Θεατρο - Οπερα

Μπόρις Γιουχανάνοφ:Ο άνθρωπος που ανανέωσε το Θέατρο Στανισλάφσκι

Ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες, θεωρητικούς και δασκάλους της εποχής μας μιλάει στην Athens Voice.

Ίσμα Μ. Τουλάτου
ΤΕΥΧΟΣ 760
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Μπόρις Γιουχανάνοφ, διευθυντή του Θέατρου Στανισλάφσκι. Η μετονομασία σε Ηλεκτροθέατρο, το underground παρελθόν, τα σχέδιά του, η Ελλάδα.

«Ο Μπόρις Γιουχανάνοφ μπορεί να μετατρέψει τα πάντα σε τέχνη, ακόμη και τις στιγμές εκείνες τις οποίες κάθε άλλος άνθρωπος θα ήθελε να σβήσει από τη ζωή του», έγραψε πρόσφατα κάποιος θεατρικός κριτικός αναφερόμενος σ’ έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, θεωρητικούς και δασκάλους της εποχής μας. Δικαιολογημένα. Η ζωή του ανθρώπου ο οποίος πριν από λίγα, μόλις, χρόνια ανέλαβε το «κουρασμένο» Δραματικό Θέατρο Στανισλάφσκι και μέσα σ’ εντυπωσιακά σύντομο διάστημα το μετέτρεψε σ’ έναν από τους συναρπαστικότερους πολιτιστικούς οργανισμούς της Μόσχας και όχι μόνο μετονομάζοντάς το –όχι τυχαία– σε Ηλεκτροθέατρο Στανισλάφσκι, είναι γεμάτη ανατροπές.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, έχοντας ολοκληρώσει έναν κύκλο σπουδών υποκριτικής, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην τότε Σοβιετική Ένωση. Επρόκειτο για εμπειρία τραυματική, ωστόσο ο Μπόρις Γιουχανάνοφ τη μετέτρεψε σ’ ένα γοητευτικό μυθιστόρημα με τίτλο «Οι αυθόρμητες σημειώσεις ενός συναισθηματικού στρατιώτη». Παρόλο που με το πέρας της ήθελε να φύγει «κάπου στην Αμερική», τελικά παρέμεινε στη χώρα του σπουδάζοντας σκηνοθεσία στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεατρικών Τεχνών (GITIS), στη θρυλική τάξη των Ανατόλι Βασίλιεφ και Ανατόλι Εφρος.

Βασική φιγούρα της σοβιετικής underground σκηνής στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 οπότε και δημιούργησε το πρώτο ανεξάρτητο θεατρικό συγκρότημα (το Θέατρο-Θέατρο), υπήρξε, παράλληλα, ιδρυτικό μέλος του λεγόμενου «παράλληλου κινηματογράφου» ο οποίος αποτέλεσε το «αντίδοτο» στο επίσημο σινεμά της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ παράγοντας ταινίες οι οποίες γρήγορα προσείλκυσαν διεθνές ενδιαφέρον.

Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, όταν το 2013 επελέγη για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δραματικού Θεάτρου Στανισλάφσκι, έγινε ο πρώτος σκηνοθέτης με τόσο πλούσια διαδρομή στην underground σκηνή που ανέλαβε να διοικήσει έναν κρατικό πολιτιστικό οργανισμό, στο κέντρο της Μόσχας. Δεν δίστασε στιγμή, όπως λέει. Κι όταν τον ρωτώ πώς, τελικά, τα κατάφερε, χαμογελά με αυτοπεποίθηση και με διαβεβαιώνει ότι ποτέ δεν ξεχνά την πρώτη του μεγάλη αγάπη. Είναι αυτή η οποία τελικά τον οδηγεί στο να κάνει τα πράγματα διαφορετικά, εξασφαλίζοντας την επιτυχία…

