Θεατρο - Οπερα

Ηabemus…opera!

Είδαμε την παγκόσμια πρώτη της «Φόνισσας» του Γιώργου Κουμεντάκη

Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια νέα, σπουδαία, σύγχρονη ελληνική όπερα, ένα «κοινωνικό μυθιστόρημα» με διαστάσεις θρίλερ και μια ιδιοφυής σκηνοθεσία, αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για μια παράσταση που καθήλωσε, ενθουσίασε, συγκίνησε.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά της αίθουσας Τριάντη, το βράδυ της Τετάρτης, προβληματιζόμουν αν τα όσα ενδιαφέροντα είχα διαβάσει τις προηγούμενες μέρες στις εφημερίδες για την προσέγγιση του Γιώργου Κουμεντάκη στη «Φόνισσα», το πολυδιαβασμένο «κοινωνικό μυθιστόρημα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, θα μπορούσαν, πράγματι, να βρουν το δρόμο τους προς τη σκηνή και, κυρίως προς το κοινό. Η παραγγελία της Λυρικής στον σημαντικό Έλληνα συνθέτη, για την + οπερατική μεταφορά ενός παραδοσιακού λογοτεχνικού κειμένου- σε λιμπρέτο-ποιητική απόδοση του Γιάννη Σβώλου- ήταν ένα «πάντρεμα» που έκρυβε , πίστευα, κινδύνους. Θα μπορούσε ενδεχομένως, με τη μοντέρνα μουσική γραφή του, να αποθαρρύνει τον κόσμο και να δυσκολέψει ακόμα και τους λάτρεις του είδους. Θα μπορούσε όμως-πράγμα χειρότερο- και να φλερτάρει επικίνδυνα με το φολκλόρ και την ηθογραφία.

Τους προβληματισμούς μου για το «πάντρεμα» διέλυσαν τα πρώτα κιόλας μέτρα της παρτιτούρας . Αυτό που άκουγα ήταν έργο ενός ιδιοφυούς ισορροπιστή , μια μουσική γραφή που κινείται ανάμεσα σ το παλιό και το καινούργιο με χειρουργική ακρίβεια !

Το σκηνικό του Πέτρου Τουλούδη, μια εικόνα υπαίθρου. Αφαιρετική, σχεδόν πρωτόγονη, τυλιγμένη μέσα σε μια βαθυγάλανη αχλύ –αναφορά στο υγρό στοιχείο- με το ημιδιάφανο ριντό της σκηνής κατεβασμένο, να εντείνει την ονειρική –ή μήπως εφιαλτική;-ατμόσφαιρα . Ένας οικισμός . Επικλινή επίπεδα γύρω από ένα περιστρεφόμενο κυλινδρικό ύψωμα που γίνεται καλύβι, ξωκλήσι, καλντερίμι, στέρνα, γκρεμός. Στο κατώφλι του αγροτόσπιτου, η Φραγκογιαννού ξενυχτά, δίπλα στο άρρωστο μωρό της κόρης της. Ένα νανούρισμα με αποσπασματικό λόγο, που σε κάνει να ανατριχιάζεις , συνοδεύει τον μονόλογό της για τη μοίρα των φτωχών να γεννάνε κορίτσια, τραγουδισμένο πρώτα από τον χορό των ανδρών κι έπειτα από τις γυναίκες του χωριού. Τα κοστούμια λιτά , σε τόνους το καφέ, του γκρι και του μπεζ παραπέμπουν σε αγροτικές φορεσιές-αλλά όσο χρειάζεται «πειραγμένες» για να κρατούν αποστάσεις ασφαλείας από το φολκλόρ.

