Θεατρο - Οπερα

Η Έφη Ροδίτη αφηγείται τη ζωή της

H σπουδαία ηθοποιός, σύζυγος του Κώστα Νίτσου, θυμάται την πρώτη συνάντηση με τον Κουν, τα Δεκεμβριανά, τη συνεργασία με τον Αλέξη Μινωτή και άλλες ιστορίες

Πάρις Δόμαλης
Πάρις Δόμαλης
ΤΕΥΧΟΣ 816
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ο Βασιλικός» (1986). Έφη Ροδίτη (Ρονκάλαινα), Μαρία Δημητριάδου (Λανάρω).
«Ο Βασιλικός» (1986). Έφη Ροδίτη (Ρονκάλαινα), Μαρία Δημητριάδου (Λανάρω).

Η ηθοποιός Έφη Ροδίτη εξιστορεί την ζωή της στην ATHENS VOICE. Ο Κώστας Νίτσος, ο Κουν και η πορεία της στο θέατρο.

Η Έφη Ροδίτη γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1936 και ήταν εν ενεργεία ηθοποιός για σχεδόν 50 χρόνια. Πρώτη εμφάνισή της στο θέατρο ήταν το 1960, στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, στο Θέατρο Τέχνης. Έκτοτε σε δεκάδες ρόλους σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο. Συνεργασίες με σπουδαία πρόσωπα του 20ού αιώνα, όπως Χορν, Μινωτής, Παξινού, Κουν, Βαλάκου, Παπαμιχαήλ, Ηλιόπουλος και πολλά ακόμη. Σύζυγός της ήταν ο Κώστας Νίτσος, νομικός, θεατρολόγος, δημοσιογράφος, διευθυντής της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», εκδότης του κορυφαίου και ιστορικού πλέον περιοδικού «Το Θέατρο», πρόεδρος και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους της σύγχρονης ελληνικής δημοσιογραφίας που έφυγε από τη ζωή το 2015, σε ηλικία 95 ετών.

H συνέντευξη γίνεται στο διαμέρισμά της, στην οδό Σισίνη, πίσω από το Χίλτον. Με το που μπαίνεις, βλέπεις το γραφείο του Νίτσου, τον προσωπικό χώρο του. Ο χρόνος έχει παγώσει. Το γραφείο σκοτεινό, γεμάτο βιβλία. Τιμητικές διακρίσεις στους τοίχους, φωτογραφίες δικές του και των αγαπημένων του σε κάδρα. Πάνω στο γραφείο του ένα βαζάκι με λουλούδια, η αγαπημένη του κούπα καφέ με τυπωμένο εκείνον αγκαλιά με τη λατρεμένη εγγονή του Μαρίλη.

Κάποτε, το πάλαι ποτέ, έλεγαν οι χωριάτισσες «κοίτα, πατάς ένα κουμπί και γεμίζει το σπίτι φως». Πώς γίνεται αυτό; Η μητέρα μου θαύμαζε. Και αυτό είναι ένα στοιχείο για να μένεις νέος. Να θαυμάζεις. Έλεγε «κοίτα, ρε παιδί μου, το πλυντήριο τι κάνει». Ή έμενε κατάπληκτη με το ραδιόφωνο. Η αρχή της φιλοσοφίας άλλωστε είναι το θαυμάζειν. Όταν θαυμάζεις, συγχρόνως απορείς και θες να μάθεις, οπότε η έκπληξη σου δημιουργεί όρεξη να μάθεις, να εξερευνήσεις.

Η Έφη Ροδίτη προσφέρει ερυθρό οίνο, όπως καθόμαστε στο σαλόνι: «Πίνω λιγάκι, λένε και οι γιατροί ότι κάνει καλό. Βέβαια το δύσκολο είναι η διαχωριστική γραμμή». Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με πίνακες, το δάπεδο ξύλινο, ο φωτισμός χαμηλός. Η ατμόσφαιρα ιδανική για τη συζήτησή μας. Καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα και εμπνεόμενος από τη νεανική ενέργεια της Έφης Ροδίτη ρωτώ για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της.

Αρχείο Εθνικού Θεάτρου, από την παράσταση «Μάνα Κουράγιο». Πένυ Παπουτσή (Άννια), Έφη Ροδίτη (Βάρια).

