- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιάννης Τσορτέκης: Όλη η ζωή του Στράτου εμπεριέχεται στη φράση «Τα πήρες όλα κι έφυγες»
Συνέντευξη με τον Γιάννη Τσορτέκη που υποδύεται τον Στράτο Διονυσίου στην παράσταση «Τα πήρες όλα κι έφυγες»
«Τα πήρες όλα κι έφυγες»: μια μουσικο-θεατρική παράσταση αφιερωμένη στη ζωή του Στράτου Διονυσίου, με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Τσορτέκη, μια πρωτοβουλία του Γιάννη Κεντ, σε κείμενο του Κωνσταντίνου Σαμαρά και σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου. Δεν είναι μια γραμμική βιογραφία του λαϊκού αυτού θρύλου, αλλά ένα έργο που μπαίνει βαθιά στην προσωπικότητά του, θίγοντας τους κύριους σταθμούς της ζωής του αλλά και τους ανθρώπους που στάθηκαν στο πλάι του. Ακόμα και αν δεν ακούει κάποιος τη συγκεκριμένη μουσική, κατά τη διάρκεια της παράστασης σίγουρα αναγνωρίζει τα περισσότερα κομμάτια. Το ιδιαίτερο και ενδεχομένως πιο πρωτότυπο στοιχείο της παραγωγής είναι ότι τα τραγούδια ερμηνεύουν επί σκηνής οι γιοι του Στράτου, διαδοχικά. Κάθε βραδιά, οι δύο από τους τρεις γιους του μπαίνουν στον ρόλο του… πατέρα τους και τραγουδούν στη σκηνή σαν να ήταν εκείνος. Και επειδή οι ίδιοι δεν είναι ηθοποιοί, είναι πολύ πιθανό να αισθανθούν το βάρος και τη συγκίνηση κάποιων στιγμών της παράστασης. Μάλιστα υπάρχουν κάποιες σκηνές που συνυπάρχουν στη σκηνή με τον «πατέρα τους» Γιάννη Τσορτέκη, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση. Ο κόσμος που παρακολουθεί συχνά καλείται να τραγουδήσει αγαπημένα κομμάτια του Στράτου και σε αρκετές στιγμές συγκινείται από αυτό που παρακολουθεί. Επί σκηνής βρίσκεται και ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης Θανάσης Παλυκανδριώτης, που είχε γνωρίσει από κοντά και είχε συνεργαστεί για χρόνια με τον Στράτο Διονυσίου, ο οποίος μας μαγεύει με το μπουζούκι του.
Λίγο μετά την πρεμιέρα της παράστασης στο θέατρο Παλλάς, μιλήσαμε με τον Γιάννη Τσορτέκη για τις σκέψεις του για τον ρόλο, τη σχέση του με τους υπόλοιπους συντελεστές αλλά και τα συναισθήματα που του προκαλεί αυτή η ιδιαίτερη συνθήκη επί σκηνής.
Ο Γιάννης Τσορτέκης μιλάει για την παράσταση «Τα πήρες όλα κι έφυγες»
Πώς νιώθεις που ενσαρκώνεις έναν τέτοιο θρύλο της λαϊκής μουσικής και πόσο δύσκολο ήταν να μπεις στον ρόλο;
Ο κάθε ρόλος έχει τη δική του δυσκολία και τον δικό του τρόπο συγκέντρωσης και συγκρότησης. Για μένα δεν ήταν τόσο ο μύθος –ήταν ούτως ή άλλως αυτός ο μύθος που φτάνει στον καθένα μας για το τι ήταν ο Στράτος Διονυσίου–, δεν τον γνώριζα προσωπικά, τον γνώριζα όπως τον γνωρίζει ο καθένας. Αυτό ήταν το γεφυράκι για να προσεγγίσω αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί για μένα όλα ξεκινούν από το θεατρικό έργο που έχω στα χέρια μου. Ανεξαρτήτου του αν οι εικόνες που έχουμε να παρουσιάσουμε εκεί είναι όντως πραγματικά γεγονότα αυτού του μύθου. Η προσέγγιση όμως δεν αλλάζει, γιατί το βασικό ήταν το κείμενο, το οποίο ήταν πολύ ξεκάθαρο και ισχυρό υλικό, που μας ταξίδεψε από την αρχή όλους. Και από εκεί και πέρα ήταν θέμα να εμβαθύνουμε κάθε φορά –όπως κάναμε στις πρόβες– σε μια πιο ακριβή συναρμογή αυτών των καταστάσεων. Επειδή η αφήγηση δεν είναι γραμμική σε ροή και σε σειρά. Αυτό είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και είναι κάτι που σε κρατάει σε εγρήγορση, και τον θεατή και εμάς τους ίδιους, για το πώς να ακολουθούμε με συνέπεια αυτό το νήμα. Οπότε όλο μου το υλικό και όλη μου η αναφορά είναι μέσα από αυτό το έργο.
