- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος φέρνει στην Ελλάδα το αριστούργημα του εξπρεσιονισμού του Γκέοργκ Κάιζερ
Ο γνωστός σκηνοθέτης μας μίλησε για το έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα μας
Θωμάς Μοσχόπουλος: Συνέντευξη με αφορμή το έργο «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και το πλήρωσε τη νύχτα» του Γκέοργκ Κάιζερ
Σε ένα σκοτεινό καμπαρέ, όπου οι σκηνές αναγγέλλονται ως νούμερα, με μάσκες και μουσική που παραπέμπουν στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο κεντρικός ήρωας, ένας απλός ταμίας τράπεζας, γοητεύεται από μια γυναίκα, με αποτέλεσμα να καταχραστεί ένα μεγάλο ποσό για να κάνει τη μεγάλη ζωή και να την εντυπωσιάσει. Το έργο «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και το πλήρωσε τη νύχτα» του Γκέοργκ Κάιζερ, ένα αριστούργημα του εξπρεσιονισμού, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο, στο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει για την παράσταση αλλά και για τη συνεργασία του με τον Βασίλη Παπατσαρούχα.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος και το έργο του Γκέοργκ Κάιζερ
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο του Γκέοργκ Κάιζερ;
Είναι ένα έργο που ήξερα εδώ και χρόνια, αλλά δεν είχε τύχει να ανεβάσω. Δεν έχει παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα, αν και συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα αριστουργήματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Με ενδιαφέρει πολύ η φόρμα του, ενώ το τελευταίο διάστημα αναζητώ και έργα που έχουν αυτό το κωμικοτραγικό στοιχείο. Όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε με τον Ορφέα Αυγουστίδη ένα έργο για να δουλέψουμε μαζί, έπεσαν πολλές ιδέες στο τραπέζι. Αρχικά είχαμε καταλήξει σε ένα πιο σύγχρονο κείμενο, που τελικά δεν μπορούσαμε να ανεβάσουμε λόγω δικαιωμάτων. Κι επειδή περνούσε ο καιρός και έπρεπε να λάβουμε μια απόφαση, το έργο του Κάιζερ είχε «κολλήσει» και στους δυο μας. Οπότε σκεφτήκαμε να το δοκιμάσουμε.
Σε τι διαφέρει η δική σας διασκευή από το αρχικό κείμενο; Έχετε αλλάξει και τον τίτλο, έτσι δεν είναι;
Ο αρχικός τίτλος σε ακριβή μετάφραση είναι «Από το πρωί ως τα μεσάνυχτα». Επειδή όμως τον βρήκαμε λίγο κοινότυπο, θέλαμε να επικεντρώνεται στον πρωταγωνιστή, που είναι ένας άνθρωπος ο οποίος χαρακτηρίζεται περισσότερο από τις πράξεις του παρά από τα ψυχολογικά του χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά του. Ο ήρωάς μας είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Να φανταστείτε, ο Κάιζερ δεν του δίνει καν όνομα. Είναι ο Ταμίας. Αυτός καταχράται τα χρήματα της τράπεζας στην οποία δουλεύει, επειδή νομίζει ότι τον ερωτεύτηκε μια κυρία η οποία ζητάει δάνειο, που η τράπεζα δεν της δίνει. Κι ενώ εκείνος ήταν συντηρητικός άνθρωπος και οικογενειάρχης, αλλάζει ξαφνικά όλο το σύστημα των αξιών του. Θέλει να ζήσει ό,τι δεν είχε ζήσει στη μέχρι τότε τίμια ζωή του. Φυσικά, η κυρία τον απορρίπτει. Οπότε αρχίζει να ζει μια, ας πούμε, «διεφθαρμένη ζωή». Και στη συνέχεια αλλάζει και πάλι κοσμοθεωρία, γιατί δεν βρίσκει κάποιο νόημα. Στο τέλος μάλιστα υπάρχει και μια ανατροπή, που δεν θα ήθελα να αποκαλύψουμε, όπου γίνεται φανερό ότι στο τέλος πάντα πληρώνεις τον λογαριασμό. Οπότε εκεί θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε την έμπνευση για την επιλογή του τίτλου «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και το πλήρωσε τη νύχτα».
Όσον αφορά τη διασκευή, στηρίχτηκα στις μεταφράσεις που βρήκα, μια και δεν μιλάω γερμανικά, και δούλεψα πάνω στο πρωτότυπο με τη βοήθεια των συνεργατών μου, αλλά άφησα τον εαυτό μου λίγο πιο ελεύθερο. Μη φανταστείτε βέβαια ότι υπάρχει καμιά φοβερή ανατροπή σε σχέση με το πρωτότυπο. Άλλωστε, καθώς έκανα την έρευνά μου, βρήκα τρεις διαφορετικές εκδοχές του έργου, κάτι που δείχνει ότι όλες οι μεταφράσεις ήταν διασκευές.