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αίγυπτο, σε μια μικρή πόλη, στην αρχή της διώρυγας, που λέγεται Port Said. Παρότι μικρή, κάθε μέρα για λίγες ώρες έπαιρνε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Ο κόσμος τότε ταξίδευε περισσότερο με το πλοίο. Έρχονταν τεράστια υπερωκεάνια πλοία, κανονικές πολυκατοικίες. Αποβίβαζαν τους επιβάτες και εκείνοι ψώνιζαν στα μαγαζιά, χάζευαν και ύστερα έφευγαν. Άκουγες διάφορες γλώσσες λοιπόν. Θυμάμαι ότι ώσπου να πας στην παραλία υπήρχε μια λεπτή άμμος, περπατούσες και έκαιγε. Ήταν η πρώτη εξοικείωση και αγάπη για τη θάλασσα. Μια παραλία από εδώ μέχρι το Σύνταγμα, φαντάσου. Ανοιχτή θάλασσα χωρίς κόλπους. Υπήρχαν παροικίες ιταλικές και γαλλικές. Και φυσικά η ελληνική, η οποία ήταν η μεγαλύτερη. Είχαμε το μεγαλύτερο σχολείο και σπουδαίους δασκάλους. Τώρα τους καταλαβαίνω. Η εκκλησία ήταν καταπληκτική και υπάρχει και σήμερα. Μέχρι τώρα δεν άκουσα ωραιότερες καμπάνες.Θυμάμαι, άμα έπαιζαν ελληνική ταινία, τρέχαμε όλοι. Στο El Dorado, κινηματογράφο που εκτελούσε και χρέη θεάτρου, όταν έρχονταν ελληνικοί κυρίως θίασοι αραιά και πού. Παρ’ όλα αυτά, οι οικογένειες ήταν μεσοαστικές. Ρωτούσαν ποιος είσαι, τι κάνεις, τι φοράς. Δεν ασχολούνταν τόσο με την τέχνη.

Σπουδές & Ολυμπιακή

Σπούδασα στην Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και στη συνέχεια δίδαξα για δύο χρόνια στην Αίγυπτο. Το 1957 γυρίσαμε στην Ελλάδα. Εγώ τότε εργαζόμουν στην Ολυμπιακή ως ιπταμένη, γιατί είχα οικονομική ανάγκη, και παράλληλα παρέδιδα ιδιαίτερα μαθήματα. Πριν σε προσλάβουν σε κάποια δουλειά, έδινες αυτό που λέμε σήμερα «συνέντευξη». Οπότε περιμέναμε έξω από μια μεγάλη αίθουσα καμιά τριανταριά κοπέλες. Μου λένε «πηγαίνετε και θα σας ειδοποιήσουμε». Πηγαίνω στην πόρτα, γυρίζω πίσω και τους λέω «θα με ειδοποιήσετε ναι ή όχι… γιατί έχω και δουλειές». Επρόκειτο περί θράσους που λέμε.

Σχολή Θεάτρου Κατσέλη

Έκανα μαθήματα φωνητικής με μια υπέροχη γυναίκα που ήταν ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο, τη Νέλλη Μαρσέλου. Μας έδινε και κομμάτια θεατρικά. Τη δεύτερη χρονιά μού λέει: «Εσύ πρέπει να πας σε σχολή». «Ποια είναι κοντά;», «Εδώ στην Ασκληπιού, του Κατσέλη». Πάμε στον Κατσέλη. Φαλακρός, ψηλός, αδύνατος, οστεώδης. Με κάτι μάτια που σε τρυπούσαν. Γοητεύτηκα και τρόμαξα ταυτόχρονα. «Ξέρετε.. εγώ… θέλω να έρθω». Πού να αρθρώσεις λέξη; «Καλά λοιπόν… να 'ρθείτε!» Πήγαινα λοιπόν στη Σχολή Κατσέλη και παράλληλα εργαζόμουν. Έμενα στην Κυψέλη. Κατέβαινα εκεί με τη βαλίτσα, δεν υπήρχαν ταξί, ούτε χρήματα, ανέβαινα όλη την Καλλιδρομίου, ανηφόρα μεγάλη. Και έλεγα στον Κατσέλη: «Πρέπει να φύγω», «Πάλι θα φύγεις; Πού θα πας;», «Στο Κάιρο!» του απαντούσα.