Έχετε έρθει στην Ελλάδα;
Ναι βεβαίως, αρκετές φορές, η τελευταία ήταν προ διετίας. Μου αρέσει πολύ η χώρα σας. Έχω επισκεφθεί επανειλημμένως την Κρήτη, την Αθήνα… Έχω φίλους εκεί, διατηρώ ωραίες εικόνες στο μυαλό και πραγματικά κάθε φορά έρχομαι με μεγάλη χαρά. Περιμένω, λοιπόν, το επόμενο ταξίδι μου…

Θα θέλατε να παρουσιάσετε κάποια παράσταση εδώ;
Ασφαλώς. Κατά καιρούς σκέπτομαι ότι υπάρχουν διάφορα πρότζεκτ που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν σε συμπαραγωγή με κάποιον ελληνικό πολιτιστικό οργανισμό. Δεν μπορώ να δώσω συγκεκριμένους τίτλους αυτή τη στιγμή, δεν θέλω να πω κάτι βιαστικό, χωρίς να το έχω σκεφθεί εξονυχιστικά και να το έχω μελετήσει. Το τι θα παρουσίαζα έχει σχέση με πολλές παραμέτρους: το θέατρο όπου θ’ ανέβαινε και τις δυνατότητές του, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τη διοργάνωση κάτω από την «ομπρέλα» της οποίας θα παιζόταν και πολλά άλλα. Σαφώς, όμως, θα ήθελα να παρουσιάσω δουλειά μου στην Ελλάδα. Όταν ανέλαβα την καλλιτεχνική διεύθυνση του Ηλεκτροθεάτρου Στανισλάφσκι, η πρώτη παράσταση που ανεβάσαμε τον Ιανουάριο του 2015 ήταν οι «Βάκχες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου. Είχε για μένα συμβολική σημασία αυτό: ήταν σαν να έπαιρνα την ευχή του Διονύσου. Και το πρότζεκτ, όμως, επάνω στο οποίο δουλεύουμε αυτή τη στιγμή έχει ελληνικό τίτλο…

Δηλαδή;
Μιλώ για την «Κατάβαση», μια συμπαραγωγή του Ηλεκτροθεάτρου Στανισλάφσκι και του γερμανικού Κρατικού Θεάτρου Cottbus. Bασίζεται στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, ένα μυθιστόρημα που αποτυπώνει τη φύση των ολοκληρωτικών συστημάτων πριν αυτά γίνουν πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα μεγάλο πρότζεκτ που περιλαμβάνει συντελεστές από τον χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής, του χορού, της αρχιτεκτονικής. Aξιοποιούμε χώρους μέσα κι έξω από το θέατρο, επεκτεινόμαστε στον αστικό χώρο, συνεργαζόμαστε με φοιτητές από το τοπικό Πανεπιστήμιο και με πολλούς ακόμη... Είναι μια ανοιχτή διαδικασία, μια ακόμη πρόταση στο πλαίσιο του «θεάτρου του σκηνοθέτη» που πρεσβεύω…

Μιλήστε μας γι’ αυτό…
Όταν αποφάσισα να λάβω μέρος στην ανοιχτή πρόσκληση ενδιαφέροντος για την ανάληψη της διεύθυνσης του Θεάτρου Στανισλάφσκι το 2013, πολλοί προσπάθησαν να με αποτρέψουν. Το θέατρο βρισκόταν σε φάση παρακμής, το κτίριο ήταν σχεδόν ερείπιο, ο οργανισμός ήταν βουτηγμένος στα σκάνδαλα… Αρκετούς ξένισε το γεγονός ότι ένας άνθρωπος με το δικό μου υπόβαθρο το οποίο δεν είχε ποτέ καμία σχέση με το mainstream θα μπορούσε να ενδιαφέρεται για ένα ιστορικό θέατρο δίπλα στην πλατεία Πούσκιν, καταμεσής της Μόσχας. Κερδίζοντας τη διαδικασία, έγινα ο πρώτος σκηνοθέτης με τόσο μεγάλη πορεία στην underground σκηνή ο οποίος αναλάμβανε μια τέτοια θέση. Εξαρχής ξεκαθάρισα ότι αυτή είναι η κατεύθυνσή μου: ένα θέατρο που θα δίνει τον πρώτο ρόλο στον σκηνοθέτη, που θα υπηρετεί το όραμά του, που θα είναι ανοιχτό σε πολλές και διαφορετικές φωνές κι όχι μόνο σε μία. Οι πρώτες παραστάσεις ήταν ενός Έλληνα, ενός Ιταλού κι ενός Γερμανού σκηνοθέτη: του Θεόδωρου Τερζόπουλου για τον οποίον μίλησα ήδη, του Ρομέο Καστελούτσι και του Χάινερ Γκέμπελς. Θέλησα να δώσω το μήνυμα ότι δεν είμαστε απομονωμένοι. Είμαστε μέρος του κόσμου και θα δουλέψουμε μαζί…