Έχεις άγχος ότι το κοινό που θα σε δει θα πει «α, δεν μοιάζει πάρα πολύ με τον Στράτο»;
Εξαρχής δεν ήταν ο προσανατολισμός της παράστασης να δημιουργήσουμε μια απεικόνιση της εικόνας του Στράτου. Οπότε από τη στιγμή που δεν ήταν αυτός ο στόχος, όλο το υπόλοιπο ήταν ένα πολύ δυναμικό περιβάλλον. Και σε κάθε πρόβα υπάρχουν πάρα πολλά σημεία στα οποία με κυκλώνει μια βαθιά συγκίνηση, που είναι πολύ βαθιά προσωπική. Και από αυτό που βλέπω αλλά και την ώρα που βρίσκομαι στη σκηνή. Και όταν δεν είμαι στη σκηνή, από αυτό που ακούω και βλέπω, αυτό που συμβαίνει στη σκηνή είναι πολύ βαθιά συγκινητικό για μένα. Είναι κάτι που εκπορεύεται από το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος έχει φτάσει στο σημείο να είναι –ήταν–, και συνεχίζει να είναι, ένας μύθος. Και ότι αυτά τα τραγούδια συνεχίζουν να είναι ένα τρομερό μπόλιασμα για κάθε γενιά, συνεχίζουν να τραγουδιούνται, να λέγονται και να σε συντροφεύουν σε ευχάριστες και σε δυσάρεστες στιγμές. Δηλαδή όπως συγκινούμαι εγώ, συγκινείται και ο καθένας.
Ποια είναι η σχέση σου με τα παιδιά του Στράτου Διονυσίου;
Η σχέση μου με τον Άγγελο, τον Στέλιο και τον Διαμαντή είναι απλώς μια φιλική σχέση. Δεν αναφέρθηκα ποτέ σε αυτούς. Και δεν αναφέρθηκα γιατί δεν είχα κανένα κενό. Αυτός ήταν ο λόγος. Γιατί πραγματικά δημιουργήθηκε πολύ γρήγορα ο πυρήνας μιας οικογένειας στενής και ευρύτερης, ακριβώς όπως ήταν η ζωή και η ιδιοσυγκρασία του Στράτου. Αυτό το πράγμα ήταν το δικό μου όχημα. Και αυτές οι πραγματικές διαπροσωπικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί με τους συναδέλφους μου σκηνικά. Επειδή ακριβώς εκεί δεν έχω απορία, δεν είχα και τον λόγο να ανατρέξω σε μια πιο ειδική πληροφορία, την οποία θα μου την έδιναν τα παιδιά του Στράτου.