Ο Πέλος Κατσέλης

Γυρνούσα εξουθενωμένη από τα ταξίδια. Λονδίνο, Παρίσι, Γερμανία. Πήγαινα κατευθείαν στη σχολή με τη βαλίτσα. «Και θα δώσετε εξετάσεις τώρα εσείς στο τρίτο έτος;» Ντρεπόμουν που μου έκανε την παρατήρηση μπροστά σ’ όλα τα παιδιά. Ο Κατσέλης δεν ήθελε να μου δώσει βαθμό γιατί έλεγε ότι ήμουν μια λαμπρά νέα, από σπίτι, αλλά πίστευε ότι δεν πρέπει να βγω στο θέατρο. Τότε έρχονταν από το Υπουργείο Παιδείας στις εξετάσεις. «Θα της δώσουμε βαθμό, δεν μπορούμε αλλιώς, και ας κάνει ό,τι θέλει». Έτσι και έγινε. Πέρασα λοιπόν.

Πρώτη συνάντηση με τον Κουν

Τον είδα στο Θέατρο Τέχνης. Αυτός κοιτούσε την πλατεία, αν έχει κόσμο, πόσο έχει. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. «Κοίταξε να δεις, λέω, να με κοιτάει ο Κουν».

Η δε πρώτη συνάντηση είναι μυθιστορηματική. Απογευματάκι είμαι στο αεροδρόμιο και πηγαίνω κάπου προς τον Νότο. Έρχεται κατά πάνω μου ο Κουν: «Με συγχωρείτε, πού είναι η έξοδος επιβατών εξωτερικού; Γιατί περιμένω την κυρία Μερκούρη». Λέω: «Καλά τόσο κόσμος, εμένα βρήκε να ρωτήσει;». Του δείχνω. Και χωρίς να έχω πρετμάσει τίποτα, του λέω: «Κύριε Κουν… ξέρετε… έχω τελειώσει τη σχολή του Κατσέλη». Και αυτός με κοίταξε με το τσιγάρο στα χείλη, όπως πάντα. «Περάστε να σας ακούσω».

Ο Κάρολος Κουν

Ένα παιδί που γνώριζα, ο Αντώνης, έπαιζε μια σκηνή του «Γλάρου» και έψαχνε μια κοπέλα για να τον ακούσει ο Κουν. Οπότε πήρε εμένα και πήγαμε. Όλο το πρωινό, αν ο Κουν δεν είχε πρόβα, καθόταν με το τσιγάρο και το καφεδάκι του σ’ ένα τραπεζάκι. Κατεβαίνουμε τη φοβερή σκάλα αυτή, τάρταρα, για να πας στη σκηνή. Μαύρες κουρτίνες, μαύρα όλα. Μόνο το φως της πρόβας. Και ο Κουν μπροστά να κοιτάει. Όταν μιλούσα εγώ, έφυγε από τη θέση του και ήρθε και κάθισε απέναντι. Να έρθει ο Κουν απέναντί σου και να σε κοιτάει, φαντάσου. Θυμάμαι σαν να τον βλέπω τώρα. Ήταν μεγάλος δάσκαλος και σπουδαίος άνθρωπος. Λέει ύστερα στον φίλο μου: «Εσείς δεν μου κάνετε γι’ αυτό τον ρόλο. Εσείς με ενδιαφέρετε όμως», προσέθεσε.

Πήγα να με ακούσει. Έπαιξα τους μονολόγους που μου είχε πει, έκανα αυτοσχεδιασμούς. Με παίρνει αγκαλιά ο Κουν και πάμε στο γραφειάκι του. «Κοίτα να δεις τι μου συμβαίνει τώρα», σκεφτόμουν. Στο καμαρίνι κάτω ήταν το τραπεζάκι, μια πολυθρόνα δική του και ένας μικρός καναπές που κάθισα εγώ. Παιδί 21 ετών. Τι καταλάβαινα; Τη στιγμή που είμαι απορριπτέα από την άλλη σχολή; Έλεγα «τι είναι το θέατρο;». Μου λέει: «Κοιτάξτε, έχω να ανεβάσω τον "Θείο Βάνια"». Δεν έχω Σόνια. Εσείς, απ’ όσο σας βλέπω, μου κάνετε. Θέλω να έρχεστε στις πρόβες όμως, να μπείτε στο κλίμα μου». Ακούμπησε τα χέρια του πιο τρυφερά στους ώμους μου και είπε «σας δίνω τον ρόλο». Έτρεμα. Έτσι όμως με δέχθηκε το θέατρο.

