για να το βρει.

Σε τι Θεό πιστεύει το Soul; Είμαστε δωδεκα­θεϊστές, αλλά με τον τρόπο μας: δημιουργία, λέξεις, εικόνες, urbania, ήρωες, αισθητική, μόδα, ήχοι, design, τέχνη, ουσία, περιπέτεια.

Κρατάς ημερολόγιο; Κάθε βδομάδα. Εκεί έξω στα κόκκινα σταντ, όπου η ιστορία της ζωής μου και της πόλης μου ανταμώνει με τις ιστορίες της AthensVoice.

Ποιο από τα ταξίδια σου νοσταλγείς; Όλα, και γι’ αυτό ξαναφεύγω. Χονγκ Κονγκ, Ορεστιάδα, Μέξικο Σίτι, Μαγιόρκα, Σαμοθράκη, Πουκέτ, Κως, Παρίσι, Βαρκελώνη, Κίσσαβος, Σρι Λάνκα, Αμβέρσα, Ρίο, Πλαταμώνας, «γιατί ο δρόμος είν’ αλήθεια, χίλια κι ένα παραμύθια, είναι το σπίτι μας, δεν έχει τέλος», Παύλος Παυλίδης, τρελός flâneur επίσης από όσο γνωρίζω.

Ποιον/α αγαπάς; Τους ήρωες της σελίδας 7 του βιβλίου μου. Και καμιά ντουζίνα ακόμα, που ό­μως δεν είναι της παρούσης, και ίσως τα ονόματά τους καλό είναι να τα ξέρουμε μόνο εγώ κι αυτοί.

Τελικά πες μου, αισθάνεσαι ένας flâneur ή έχεις βρει την πατρίδα σου; Δεν αισθάνομαι flâneur, γιατί πατρίδα μου είναι οι φίλοι μου, το κορίτσι μου και ο γιος μου. Απλώς διασχί­ζουμε τη ζωή δανειζόμενοι, όπως οι ηθοποιοί για τις ανάγκες του ρόλου τους, τη στάση του flâneur, για να ερμηνεύσουμε και να αποκω­δικοποιήσουμε τη ζωή στο/στα άστυ/άστεα. Περιπατητές, περιηγητές, ανθολόγοι γειτο­νιών, σκηνών, αεροδρομίων, πόλεων, έρωτα, γραμμάτων, τεχνών και αγώνων.