Τα τραγούδια του Στράτου τα είχες τραγουδήσει; Ήταν στα αγαπημένα σου;
Ήτανε, αλλά χωρίς να έχω κάποια ιδιαίτερη σχέση. Τώρα θα κάτσω να ακούσω τραγούδια του. Υπήρχαν κάποια τραγούδια που δεν ήξερα ότι ήταν του Στράτου για παράδειγμα. Όταν έκανα τη σύνδεση ότι το τάδε τραγούδι ήταν δικό του, έπαιρνε και μια σημασία παραπάνω. Εμένα οι μουσικές καταβολές μου ήταν άλλες, περισσότερο η παραδοσιακή μουσική. Επειδή η καταγωγή μου από την πλευρά του πατέρα μου, είναι από ορεινά –ένα χωριό στην Ήπειρο, κοντά στα σύνορα την Καστάνιανη Πωγωνίου του Νομού Ιωαννίνων– και από την πλευρά της μητέρας μου από άλλο χωριό ορεινά –την Αρτοτίνα Φωκίδας–, άκουγα μόνο παραδοσιακή μουσική. Αυτό που με έφερε πολύ κοντά με τα τραγούδια του Στράτου στο σήμερα, είναι ότι, έχοντας γαλουχηθεί από γονείς με μοιρολόγια από τη μία μου καταγωγή, ακούγοντας αυτό το κλαρίνο και αυτά τα κομμάτια από την ώρα που γεννήθηκα, ενώ ήταν μοιρολόγια του αποχωρισμού και της ξενιτιάς, ένιωθα και μια φοβερή αξιοπρέπεια απέναντι στον θρήνο της απώλειας, με την ελπίδα του ξανασμιξίματος. Αυτό νιώθω όταν ακούω τραγούδια του Στράτου. Δεν είναι κομμάτια με τα οποία θα μου ερχόταν να κλάψω από απογοήτευση, λύπη ή να θρηνήσω για κάτι, αλλά ήταν την ίδια στιγμή η ελπίδα μιας καινούργιας ζωής, με την έννοια της ελπίδας για ανασύνταξης. Οπότε για μένα έγινε ξαφνικά κοινός τόπος. Ενώ δεν είχα καμία αναφορά.
Υπάρχουν δύο σκηνές στο έργο που τραγουδάς και εσύ.
Υπάρχει ένα κομμάτι που δραματουργικά οδηγείται εκεί το πράγμα, αλλά δεν θα αποκαλύψω ποιο είναι, ώστε να το δει ο κόσμος και να το καταλάβει τότε. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό κομμάτι που έχει πει ο Στράτος, σε μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη της ζωής του, που δραματουργικά να το λέω εγώ. Και υπάρχει και μια άλλη στιγμή με τη γυναίκα του Διονυσίου που αρχίζω σιγοψιθυρίζοντας τα λόγια του τραγουδιού, το οποίο στη συνέχεια ερμηνεύει κάποιος από τα παιδιά. Πρόκειται για το «Γυναίκα μου» του Στράτου. Όταν ξεκινά να το τραγουδά ο Στέλιος ή ο Διαμαντής, εγώ το χορεύω με τη Γεωργία.
Ποια ήταν τα συναισθήματά σου όταν στην πρεμιέρα ο Στέλιος Διονυσίου, τραγουδώντας δίπλα στους «γονείς του», συγκινήθηκε και σταμάτησε για λίγο να τραγουδά, και ο Άγγελος, που ερμήνευσε το επόμενο τραγούδι, είπε «τι μας έκανες, Στέλιο»;
Γενικότερα υπάρχει μια φόρτιση των παιδιών, και του Άγγελου και του Στέλιου και του Διαμαντή, σε σχέση με αυτά που βλέπουν να συμβαίνουν μπροστά τους – πράγματα που αφορούν στη ζωή του πατέρα τους. Όσο και αν τα ξέρουν, φορτίζονται από αυτά και, κατά στιγμές, ανθρώπινα λυγίζουν, όπως συνέβη στην πρεμιέρα με τον Στέλιο. Είναι άλλωστε πραγματικά πολύ φορτισμένη η παράσταση και για τα τρία παιδιά, που με κάποιον τρόπο, ανθρώπινα, οδηγούνται σε αυτό. Μόλις είχαμε ξεκινήσει τις παραστάσεις, υπήρχε μια πυκνή ενέργεια. Και για μένα ήταν απρόβλεπτο και εξίσου συγκινητικό. Είναι πάρα πολύ σύνθετο και περίεργο όλο αυτό που συμβαίνει. Είναι πραγματικά κάτι ιδιαίτερο, δεν μπορώ να το εξηγήσω και να το σχολιάσω, γιατί και εμένα πρώτη φορά μου συμβαίνει. Όλο αυτό που ζω κάθε μέρα είναι ένα πράγμα που δεν συνηθίζεται. Κάθε φορά η παράσταση είναι διαφορετική. Επίσης, το καθένα από τα τρία παιδιά του Στράτου αντιδρά αλλιώς.