Έφη Ροδίτη

Ο τρόπος του Κουν

Στην πρόβα δίδασκε τον καθημερινό τρόπο παιξίματος, Ας πούμε «πιάσε ένα ποτήρι, κοίτα αυτόν και μετά μιλάς». Άγνωστα πράγματα για εμένα. Συγκλονιστικός δάσκαλος. Ο Κατσέλης έλεγε «πες τα». Ο Κουν σου έλεγε «εδώ σηκώνεσαι, εδώ κάθεσαι». Μου έλεγε, θυμάμαι, σε μια σκηνή, ήταν το τελευταίο κομμάτι της δεύτερης πράξης. «Ξαναπές το! Ξανά. Πάλι». Μπορεί να το έκανα και δέκα φορές. Δεν μου έλεγε τι να κάνω. «Ξανακάν' το». Να μου έρχεται τρέλα. Να μην ξέρεις τι να κάνεις. Και την τελευταία φορά, έκανα μια κίνηση στα χέρια, τυχαία. «Μπράβο, Έφη!». Αυτό ήταν! Υπάρχει η συνέχεια του σώματος και αφού πεις τα λόγια.

Εκείνη την εποχή ο Κουν ήταν κάτι απλησίαστο. Το αντίθετο του Εθνικού Θεάτρου. Τα καθίσματα γύρω γύρω από τη σκηνή. Το Εθνικό Θέατρο με τη βερμπαλιστική εκφορά του λόγου και ο Κουν άμεσα, καθημερινά. Φοβερές διαφορές, τότε τρομακτικές. Το αντίπαλο δέος. Δύο αντιλήψεις για το θέατρο. Από τη μια, η μεγαλοπρέπεια και ο ακαδημαϊσμός του Εθνικού και, από την άλλη, ο ριζοσπαστισμός του Θεάτρου Τέχνης.

«Ο θείος Βάνιας» του Τσέχοφ.  Στον ρόλο του Βάνια, ο Κάρολος Κουν, που σκηνοθέτησε το έργο. Τη Σόνια υποδύεται η Έφη Ροδίτη.  (1960)

Η πιο ξεχωριστή προσωπικότητα

Ο Κουν είναι ο άνθρωπος που με σημάδεψε. Ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού κόσμου μου το οφείλω στον Κουν. Σε όποιον ρόλο έπαιξα, ήταν εκεί. Από κάτω. Κασέτα. Άνοιγε ορίζοντες. «Βλέπω το μέτωπό σου και βλέπω αν σκέφτεσαι», έλεγε ο Κουν και είχε δίκιο. Μέγας δάσκαλος, δεν ξεχνιέται.

Χαρακτικό του Α. Τάσσου με τον Στάλιν

Χαρακτικό του Στάλιν

Πριν λίγους μήνες έγραψε ο Τύπος ότι η Έφη Ροδίτη παρέδωσε στον Δημήτρη Κουτσούμπα ένα χαρακτικό του κορυφαίου χαράκτη Α. Τάσσου, που απεικονίζει τον Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν συνοδευόμενο από μια επιστολή. Το μοναδικό αυτό έργο το είχε εμπιστευτεί ο δημιουργός της στον Κώστα Νίτσο.

Γίνονται τα Δεκεμβριανά. Ο «Ριζοσπάστης» τότε είχε τα γραφεία του Σταδίου και Αμερικής. Τα κάνουν γυαλιά-καρφιά οι φασίστες. Εκεί υπήρχε και το χαρακτικό του Τάσσου το οποίο πετούν στα σκουπίδια. Το βλέπει ένας αστυνομικός, του κάνει εντύπωση και το παίρνει. Δεν είχε δει ποτέ άνθρωπο ζωγραφισμένο σε ξύλο. Φωτιές, καψίματα, πιστολιές δίπλα. Του λέει ένας συνάδελφός του: «Αυτόν που βλέπεις δεν τον ξέρεις! Ξέχνα τον!». Ο αστυνομικός φυλάει το ξύλο για χρόνια και κάποια στιγμή το πάει στον εκδοτικό οίκο Μέλισσα του Ραγιά που έβγαζε πολύ ωραία λευκώματα. «Αυτό να το πας στον βοηθό του Τάσσου, τον Σπύρο Καραχρήστο». Και έτσι το πήγε στον Σπύρο. Και ο Τάσσος κάνει ένα αντίτυπο. Έλεγε στο Νίτσο: «Βρε Κώστα, έχω κάνει έναν Στάλιν αλλά δεν τον βρίσκω». Και να που βρέθηκε έτσι. Κάνει ένα αντίτυπο λοιπόν και του το δίνει. «Έχε τον εσύ και φύλαξέ τον». Και έτσι το είχε ο Νίτσος και ύστερα εγώ το έδωσα.