Θεωρείτε ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι πιο εύκολη ή πιο λειτουργική με τα σύγχρονα έργα;
Όχι, ακριβώς το αντίθετο. Το καινούριο έργο θέλει να του δώσεις χώρο, να αναδείξεις το ίδιο το κείμενο έτσι ώστε να έχει την ευκαιρία του να δοκιμαστεί. Εάν και όταν γίνει αποδεκτό από το κοινό, εάν αντέξει στον χρόνο, τότε μπορεί να «αναγεννηθεί» στα χέρια ενός σκηνοθέτη. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Για περισσότερα από δέκα χρόνια, από το 1990 ως το 2001, ασχολήθηκα μ’ ένα πρότζεκτ βασισμένο στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Είχα δώσει τον τίτλο «Κήπος» γιατί στηρίχθηκε πολύ στην ιδέα του Κήπου της Εδέμ. Η δουλειά αυτή γνώρισε οκτώ διαφορετικές «αναγεννήσεις» με απώτερο σκοπό τη δημιουργία μιας νέας «μυθολογίας». Δεν μιλώ για αναβιώσεις: για την παρουσίαση, δηλαδή, της ίδιας ακριβώς παράστασης με κάποιες, έστω, μικροαλλαγές. Μιλώ για «αναγεννήσεις»: για καινούριες προσεγγίσεις που κάθε μία τους περιλάμβανε λεπτομερή ανάλυση του κειμένου του Τσέχοφ που αποτέλεσε την «πηγή» της εργασίας αυτής, διαφορετική σκηνική σύλληψη, άλλους ερμηνευτές. Μια απ’ αυτές τις «αναγεννήσεις» παρουσιάστηκε σε μια αγροικία κάποιου χωριού, κάποια άλλη σε μια γκαλερί, και η τελευταία στο νεότευκτο, τότε, πειραματικό κέντρο Μέγιερχολντ ως μέρος της θεατρικής Ολυμπιάδας. Ο «Κήπος» σηματοδότησε την απαρχή της θεατρικής μεθόδου μου που έχει να κάνει με μια διαρκή διαδικασία δημιουργικής εξερεύνησης όπου το στοίχημα δεν είναι το τελικό αποτέλεσμα…

Αλλά; Αν όχι το αποτέλεσμα, τότε ποιο είναι το ζητούμενο;
Η δουλειά μου διακρίνεται απ’ αυτό που λέμε «μέγεθος» σε όλα τα επίπεδα. Οι παραστάσεις μου διαρκούν ώρες, κάποιες φορές και τρεις, τέσσερις ή περισσότερες ημέρες. Εν προκειμένω ακυρώνεται η ίδια η ιδέα του τέλους. Η δουλειά δεν ολοκληρώνεται και δεν οριστικοποιείται την ημέρα της πρεμιέρας, το ζητούμενο είναι η διαρκής εξέλιξη εξ ου και ο αυτοσχεδιασμός του ηθοποιού ενθαρρύνεται απολύτως. Ο σκοπός είναι η διάδραση με τον χρόνο, με την ίδια τη ζωή. Το αποτέλεσμα είναι αυτή καθαυτή η διαδικασία, η «εγγραφή» της παράστασης σ’ ένα αιώνιο σύμπαν που περιλαμβάνει τόσο την ύπαρξη του δημιουργού όσο και την ύπαρξη του θεατή…