Υπήρχε κάτι που σε δυσκόλεψε στην προσέγγιση του ρόλου;
Αν μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα κάπου –και τώρα δηλαδή– είναι το να μπορέσω να δω το υλικό ενός ανθρώπου με μια τόσο έντονη ζωή, που τα πάθη ήταν η φύση του η ίδια, όχι μια δεύτερη φύση. Και εγώ είμαι παθιασμένος ως άνθρωπος, αλλά προσπαθούσα να αφουγκραστώ πώς συνέβαιναν όλα αυτά τα πράγματα. Και να κρατήσω την πληροφορία που μου δίνουν κάθε φορά, χρήσιμη και χρηστική, ώστε να μπορέσω να κινηθώ όπως αυτή η περσόνα σκηνικά.
«Τα πήρες όλα κι έφυγες». Εξήγησέ μας τον τίτλο της παράστασης.
Η παράσταση νομίζω ότι είναι αυτό το τραγούδι κάθε στιγμή. Από το πρώτο λεπτό που τον πιάνουμε σε αυτήν την αφήγηση, τα παίρνει όλα και φεύγει κάθε στιγμή. Και γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που αυτό το τραγούδι είναι ένα κορυφαίο στην ελληνική ιστοριά του ελληνικού τραγουδιού, ερμηνευμένο από αυτόν τον άνθρωπο τότε, σήμερα και στο διηνεκές. Είναι τόσο πυκνός αυτός ο στίχος. Αλλά δεν είναι μόνο ο στίχος. Είναι και αυτή η χαρισματική φωνή που είχε ο Στράτος, είναι ολόκληρη η ερμηνεία αυτού του τραγουδιού, που νομίζω ότι νομοτελειακά η ζωή του εμπεριέχεται σε αυτή τη φράση. Χωρίς να το ξέρει, χωρίς να το συνειδητοποιεί. Ήταν αυτή η φράση σε κάθε βήμα της ζωής του. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τολμούσε τα πράγματα στη στιγμή, στη δυσκολία τους κυριώς, όχι όμως με ίχνος αλαζονίας του πάω να κερδίσω κάτι, αλλά από μια ρωγμή της ανασφάλειας του να τα χάσει όλα, παίζοντάς τα όλα ταυτόχρονα. Και νομίζω ότι έτσι εξηγείται μέσα του το θέμα του τζόγου και όλων των υπολοίπων «παθών», εντός και εκτός εισαγωγικών, τα οποία είχαν να κάνουν ακριβώς με αυτό το μικρό κλειδί, που ήταν η βαθιά του συνείδηση. Γιατί αναφερόμενοι στον τζόγο, μιλάμε για έναν άνθρωπο ενήλικα. Όταν όμως αναφερόμαστε στον ίδιο άνθρωπο στην παιδική ηλικία, συνειδητοποιούμε ότι εκεί αυτός ο άνθρωπος δεν τζογάρει, είναι ο τζόγος. Όταν βλέπουμε τον Στράτο στην ηλικία των 12-13 ετών, έχουμε έναν άνθρωπο που στην κυριολεξία «τζογάρει» – δανείζομαι τη φράση του πολύ μετέπειτα για να πω ότι η συμπεριφορά του, η συνείδησή του, οι πράξεις του, θέλουν έναν άνθρωπο να τολμάει τα ατόλμητα. Χωρίς καμία εγγύηση και βεβαιότητα. Αυτό είναι τζόγος.
«Βρε Στράτο, αν βρεθείς σε δυσκολία, πιστεύεις ότι κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους θα γυρίσει να σε βοηθήσει;» Η απάντηση του Στράτου ήταν καταλυτική, με μια λέξη: «Αδιάφορο». Αυτό ήταν ο Στράτος.