Υπάρχει ένα μυστήριο γύρω από το έργο. Γνωρίζουμε ότι γράφτηκε λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όχι πότε ακριβώς. Το σίγουρο είναι ότι η μεγάλη επιτυχία ήρθε μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό έργο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, παρόλο που γράφτηκε πολύ νωρίτερα. Φαίνεται σαν να προβλέπει την ηθική κατάπτωση. Ο Κάιζερ είχε μια πολύ ταραχώδη ζωή. Μέχρι που μπήκε φυλακή, καθώς κάποια στιγμή έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί επειδή δεν είχε να φάει. Είναι εντυπωσιακό πώς συγγραφείς σαν τον Μπρεχτ έχουν επηρεαστεί από τον Κάιζερ, τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα στην Ελλάδα.
Η γυναίκα παρουσιάζεται στο έργο ως μια σύγχρονη Εύα;
Ο ήρωάς μας παίρνει τον κακό δρόμο εξαιτίας μιας γυναίκας, από δική του βλακεία. Εκείνη δεν του έχει δώσει κανένα θάρρος. Είναι τόσο μηχανική η ζωή του, που όταν κάποια στιγμή εκείνη του τείνει ένα χέρι και του λέει «σε παρακαλώ μπορείς να με βοηθήσεις να κουμπώσω το βραχιόλι μου», εκείνος, επειδή αγγίζει το χέρι της, νομίζει ότι άλλαξε όλος ο κόσμος. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, ο οποίος θέλει με κάποιον τρόπο να γίνει αυτός που σκορπάει τα λεφτά του αφειδώς και αγοράζει τη ζωή. Είναι σαν να έχει βρεθεί ξαφνικά κάποιος με πολλά λεφτά και δεν ξέρει τι να τα κάνει. Στην πλοκή παίζει ρόλο ένας πίνακας του Λούκας Κράναχ, ο οποίος παρουσιάζει τον Αδάμ και την Εύα στην πρώτη τους συνεύρεση. Οπότε ναι, η Γυναίκα είναι μια Εύα, που με κάποιον τρόπο οδηγεί τον ήρωα στην αμαρτία. Και ταυτόχρονα τον σώζει. Είναι η γυναίκα με όλα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά. Είναι οι προβολές που μπορεί να κάνει ο ήρωας για το τι είναι γυναίκα: η σύζυγός του, η ερωμένη του, εκείνη που ποθεί. Όλα αυτά είναι κατασκευές για το πώς φαντάζεται το πλάσμα «γυναίκα» εν γένει.
Και οι υπόλοιποι ήρωες της παράστασης τι ρόλο διαδραματίζουν στην ιστορία;
Ο κάθε ήρωας έχει έναν βασικό ρόλο και δυο τρεις δευτερεύοντες. Οπότε χρησιμοποιούμε μακιγιάζ και μάσκες που φοράνε οι ήρωες, τις οποίες κάποια στιγμή πετάνε και γίνονται κάποιοι άλλοι. Στο τέλος φοράει μάσκα και ο κεντρικός μας ήρωας – γίνεται ένας με όλους.
Ακολουθούμε λίγο τη γραμμή του εξπρεσιονισμού, που δημιουργεί σκίτσα περισσότερο, παρά ανθρώπους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορείς να παρακολουθείς τα χαρακτηριστικά τους. Το έργο είναι ταυτόχρονα μια γροτέσκα κωμωδία και θρίλερ, κι αυτό παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον. Δηλαδή, ξεκινάει και γελάς. Και σιγά σιγά το γέλιο παγώνει, το έργο γίνεται κάπως εφιαλτικό. Η παράσταση έχει να κάνει κυρίως με την κρίση των αξιών, την έλλειψη συγκροτημένης ταυτότητας, αλλά και τον κομφορμισμό.
Μιλήστε μου για το εικαστικό σύμπαν του Βασίλη Παπατσαρούχα, που είναι άλλωστε χρόνια συνεργάτης σας.
Είναι πια τρομερά αβίαστη η συνεργασία μας με τον Βασίλη Παπατσαρούχα. Τώρα πολύ γρήγορα ταυτιζόμαστε στο τι θέλουμε να πούμε και με ποιον τρόπο. Οπότε, εδώ η αναφορά μας σαφώς ήταν ο Μεσοπόλεμος και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αλλά προσεγγίσαμε το έργο με μια αφαιρετικότητα που το κάνει κάπως άχρονο.
Το σκηνικό μας θα παραπέμπει σε ένα περίεργο, σκοτεινό καμπαρέ, στο οποίο θα αναγγέλλονται οι σκηνές ως νούμερα, μια τεχνική που αργότερα θα εφαρμόσει κι ο Μπρεχτ. Αυτό δεν υπάρχει στο έργο του Κάιζερ, το χρησιμοποιούμε πρωθύστερα. Το έργο είναι σαν μια γκροτέσκα μαύρη όπερα – όπερα μπούφα.