Περιοδικό «Θέατρο»

Περιοδικό «Θέατρο»

Η Έφη Ροδίτη φέρνει ένα τεύχος που βρίσκει στα ράφια κάτω από το παράθυρο. Άρχισε να βγαίνει το 1961. Τα εξώφυλλα ήταν παραγγελία σε κάποιον καλλιτέχνη, ζωγράφο, αρχιτέκτονα. Το κάθε τεύχος είχε μέσα και ένα αδημοσίευτο ολόκληρο θεατρικό έργο. Συμπωματικά αυτό που κρατάς έχει το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ. Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση στην Ελλάδα ενός από τα διασημότερα έργα του 20ού αιώνα. Για εκείνη την εποχή είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Σε μια εποχή που η Βουγιουκλάκη είναι σταρ, στην πολιτική γίνεται χαμός και ο κόσμος δεν έχει τόσο καλό μορφωτικό επίπεδο, αυτό είναι κάτι πρωτοποριακό. Με καλή ποιότητα χαρτιού, καλό περιεχόμενο. Και η θεατρολογία δεν υπήρχε τότε. Ξεκίνησε δεκαετίες μετά το κλείσιμο του «Θεάτρου».

Αστερίσκοι

Ο Νίτσος εξέδιδε το «Θέατρο» ενώ ήταν διευθυντής στα «ΝΕΑ». Άρχιζε ο «Αστερίσκος», ένα μονόστηλο, δέκα αράδες, στη δεύτερη σελίδα πάνω πάνω και κάτω είχε αστεράκια. Αφορούσε τις τέχνες και λίγο περισσότερο το θέατρο γιατί έδινε περισσότερες αφορμές. Παρακολουθούσε την παράσταση και κατευθείαν πήγαινε στο γραφείο για να γράψει την κριτική. Την άλλη μέρα έτρεχαν να δουν τι γράφει ο Νίτσος. Μπορούσε να κατεβάσει μια παράσταση. Λόγω της κριτικής σε μια παράσταση του Μάνου Κατράκη δεν πήγε ο κόσμος. «Με έκαψες», του είπε ο Κατράκης. Ήταν δίκαιος αλλά και πολύ αυστηρός. Έντιμος κριτικός. Δεν θα έκανε κάτι για να τον αγοράσεις. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Έλεγε τη γνώμη του, όποια και αν ήταν.

Ο Κώστας Νίτσος, ιστορικός διευθυντής της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» και της απεργιακής εφημερίδας «Αδέσμευτη Γνώμη», που κυκλοφόρησε το 1975 ως απάντηση στους εκδότες.

Στο «Θέατρο» μετέφερε τους «Αστερίσκους». Ήταν πραγματικοί καταπέλτες. Ιδιαίτερα καυστικοί, με έντονο πολιτικό χρώμα. Ειδικά στη Μεταπολίτευση, ο Νίτσος ήταν πολύ μαχητικός εναντίον της Νέας Δημοκρατίας που ήταν τότε κυβέρνηση. Ο Τρυπάνης ήταν υπουργός Πολιτισμού κάποτε. Κάποια στιγμή του φέρνουν να διαβάσει αμέσως το νέο τεύχος. Δίπλα του η Συνοδινού, η οποία και μας το διηγήθηκε ύστερα. Λέει: «Πάλι με χτυπάει ο Νίτσος. Αλλά καλά τα λέει. Δίκιο έχει».