Αλήθεια πώς αποφασίσατε να μετονομάσετε το Θέατρο Στανισλάφσκι σε Ηλεκτροθέατρο;
Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι. Ο ένας έχει να κάνει με την παράδοση, με την Ιστορία. Έτσι ονομάζονταν οι κινηματογράφοι στη Ρωσία όταν πρωτοεμφανίστηκαν, τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και ο ίδιος έχω μεγάλη σχέση με το σινεμά, το βίντεο κ.λπ. Από την άλλη ήθελα να δώσω κι ένα στίγμα: ότι αυτό που συμβαίνει σ’ αυτό το θέατρο αποσκοπεί στο να «ηλεκτρίσει» τόσο τους δημιουργούς και τους συντελεστές όσο και το κοινό. Κάποια στιγμή, σε μια συζήτησή μου, είχα μιλήσει για ένα πρότζεκτ που είχα κατά νου και ήθελα να υλοποιήσω μια μέρα: το ονόμαζα «τρομοκρατικό θέατρο». Ήθελα να ορμήσω με μια ομάδα ηθοποιών μου σ’ ένα μοσχοβίτικο θέατρο, ας πούμε, να «καταλάβουμε» τη σκηνή για τρία-τέσσερα λεπτά και να κάνουμε κάτι διαφορετικό, προτού προλάβει κανείς να αντιδράσει. Θα το σκάγαμε αμέσως, αφήνοντας όλους πίσω μας άφωνους και μπερδεμένους… Έστω και γι’ αυτά τα λίγα λεπτά όμως θα είχαμε φέρει τη ζωή σε κάτι άψυχο, βαρετό… Δεν το έκανα ποτέ, ασφαλώς, αλλά η σκέψη μου αυτή είναι ενδεικτική της νέας πνοής που ήθελα να φέρω στο θέατρο… Και, νομίζω, εξηγεί το πώς ένας καλλιτέχνης όπως εγώ, με τόσο μεγάλη πορεία στο underground που είναι η πρώτη και η μεγάλη μου αγάπη, μπορεί να διοικεί έναν κορυφαίο, ιστορικό θεσμό με διαφορετικό τρόπο…

Η αγάπη σας αυτή για το underground τη δεκαετία του ’80 πώς εξελίχθηκε, αλήθεια, αργότερα, με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης; Η έλλειψη ελευθερίας οδηγεί σε μια μοναχική αντίσταση η οποία είναι δημιουργική. Αξίζει, ίσως, να πω προκειμένου να γίνω πιο κατανοητός ότι στη διάρκεια του πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1991 βρισκόμουν στα δικά μου χαρακώματα: σ’ ένα υπόγειο κάνοντας πρόβες. Αργότερα, όλη αυτή η εσωτερική διεργασία με οδήγησε στην καλύτερη κατανόηση της κοινωνίας, στην ανάπτυξη της μεθόδου της «αέναης διαδικασίας» που περιέγραψα παραπάνω αλλά και σ’ αυτό που μόλις προ ολίγου ανέφερα: στην ανάγκη μου να κάνω τα πράγματα διαφορετικά… Όλ’ αυτά εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την πορεία του Ηλεκτροθεάτρου Στανισλάφσκι την τελευταία πενταετία…