Η αφίσα αποτυπώνει αυτό το σκοτεινό σύμπαν. Το ότι δεν ξεχωρίζουμε το πρόσωπο του Ορφέα Αυγουστίδη έχει να μας πει πράγματα για το έργο;
Είναι κάτι που το έχουμε αποφασίσει με τον Ορφέα. Το έργο είναι σημαντικό, όχι το πρόσωπο. Κατά τη διάρκεια του έργου ο Αυγουστίδης δεν θα φορά μάσκα, όπως είπαμε και παραπάνω. Αυτό δεν έχει να κάνει με την αναγνωρισιμότητα, αλλά με την εξουδετέρωση των χαρακτηριστικών που μπορούν να σου δώσουν μια ταυτότητα. Με αυτή την απώλεια ταυτότητας γίνεσαι μέρος της μάζας. Επομένως υπάρχει αυτό το στοιχείο του απανθρωπισμού, που αποτελεί το αντίθετο του εξανθρωπισμού.
Και στο προηγούμενό σας έργο, το «Περιμένοντας τον Γκοντό», πάλι σε συνεργασία με τον Παπατσαρούχα, υπήρχε το στοιχείο της μεταμφίεσης. Είναι κάτι που σας απασχολεί γενικότερα;
Συνήθως, όταν βάζουμε ένα εικαστικό στιλ σε μια παράσταση νομίζουμε ότι απονευρώνουμε εντελώς την αμεσότητα της επικοινωνίας, ενώ πρέπει να γίνει το αντίθετο: το στιλ να ανοίξει τον δρόμο για την επικοινωνία. Αυτή την περίοδο με ενδιαφέρει πολύ το πώς αυτά ισορροπούν. Στην παράσταση δεν βλέπεις εικόνες μην κατανοώντας τι γίνεται, αλλά οι εικόνες προσθέτουν κάτι σε αυτό που θα μπορούσες να παρακολουθήσεις, χωρίς εικαστικές παρεμβάσεις. Εμένα πρώτα πρώτα με ενδιαφέρει μια παράσταση να μπορεί να λειτουργεί χωρίς σκηνικά, κοστούμια, φώτα. Και στη συνέχεια προσθέτω τα στοιχεία που ενδυναμώνουν τη γραμμή της αφήγησης.
Αναφέρεστε σε ένα έργο-σταθμό για τη δουλειά μου, το «Περιμένοντας τον Γκοντό», όχι ως επίτευγμα, αλλά ως διαδικασία. Όταν κατάλαβα ότι η αμεσότητα του διαλόγου είναι ανεξάρτητη από το εικαστικό στιλ (δηλαδή όταν παιδιά 12 χρονών ήρθαν στην πρόβα τζενεράλε του έργου και κατάφεραν να την παρακολουθήσουν), αυτό μου έδωσε ένα στοιχείο χρυσής τομής.
Ο Κάιζερ λειτουργεί σαρκαστικά και με γέλιο απέναντι στις βεβαιότητες και τις πολώσεις, ως αντίδοτο στην παράνοια της εποχής. Μπορείτε να μου το εξηγήσετε αυτό;
Σκεφτείτε λίγο πώς μπορεί να είναι ένα σατιρικό τραγούδι του καμπαρέ. Δεν είναι τυχαίο που το καμπαρέ ανθίζει την ίδια εποχή με το έργο. Εκτονώνεις, «φτύνεις» με κάποιον τρόπο το κακό, το ξορκίζεις επειδή γελάς μαζί του, επειδή δεν σε τρομάζει, επειδή ξέρεις ότι κι εσύ είσαι το ίδιο χυδαίος με αυτόν που κατηγορείς. Είσαι το ίδιο αμαρτωλός. Στο έργο δεν υπάρχει κανένας αναμάρτητος. Όλοι οι ήρωες είναι δισδιάστατοι. Είναι συμπαθείς και αντιπαθείς ταυτοχρόνως. Κάποιοι είναι ιδιαιτέρως απεχθείς. Αυτοί είναι άνθρωποι που έχουν τη σιγουριά ότι γνωρίζουν την αλήθεια. Υπάρχουν όμως κι άνθρωποι οι οποίοι απλά είναι σε πανικό.
Τι συσχετισμούς βλέπετε με το σήμερα;
Νομίζω ότι, όταν συνδέεσαι με ένα έργο και ξαφνικά σου μιλάει, σίγουρα αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τη ζωή γύρω σου. Δεν λες «Α, είναι ένα ωραίο έργο το οποίο, όμως, δεν καταλαβαίνω τι θέλει να πει». Πολλά στοιχεία του κειμένου μού φάνηκαν γνώριμα. Και το σημαντικότερο, το να ξορκίζεις το κακό με ένα γέλιο ή με κάτι δημιουργικό είναι μια λύση για να τα βγάλεις πέρα κι εσύ.
INFO
Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, από 17 Δεκεμβρίου