Ο Νίτσος σαν άνθρωπος

Δούλευε πολύ σκληρά. Στην εφημερίδα πήγαινε από τις 4 το πρωί εκεί που τυπώνεται, δίπλα στους εργάτες. Έπινε ένα καφεδάκι, κάπνιζε το τσιγάρο του και μετά κατέβαινε στο γραφείο του. Ένα τραπεζο-γραφείο και πάνω ήταν τα χαρτιά του. Εφημερίδες σκόρπιες, βουνό πάνω στο γραφείο. Εγώ άφησα το θέατρο σαν ηθοποιός για να είμαι κοντά στον Νίτσο. Χρειαζόταν έναν τέτοιον άνθρωπο κοντά του. Ήμουν μέσα στον χώρο, γνώριζα τα πράγματα. Έκανα μύρια όσα. Διορθώσεις, με την ανιψιά του την Έλλη. Ξανά και ξανά μέχρι να είναι τέλειο. Έβρισκα διαφημίσεις. Πήγαινα σε αγνώστους. Πήρα διαφήμιση από τη Swiss Air και από άλλους πολλούς. Θυμάμαι ήταν ένας που είχε διαφημιστική εταιρεία, Θαλής στο όνομα. Είχα αποταθεί σ’ αυτόν σοβαρά προτείνοντας, δείχνοντάς του. Μου λέει: «Να σας πω… έρχεστε να δουλέψετε εδώ;» (γέλια).

Αύγουστος 1959. Ο Κ. Νίτσος (αριστερά) στο γραφείο του  Δ. Ψαθά στην εφημερίδα, με στοίβες επιστολών πολιτών.  «Θα το γράψω στον Ψαθά...» μια από τις τρομερές απειλές της εποχής.(φωτό: Αρχείο  Λένας Κ.  Νίτσου)

Συνεργασία με τον Αλέξη Μινωτή στη δικτατορία

Έκανα διάφορες συνεργασίες μετά τον Κουν. Δεν ξέρω πώς και με παίρνει ο Μινωτής αφού έκανα οντισιόν. Θα ανέβαζε το «Μάνα κουράγιο». Δεν είχε κάποια για τον ρόλο της Κατρίν. Ο ρόλος δεν έχει λέξη. Τα λόγια του ρόλου με το σώμα και άναρθρες κραυγές. Η σιωπή όμως έχει πολύ κείμενο μέσα. Η παύση λέει πιο πολλά από το κείμενο. Η Κατρίν αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Είναι στο τέλος λοιπόν στρατιώτες και λένε: «Πάμε στο άλλο χωριό να σκοτώσουμε τον κόσμο, πάμε ξεκίνα!». Και η Κατρίν δεν ξέρει πώς να ειδοποιήσει. Υπάρχει μια καλύβα με μια σκάλα. Βαστώντας ένα ταμπούρλο, ανεβαίνει στη σκεπή και χτυπάει μανιωδώς για να ειδοποιήσει, σαν να τους λέει «ξυπνήστε, φύγετε!». Και τότε τη σκοτώνουν. Πέφτει από τη σκεπή. Με ξαπλώνουν κάτω και έρχεται από πάνω μου και κλαίει η Παξινού. Οπότε γίνεται σκοτωμός, φοβερό χειροκρότημα. Μεγάλη επιτυχία. Ο κόσμος έβλεπε το ταμπούρλο και το δυνατό χτύπημα σαν να το έλεγα σ’ εκείνους. Μήνυμα αφύπνισης. Αυτό εισέπραττε. Έπαιρνε άλλες διαστάσεις μέσα στη δικτατορία.

H Κατίνα Παξινού στο «Μάνα κουραγιο». Η Έφη Ροδίτη ως Κατρίν.

Απολογισμός

Νιώθω ηρεμία. Το θέατρο με δικαίωσε, έκανα καλά που το διάλεξα, γιατί αισθανόμουν ότι έδινα όσα περισσότερα μπορούσα στο κοινό και τους δικούς μου ανθρώπους. Πολλά έργα και έντονες σκηνές. Αυτό ήταν για εμένα το θέατρο. Δεν ήξερα τι ήθελα από μικρή. Το βρήκα κάνοντας αυτά με τον Κατσέλη, φτάνοντας στον Κουν. Δεν είχαμε στο Port Said το περιβάλλον, πράγματα που να σου δείχνουν δρόμους.

