Βιβλιο

Χρήστος Χωμενίδης: Προς τη Νίκη!

Ευπώλητος, δαφνοστεφανωμένος καλλιτεχνικά και επί των επάλξεων, ο συγγραφέας μιλά στην A.V.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 531
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αριστείο στην κατηγορία ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς/ βραβεία αναγνωστών Public και πριν καταλαγιάσει το χειροκρότημα, λογοτεχνικό βραβείο μυθιστορήματος 2015 για τη «Νίκη» και από το έγκριτο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Ευπώλητος, δαφνοστεφανωμένος καλλιτεχνικά και πάντα επί των επάλξεων, ο συγγραφέας μιλά στην A.V. «γι’ αυτό το ανηφόρι που λένε ζωή»! Και της δικής του, και των «Άλλων»...

Επίτηδες τσίταρα στίχους του Πάριου για το ξεκίνημα της κουβέντας μας! Ξέρω, βέβαια, πως σου αρέσουν πιο πολύ τα λαϊκά τραγούδια, αλλά και σε αυτό το ελαφρολαϊκό κρύβεται μια «οδοστρωμένη αλήθεια». Ειδικά στην πολυκύμαντη ζωή σου. Πώς νιώθεις τώρα, προσωπικά για εσέ μιλάω, που όλα δείχνουν πως βαίνουν ουρίως, σε αντίθεση με κάποια πρόσφατα περασμένα χρόνια που, ξανατσιτάρω Πάριο, «...φύγανε για πάντα της μοίρας τα τρένα»;

Η ζωή –για να σου απαντήσω στο ίδιο ελαφρολαϊκό πνεύμα, αγαπημένε μου Στέφανε– είναι μια τράπουλα που μοιράζεται και ξαναμοιράζεται διαρκώς. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι και ξαναγίνονται έσχατοι. Το ζητούμενο είναι να καλοχαιρετάς τους πεζούς όταν καβαλικέψεις για να σε χαιρετούν κι αυτοί όταν θα ξεπεζέψεις. Ακόμα πάντως και στις χειρότερες στιγμές μου –όταν το άλογο δεν με είχε απλώς πετάξει στο έδαφος αλλά και με κλωτσούσε με μανία– δεν έπαψα ούτε στιγμή να πιστεύω στην αγάπη των φίλων μου και στη λυτρωτική δύναμη της τέχνης μου. Οι φίλοι μου και η τέχνη μου με έσωσαν. Τα βραβεία, όση χαρά κι αν δίνουν, έπονται. Για να μπορέσεις άλλωστε να προχωρήσεις –για να μην επαναπαυτείς και μείνεις στάσιμος– πρέπει να παίρνεις απολύτως στα σοβαρά την εργασία σου και καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό σου.

Έτσι κι αλλιώς, στη σημερινή Ελλάδα, η απόλαυση της οποιασδήποτε προσωπικής επιτυχίας μετριάζεται από την αγωνία για το συλλογικό μας μέλλον.

Σε αυτή την εποχή του ιδιότυπου εμφυλιοπολεμικού διχασμού-ντέρμπι ανάμεσα σε «γερμανοτσολιάδες» και «αντιμνημονιακά σούργελα», όπου ηττήθηκαν η ψυχραιμία και η εθνική ενότητα, το μυθιστόρημά σου επανέφερε στο προσκήνιο την ομοψυχία και την αγάπη, ως μέσα κατανόησης και ξεπεράσματος των σκοπέλων και των δεινών που προκάλεσαν οι στρατεύσεις στις κυρίαρχες και κοντράστ γαλαζοκόκκινες ιδεολογίες του περασμένου αιώνα. Είχες στο νου σου, πέρα από την αρχική ιδέα της μυθοπλασίας, αυτή την ουμανιστική και λυτρωτική προσέγγιση, που μοιάζει να αποτελεί και μια κατάθεση εκ μέρους σου μιας «εθνικής λύσης» για την επανασυγκόλληση του κατακερματισμένου τωρινού μας χαρακτήρα;

Γεννημένος το 1966 και μεγαλωμένος στους κόλπους μιας οικογένειας της οποίας όλα τα μέλη είχαν πολεμήσει για τις ιδέες τους –για τις δικές του ιδέες ο καθένας– ήξερα εξ απαλών ονύχων ότι οι καταστάσεις ποτέ δεν είναι μονοσήμαντες. Ο κόσμος είναι απείρως πιο περίπλοκος από τις προπαγανδιστικές αφηγήσεις που εκπορεύονται από τη μία και την άλλη παράταξη. Δεν υπάρχουν κόκκινες, διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε καλούς και κακούς, άσπιλους και διεφθαρμένους ή αριστερούς και δεξιούς. Μου είχε κάνει ως παιδί μεγάλη εντύπωση ότι στα γιορτινά τραπέζια ο κομμουνιστής παππούς μου τσούγκριζε το ποτήρι με τον «εθνικόφρονα» γαμπρό του. Διατηρούσαν ασφαλώς τις διαφορές τους. Είχαν όμως διά πυρός και σιδήρου διδαχθεί πως ο χειρότερος, κοινός εχθρός τους είναι το εμφύλιο πνεύμα. Η μισαλλοδοξία. Η επιθυμία να αφανίσεις όποιον διαφωνεί μαζί σου.