Υπήρχαν κάποια στοιχεία της ζωής του Στράτου που σε εξέπληξαν, σου έκαναν εντύπωση, δεν ήξερες καθόλου;
Δεν ήξερα σχεδόν τίποτα. Υπάρχουν κάποια πράγματα πάρα πολύ σημαντικά που δείχνουν ποιος είναι, και από τη συμπεριφορά πολλών άλλων. Όταν ήταν σε μια κρίσιμη ηλικία, σχεδόν 20, που γυρνάει από τον στρατό, οι φίλοι, η γειτονιά –οι πένητες άνθρωποι– έκαναν έρανο για να του δώσουν χρήματα για τα εισιτήρια για την Αθήνα και για τον πρώτο καιρό εκεί. Αυτό δείχνει το ποιος ήταν. Ήταν σοκαριστικό αυτό που έκαναν, δίνοντας από αυτό που δεν είχαν. Μια στιγμή συγκλονιστική. Αλλά είναι όλες τέτοιες. Όπως παρακάτω, που λέει στη βοηθό του: «Ελένη μου, τα έσοδα τα σημερινά βάλτα σε φακέλους και μοίρασέ τα ξέρεις εσύ πού», σε οικογένειες και ανθρώπους που δεν είχαν. Και γυρνάει και του λέει η Ελένη: «Bρε Στράτο, αν βρεθείς σε δυσκολία, πιστεύεις ότι κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους θα γυρίσει να σε βοηθήσει;» Και η απάντηση του Στράτου ήταν καταλυτική, με μια λέξη: «Αδιάφορο». Όλα τα υπόλοιπα είναι στιγμές. Αλλά αυτά τα δυο που ανέφερα ήταν ο Στράτος.
Πώς ήταν η συνεργασία σου με τους συντελεστές της παράστασης;
Είναι μια εξαιρετική συνεργασία από την πρώτη στιγμή, με φοβερά θετική και καλή ενέργεια από όλους, με ανιδιοτέλεια στη συμμετοχή και την εμπλοκή όλων μας. Αυτά είναι πολύ σημαντικά στις συνεργασίες. Δεν είναι δεδομένα, ούτε αυτονόητα. Και αυτό είναι και η δικλείδα ασφαλείας που δεν με οδήγησε στο να ψάξω κάπου αλλού τις αναφορές μου. Ακόμα και στα παιδιά που είναι μέσα στην παράσταση.
Στην πρώτη σου επαφή με τα παιδιά του Στράτου, όταν σε είδαν στη σκηνή, είπαν «Να ο πατέρας μας». Πώς αισθάνθηκες γι' αυτό;
Κι αυτό ενώ ήταν χιούμορ, η στιγμή ήταν όντως πολύ συγκινητική. Ήμασταν ο Άγγελος, ο Στέλιος και ο Διαμαντής και ο Γιάννης, και την ίδια στιγμή ο Αγγελος, ο Στέλιος, ο Διαμαντής και ο Στράτος. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Και έτσι είναι η κάθε στιγμή μαζί τους.
Σε αυτή τη σεζόν είχες το «Underground» –που πλέον έχει ολοκληρωθεί–, πρόβες για το «Τα πήρες όλα κι έφυγες», γυρίσματα στην τηλεόραση... Πώς τα χειρίζεσαι αυτά ταυτόχρονα;
Το καθετί είναι απαιτητικό από μόνο του. Οπότε το καθετί το αντιμετωπίζω ως ένα παχνίδι τόσο σημαντικό και μαγευτικό, που θέλω να γνωρίσω πρώτα τους κανόνες του. Άλλωστε κανένα παιχνίδι δεν μοιάζει με άλλο, καθώς διαφοροποιείται στοιχειωδώς στους παίκτες. Υπάρχει μια φάση στην αρχή αναγνώρισης και δοσίματος. Αλλά μόλις συντελείται η ομάδα, από εκεί και πέρα τρέχει ένα παιχνίδι με την έννοια της παιδικότητας, να παίξεις με αυτούς τους φίλους. Οπότε η δυσκολία που έχει να κάνει με τις πάρα πολλές ώρες εργασίας καθημερινά (γυρίσματα, πρόβα, παράσταση…) αμβλύνεται, επειδή γενικώς έχεις την προσμονή να συναντήσεις φίλους καλούς και όχι να εμπλακείς σε κάτι που από εργασία θα γίνει δουλειά.