Τελικά υπάρχει συνταγή επιτυχίας; Ποιες ήταν οι πρώτες σας κινήσεις όταν αναλάβατε τη διοίκηση;
Όπως σας είπα, το θέατρο ήταν σχεδόν ερείπιο. Αφού διαβεβαίωσα όλους τους εργαζόμενους ότι θα διατηρήσουν τη δουλειά τους και δεν επρόκειτο κανείς να φύγει, τους εξήγησα ότι για δυο χρόνια δεν θα έχουμε «ζωντανές» παραστάσεις και τους έστειλα διακοπές. Γυρίζοντας, βρήκαν καινούριες, σύγχρονες αίθουσες δοκιμών, νέα καμαρίνια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Ανακαινίσαμε την ίδια την αίθουσα ώστε να αναβαθμίσουμε τεχνολογικά κι αισθητικά τις δυνατότητές της. Ωστόσο, διατηρήσαμε αλώβητα όλα τα στοιχεία του τα οποία είχαν την οποιαδήποτε ιστορική αξία. Τα φροντίσαμε, τα συντηρήσαμε και τα αναδείξαμε. Φτιάξαμε μια δεύτερη, μικρή σκηνή, προκειμένου να δώσουμε την ευκαιρία σε νέους ανθρώπους να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Όχι μια και δυο φορές, αλλά τρεις και περισσότερες. Ως τότε, σκηνοθέτες 40 και 45 ετών θεωρούνταν ακόμη «νέοι» καθώς δεν είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν πέρα από μια παράσταση. Το αλλάξαμε αυτό. Σημαντική πλευρά της δουλειάς μας ήταν η ενίσχυση μιας επιδίωξης του ίδιου του Στανισλάφσκι: να φέρουμε κοντά το θέατρο και την όπερα. Πέρα απ’ αυτά, θεωρώ αξιοσημείωτη μια ακόμη πρωτοβουλία η οποία έχει να κάνει με την ίδρυση μιας Σύγχρονης Σχολής Θεατών και Ακροατών...

Τι ακριβώς είναι αυτό;
Θέλουμε ένα θέατρο όπου η δράση και η δραστηριότητα δεν σταματά ποτέ. Πέρα από τις παραστάσεις μας, λοιπόν, φιλοξενούμε διάφορα δρώμενα: διαλέξεις, αναγνώσεις ποιημάτων και πεζών από ηθοποιούς και σκηνοθέτες, συζητήσεις που «επανατοποθετούν» ιστορικά γεγονότα με βάση νέα τεκμήρια που έρχονται στο φως, πειραματικά events που «παίζουν» με τα όρια ανάμεσα σε διαφορετικά είδη τέχνης. Κι όλ’ αυτά φιλοξενούνται παντού: στη μεγάλη σκηνή, στη μικρή σκηνή, στην γκαρνταρόμπα, στο κλιμακοστάσιο… δεν αφήνουμε κανέναν χώρο ανεκμετάλλευτο, χωρίς ζωή...

Πώς βιώνετε, αλήθεια, την πανδημία;
Είναι μια κατάσταση που αγγίζει όλους τους ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, μια πολύ δύσκολη στιγμή για την ανθρωπότητα. Έχει ενδιαφέρον ότι παρά τις επιβεβλημένες αποστάσεις, τη χρήση της μάσκας, οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά ψυχικά. Κατά κάποιον τρόπο η απόσταση, αντί να χωρίζει, ενώνει...

Είναι, άραγε, εμπνευστική για έναν καλλιτέχνη μια τέτοια κατάσταση;
Απολύτως. Ό,τι αγγίζει την ανθρώπινη ψυχή ξυπνάει την έμπνευση. Μίλησα προηγουμένως για τη μοναχική αντίσταση στην οποία με οδήγησε το underground στη διάρκεια της νεότητάς μου. Τώρα η μοναξιά είναι διαφορετική. Δεν έχει σχέση με την έλλειψη ελευθερίας, με την κοινωνική και πολιτική καταπίεση. Είναι μια τελείως άλλη κατάσταση. Είναι η τρίτη φορά που προσωπικά έρχομαι σε επαφή με τον θάνατο. Η πρώτη ήταν στα τέλη του ’80 με αρχές του ’90, η δεύτερη στην αυγή της νέας χιλιετίας με το τέλος κάποιων σημαντικών θεσμών και η τρίτη τώρα.  Η διαφορά είναι ότι εν προκειμένω έχει να κάνει με κάτι βαθιά ανθρώπινο που δε γνωρίζει σύνορα, γλώσσες, φυλές, μας αγγίζει όλους όπου κι αν ζούμε, σ' ό,τι και σ' όποιον κι αν πιστεύουμε. Όλο αυτό δεν μπορεί παρά να επηρεάζει βαθιά την καλλιτεχνική δημιουργία...