Αυτό το εμφύλιο πνεύμα βρυκολάκιασε στην εποχή των μνημονίων. Και έφερε τους άκαπνους τυχοδιώκτες, τους αλητήριους, τα κάθε λογής σκουπίδια στον αφρό. Συνθήματα όπως «ΕΑΜ- ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» ή «Βάρκιζα Τέλος» θα έκαναν τα κόκαλα των παππούδων μου –των παππούδων μας– να τρίζουν.

Βρίσκω πάντως παρηγορητικό και ελπιδοφόρο πως το αναγνωστικό κοινό επιβράβευσε τη «Νίκη». Το περίμενες; Γιατί σε αντίθεση με το χαοτικό και μοχθηρό διαδίκτυο, όπου ουκ ολίγες φορές λιντσαρίστηκες, στην πραγματική ζωή μοιάζει να επιβραβεύτηκες πανηγυρικά. Πώς το εξηγείς αυτό το δισυπόστατο που βιώνεις καθημερινά, μιας και κινείσαι αναμεταξύ αυτών των δύο «κόσμων»;

Το διαδίκτυο, τα μέσα ιδιαίτερα κοινωνικής δικτύωσης, συχνά λειτουργούν σαν παραμορφωτικοί καθρέφτες της κοινωνίας. Προσωπικότητες εμφανώς διαταραγμένες, μάγκες της πορδής, ανώνυμοι κλακαδόροι εμέσσουν ακατάσχετα πάνω σε όποιον τους μπαίνει στο μάτι. Προ τριετίας έφτασαν σε σημείο να κατασκευάσουν και να διαδώσουν την είδηση της αυτοκτονίας μου. Βγήκα εκείνο το πρωί στο δρόμο και τα χαμόγελα των κανονικών ανθρώπων μού ζέσταναν την ψυχή...

Σκέψου όμως, απ’ την άλλη, ότι τα διαδικτυακά «λιντσαρίσματα» εκτονώνουν τις χολωμένες ψυχές δίχως να απειλούν άμεσα την σωματική ακεραιότητα εκείνων που μπαίνουν στο στόχαστρό τους. Το «Ψόφα!» όσες φορές και να το διαβάσεις στο Τwitter ή στο Facebook δεν συγκρίνεται με τη λάμα της Χρυσής Αυγής στην καρδιά του Παύλου Φύσσα. Προετοιμάζει ενδεχομένως –θα μου πεις– το έδαφος. Πιστεύω –θα σου απαντήσω– ακράδαντα πως όταν η πατρίδα μας μπει σε τροχιά ανάκαμψης, τα «αγανακτισμένα» ερπετά και οι βρυκόλακες θα επιστρέψουν ακαριαία στις τρύπες τους.

Υπάρχει μια πίεση λόγω των βραβείων να τα «εξαργυρώσεις» γρήγορα-γρήγορα με ένα καινούργιο βιβλίο; Είτε από τον εκδοτικό οίκο είτε επειδή το νιώθεις μέσα σου; Τώρα που γυρίζει δηλαδή, αφού, ως γνωστόν, σε αυτή τη χώρα η λογική του σουξέ και της αρπακόλας μοιάζουν κυρίαρχα, ειδικά αυτή την εποχή που «σήμερα είμαστε κι αύριο ποιος ξέρει»;

Υπηρετώ άοκνα την τέχνη μου, ζω με και από τα βιβλία μου εδώ και εικοσιδύο χρόνια. Μέχρι πριν δυο εβδομάδες δεν μου είχε απονεμηθεί κανένα βραβείο. Πέρα από την ευαρέσκεια των αναγνωστών και τη χαρά της δημιουργίας. Από πολύ νέος συνειδητοποίησα πως ένας συγγραφέας που σέβεται τις προκλήσεις της γραφής δεν είναι σπρίντερ αλλά μαραθωνοδρόμος. Δόξα τω Θεώ νιώθω γόνιμος, πιο γόνιμος ίσως από ποτέ. Η πραγματικότητα με γκαστρώνει κι εγώ πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά – γράφω με ενθουσιασμό και σβήνω δίχως δισταγμό. Το πλήκτρο «delete» είναι το πιο χρησιμοποιημένο στο κομπιούτερ μου. Βρίσκομαι ήδη στην τελική σχεδόν ευθεία ενός νέου μυθιστορήματος. Ο τίτλος του; «Νεαρό άσπρο ελάφι». Το θέμα του; Καμία απολύτως σχέση με τη «Νίκη». Ουαί κι αλοίμονο εάν επαναλαμβανόμασταν, αποσκοπώντας στο να εξαργυρώσουμε μια επιτυχία μας.