Από την πρώτη κιόλας σκηνή, αντιλαμβάνεσαι ότι, όπως άλλωστε τόνιζε στις συνεντεύξεις του ο Γιώργος Κουμεντάκης, η μουσική είναι αυτή που χτίζει σιγά-σιγά το ψυχολογικό προφίλ της Φόνισσας και όχι η φυσική της υπόσταση-ίσως ούτε καν ο λόγος της. Τα μελωδικά μοτίβα διακόπτονται από αλλόκοτους ήχους. Ένα μπαγιάν (είδος ακορντεόν), κρουστά και ένα άλτο σαξόφωνο επί σκηνής, αναπαράγουν ήχους της φύσης, σχολιάζουν, παρεμβαίνουν στη δράση, προαναγγέλλουν το κακό . Κι όταν συντελείται το πρώτο φονικό και οι γυναίκες -ένα έξοχο πολυφωνικό σύνολο- πιάνουν την παρηγορίαν, δίπλα στην άδεια κούνια, η μουσική απογειώνεται . Τη μια στιγμή έχεις την αίσθηση ότι αυτό που ακούς είναι ηπειρώτικο μοιρολόι. Αμέσως μετά, ο ήχος στ’ αυτιά σου γίνεται βαλκάνιος – οι μοιρολογίστρες μου θύμισαν έντονα τις βουλγάρικες γυναικείες φωνές- κι όλο αυτό, απόλυτα εναρμονισμένο με τους δρόμους της σύγχρονης δυτικής μουσικής που ακολουθεί η μεγάλη ορχήστρα. Ο Σμέτανα, ο Ντβόρζακ και ο Καλομοίρης- οι «εθνικές σχολές» της μουσικής , συμφιλιώνονται και συνομιλούν με τον Μάλερ, τον Τάβενερ και τον Γιάνατσεκ… Δύο κόσμοι γίνονται ένα. Μαγεία!

n

Η «Φόνισσα» μου έδωσε την εντύπωση μιας πολυφωνικής όπερας- «πολυφωνικό» χαρακτηρίζουν και το κείμενο του Παπαδιαμάντη. Μολονότι η ηρωίδα βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο της δράσης, μουσικά, το έργο δεν στηρίζεται τόσο στη φωνή της, όσο στις «φωνές των άλλων» . Γυναίκες, άνδρες, μικρά κορίτσια, μοιρολογίστρες, νεκροί και ζωντανοί- εξαιρετική ερμηνεία και από τις τέσσερις χορωδίες της Λυρικής - ψυχογραφούν τη Φραγκογιαννού, γίνονται καθρέφτης της και με την έντονη και διαρκή παρουσία τους επί σκηνής, σχηματίζουν γύρω της έναν ασφυκτικό κλοιό που μοιάζει να είναι αυτός που τη σπρώχνει στο έγκλημα, ξανά και ξανά. Στη σκηνή της στέρνας, οι φωνές των γυναικών και οι επαναλαμβανόμενες ακατάληπτες λέξεις στο παιδικό τραγούδι των κοριτσιών που εξαγριώνουν την ταλαιπωρημένη Χαδούλα , κάνουν τον πνιγμό της Τούλας και της Μυρσούδας από τα χέρια της, να φαντάζει σχεδόν δικαιολογημένος… Φωνητικά η ερμηνεία της Ειρήνης Τσιρακίδου είχε εσωτερική δύναμη, ήταν λιτή και υποβλητική. Κορυφαία στιγμή, η σπαρακτική προσευχή της, λίγο πριν το τέλος. Υποκριτικά, κατόρθωσε να συνθέσει το ζοφερό πορτρέτο μιας διαταραγμένης ψυχικά ηρωίδας, της «αθώας-ένοχης» που περνά με ευκολία από το συνειδητό στο ασυνείδητο, από την απόγνωση στο έγκλημα, από τον τρόμο στο παραλήρημα, από την τιμωρία στη λύτρωση. Δίπλα της η Έλενα Κελεσίδη έλαμψε στον σύντομο αλλά καίριο ρόλο της Μαρουσώς-το alter ego της Φραγκογιαννούς- και δίκαια απέσπασε θερμότατα χειροκροτήματα.

Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης ανέλαβε ένα αφάνταστα δύσκολο εγχείρημα . Να αποδώσει σκηνικά το μουσικό όραμα του συνθέτη αλλά και το πνεύμα ενός έργου σταθμού στην νεοελληνική λογοτεχνία. Να περιγράψει τις εσωτερικές αποχρώσεις της ηρωίδας του. Να φέρει το τότε στο σήμερα. Το τόλμησε και κέρδισε με το σπαθί του. Η Φόνισσα δεν θα ήταν ολοκληρωμένη χωρίς τη σκηνοθετική του σφραγίδα.

Η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου, ήταν ολοφάνερο ότι αγκάλιασε με ενθουσιασμό την ολοκαίνουργια, απαιτητική και πολυδιάστατη όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη. Την έκανε δική της, βοήθησε κι εμάς να μπούμε στην ψυχή του έργου και μας χάρισε μια από τις πιο φωτεινές της στιγμές.

Με μια κουβέντα: Μια σπουδαία όπερα, που ανεβάζει ψηλά τον πήχη του λυρικού μας θεάτρου .