Νοσταλγείτε;

Δεν νοσταλγώ. Είμαι ευτυχής που έζησα εκείνη την εποχή. Κάποτε με ρώτησαν «τι θα ήθελες να παίξεις;» Δεν θέλω όμως να παίξω, θέλω να ξαναπαίξω. Με τον καιρό τα πράγματα όλα αυτά δουλεύουν μέσα σου. Καζάνι. Πλένεις τα πιάτα, περπατάς και κάποια στιγμή σου έρχεται και λες «αυτό ήθελε να πει το έργο και δεν το κατάλαβα». Η δικαίωση όμως είναι σημαντική. Ότι δεν πήγε η ζωή σου στράφι. Να σε σταματήσουν στον δρόμο, να σου πουν «σας ευχαριστώ». Είναι ένα αίσθημα να κλάψεις, να βουρκώσεις. Δεν υπάρχουν λόγια. Λες «καλά έκανα».

Έχω ζήσει και την κωμικοτραγική πλευρά βέβαια. Το 1983 υποδυόμουν σε μια τηλεοπτική σειρά, τη «Λάμψη των Άστρων», τη σύζυγο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ο οποίος είχε μια πολύ μεγάλη κλινική. Εγώ έκανα την καλή, κοσμική σύζυγο. Αρρωσταίνει η αδερφή του Νίτσου και είναι στον Ευαγγελισμό. Υπήρχε τότε άνθρωπος στο ασανσέρ που σε ρωτούσε πού πηγαίνεις. «Εσείς που θέλετε να πάτε;» Απαντώ «Στον 5ο». Λέει «Γιατί;», λέω «Είναι, ξέρετε, η αδερφή του άντρα μου». Και μου λέει: «Κοτζάμ κλινική έχετε, εδώ τη φέρατε;». Είναι φοβερό αλλά αλήθεια ο άνθρωπος το πίστευε.

Μια γυναίκα, μια φορά, με είχε σταματήσει έξω από τον Εθνικό Κήπο: «Κυρία Ροδίτη μου, ευχαριστώ πολύ. Δεν ξέρετε τι έχετε κάνει για εμένα». Βούρκωσε, μου κράτησε τα χέρια, δεν είπε όμως τίποτα. Τα χάνεις και εσύ. Τόσο αυθόρμητο, αληθινό που δεν μπορείς να ρωτήσεις. Έχω ζήσει άσχημα και ωραία. Είμαι ευχαριστημένη. Έχω κάνει κάτι καλό. Κάπου, κάτι έδωσα. Θα μου πεις αυτό πλανιέται κάπου στον αέρα. Αυτή είναι η μοίρα όλων όμως. Όσο ζουν οι άλλοι, που μνημονεύουν αυτόν που έφυγε, ζει και εκείνος. 

- Ποια είναι η φιλοσοφία σας για τη ζωή;
Να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Να κοιμάσαι ήσυχος. Να χαίρεσαι που υπάρχεις! Γιατί ανά πάσα στιγμή φεύγεις. Να χαίρεσαι τη στιγμή. Δύσκολο. Νομίζουμε πως είμαστε αθάνατοι. Για να το καταλάβεις θέλει άσκηση μεγάλη. Εσύ είσαι μικρό παιδί. Πόσο είσαι;

- 20.

Αχ, υπάρχει και αυτή η ηλικία! (γέλια)

Σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση.
Να είσαι καλά!

Εκτίμησα πολύ τη ζεστασιά της Έφης Ροδίτη και αναγνώρισα το ταλέντο της να διηγείται με τρομερό ενδιαφέρον ιστορίες, καθώς και το χιούμορ της που διατηρείται ακμαίο. Φεύγοντας, μου χαρίζει το πρώτο μεταδικτατορικό τεύχος του «Θεάτρου», που κυκλοφόρησε το τρίμηνο «Μάρτης - Ιούνης 1974». Επιφυλάσσεται στην επόμενη συνάντησή μας να μου δώσει κι άλλα. Στον δρόμο το ξεφυλλίζω και διαβάζω στους «Αστερίσκους» του Νίτσου «Το "Θέατρο" καλύπτει με ανέκφραστη υπερηφάνεια, το εξώφυλλο του πρώτου ελευθέρου τεύχους από το απέριττο Σήμα της Δημοκρατίας, χαραγμένο από ένα μεγάλο καλλιτέχνη και πιστό δημοκράτη, τον Κωνσταντίνο Παρθένη! Οι κοινωνικοί αγώνες είχαν ανέκαθεν υποστηρικτές του καλλιτέχνες. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η τέχνη είναι συνδεμένη με τη βαθύτερη ελευθερία του ανθρώπου. Μια ελευθερία υπόστασης». Η γραφή του Νίτσου πραγματικά σε συνεπαίρνει...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