Και ο ελεύθερός σου χρόνος;
Την ίδια ώρα που συμβαίνει αυτό ως παιχνίδι, είναι και ελεύθερος χρόνος. Έτσι το βιώνω εγώ. Για μένα είναι και ελεύθερος χρόνος. Τα πάντα είναι θέμα σχέσεων.
Ο Χαράλαμπος στο «Μαέστρο» ήταν για σένα ένας κόντρα ρόλος. Ωστόσο, γνώρισες μια τεράστια επιτυχία και αναγνωρισιμότητα. Φοβάσαι μήπως σε στιγματίσει αυτός ο ρόλος του «κακού»;
Πριν τον Χαράλαμπο είχα κάνει και τις ταινίες του Οικονομίδη, όπου εκεί ήταν όλοι κατακάθια της κοινωνίας. Ο συγκεκριμένος ρόλος ήταν όλα αυτά που έλεγα προηγουμένως. Αν δεν είχα βαθιά και άνευ όρων εμπιστοσύνη στον Χριστόφορο –που ήταν ενστικτώδης και όχι λογική– δεν θα συνέβαινε τίποτε από αυτά. Αν δεν ήμουν πλήρως αφοσιωμένος στην Κατερίνα Φιλιώτου για το «Αυτή η νύχτα μένει», δεν θα προέκυπτε αυτός ο Γιώργης. Όπως δεν θα προέκυπτε ο Χαράλαμπος στο «Μαέστρο». Αυτή η αγάπη και η φροντίδα επ’ αμφοτέροις είχε αυτό το αποτέλεσμα. Μόνο που ο Χαράλαμπος ήταν λίγο πιο δύσκολος για μένα, γιατί για να συμβεί αυτό είχα κλειστεί στον εαυτό μου – δεν μπορούσα να είμαι αυτό που ήμουν ως Γιάννης και την αμέσως επόμενη στιγμή εκείνος. Ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι που πήγαινα όλο και πιο προς τον Χαράλαμπο, χωρίς να το καταλαβαίνω. Χωρίς να μπορώ να πιω έναν καφέ με φίλους, όχι γιατί μου το απαγόρευε κανένας. Αυτό ήταν μια ενστικτώδης αντίδραση στην πορεία της προσέγγισης αυτής της περσόνας που λέγεται Χαράλαμπος.
Υπάρχουν άνθρωποι και δουλειές που ξεχωρίζεις;
Υπάρχουν άνθρωποι, δεν είναι πολλοί. Είναι κάποια πράγματα που έχω κάνει με την εταιρεία μου (Εταιρεία θεάτρου η Ρόσμαρι), δύο πολύ σημαντικά είναι: «Η γυναίκα της Ζάκυθως», που είχε γίνει με τον Θωμά Δρόσο, εξαιρετικό μουσικό και φίλο και δάσκαλό μου στο κλαρίνο, ήμασταν οι δυο μας επί σκηνής. Μετά «Η μαύρη γαλήνη» του Μαρωνίτη, που έκανα με τον Σταύρο Γασπαράτο και τον Σάκη Μπιρμπίλη, την πρώτη φορά σε παραγωγή θεάτρου Νέου Κόσμου και τη δεύτερη σε παραγωγή της Ρόσμαρι στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ήταν εξαιρετικό ταξίδι με δυο πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους, γιατί με αυτούς βρίσκομαι σε εμπλοκή, σε επαφή και σε συν-εργασία πάντα. Μετά για μένα είναι πολύ σημαντική, συγκινητική και πολύ πυκνή η συνάντηση και το ταξίδι που κάναμε με τη Μαρία Πρωτόπαπα στην «Αντιγόνη» στο Υπόγειο του Τέχνης. Και έκτοτε είναι και το «Underground», το οποίο το ζήσαμε με τον Βασίλη και την Αλεξάνδρα και όλα τα παιδιά, τους μουσικούς και τους ηθοποιούς. Δεν τον ήξερα από πριν. Αλλά δεν χρειάζεται πέρα από το πρώτο βλέμμα. Γι’ αυτό μιλάω για τις σχέσεις. Γιατί αυτά είναι ό,τι πιο αγαπητά έχω κάνει. Και ό,τι πιο προσωπικό.