Θεατρο - Οπερα

Μουσική πανδαισία, οπτική αφασία

Είδαμε τον Βέρθερο του Ζυλ Μανέ στη ΕΛΣ

Λένα Ιωαννίδου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πρώτη μου ουσιαστικά επαφή με την πλήρη εκδοχή του λυρικού δράματος του Ζυλ Μασνέ έγινε μόλις λίγες εβδομάδες πριν, όταν παρακολούθησα από το Τρίτο Πρόγραμμα, σε απευθείας μετάδοση από τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης την νέα παραγωγή του Ρίτσαρντ Έϊρ με τον Γιόνας Κάουφμαν στον ομώνυμο ρόλο και την Σόφι Κοχ στο ρόλο της Σαρλότ… Η, ιδιαίτερης ευαισθησίας, «όπερα δωματίου» του Γάλλου συνθέτη, βασισμένη στο αριστουργηματικό και δημοφιλέστατο, κάποτε, έργο του Γκαίτε « Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», δεν σε συνεπαίρνει με τη δράση, τις ίντριγκες και τις πολυπρόσωπες σκηνές της, αλλά με τις συναισθηματικές μεταπτώσεις , τη μελαγχολία και τον περίπλοκο εσωτερικό κόσμο των ηρώων της. Η σκοτεινή, προτεσταντική, «γερμανική» ατμόσφαιρα του κειμένου αναδεικνύεται μέσα από τη λιτή αλλά εξόχως μελωδική σύνθεση του Μασνέ .

Έχοντας έντονα στο μυαλό μου –ακούγοντας μόνο και όχι βλέποντας την όπερα–αυτή τη «γερμανική» ατμόσφαιρα, περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία το ελληνικό ανέβασμα του Βέρθερου από την ΕΛΣ σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη –και σίγουρα όχι ευχάριστη– όταν η αυλαία σηκώθηκε για να αποκαλύψει μια εντελώς παράταιρη –τουλάχιστον στα μάτια μου– εικόνα. Ένα αφαιρετικό σκηνικό, με δύο τεράστιους πλαϊνούς «τοίχους», με μια πόρτα ο καθένας, στη μέση μινιατούρες σπιτιών (λίγο αργότερα φωτίζονται κιόλας!) – και στο βάθος, ελέω βιντεοπροβολέα, να κυματίζει η θάλασσα και να πετούν οι γλάροι… Τη νησιώτικη (;) εικόνα συμπλήρωναν τα ανάλαφρα 50’ς κοστούμια των πρωταγωνιστών, κατάλληλα ίσως για μια ηθογραφική κωμωδία, σίγουρα όχι για τον Βέρθερο. (Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Πάτσας). Η ίδια αλλοπρόσαλλη σκηνογραφική και ενδυματολογική έμπνευση συνέχισε να μας αποπροσανατολίζει , όπως πολύ χαρακτηριστικά είπε η φίλη που με συνόδευε, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της όπερας (η τρίτη πράξη διασώθηκε) με τους πρωταγωνιστές να κινούνται αβοήθητοι με ένα στυλιζαρισμένο και κατά τη γνώμη μου εντελώς παλιομοδίτικο τρόπο. Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω τις προθέσεις του Σπύρου Ευαγγελάτου και απορώ πώς ένας σημαντικός και τόσο καλλιεργημένος σκηνοθέτης κατόρθωσε να βγει τόσο πολύ «εκτός θέματος».

n

Στο μουσικό μέρος, τώρα, ο Βέρθερος ευτύχησε να έχει ένα εξαιρετικό καστ πρωταγωνιστών. Η μετάκληση του διάσημου Γάλλου λυρικού τενόρου Ζαν-Φρανσουά Μπορράς για τον ομώνυμο ρόλο αποδείχθηκε έξοχη επιλογή – μόλις ένα μήνα πριν είχε αντικαταστήσει τον Γιόνας Κάουφμαν στην παράσταση της Μετροπόλιταν! Μια φωνή με λαμπερό ηχόχρωμα τόσο στις χαμηλές όσο και στις υψηλές νότες, που κατέγραψε με λυρισμό, ποιητικότητα και ευαισθησία τη διαδρομή του νεαρού ήρωα από το πάθος στην απόγνωση και το θάνατο. Η ερμηνεία του στην περίφημη άρια «Pourquoi me reveiller» απέσπασε δίκαια το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού της Λυρικής. Δίπλα του, έλαμψε για μια ακόμα φορά η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη. Με τη μεστή, ώριμη φωνή της ζωντάνεψε έναν από τους ωραιότερους δραματικούς ρόλους του ρομαντικού ρεπερτορίου. Με αξιοζήλευτη φωνητική άνεση σκιαγραφεί κάθε πτυχή της γυναικείας ψυχολογίας, περνώντας από τη γλυκιά, «μητρική» και συγκρατημένη Σαρλότ της πρώτης πράξης στην ερωτευμένη ηρωίδα που κλονίζεται ανάμεσα στην απαγορευμένη επιθυμία και το καθήκον, καταβυθίζεται στην άβυσσο των συναισθημάτων της για να απελευθερωθεί στο –τραγικό– τέλος από τα δεσμά των κοινωνικών και θρησκευτικών συμβάσεων.

Το ρόλο της χαριτωμένης, ανέμελης δεκαπεντάχρονης Σοφί, ερμήνευσε υποδειγματικά, με την κρυστάλλινη, νεανική φωνή της, η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη. Καλοί στους μικρότερους ρόλους ο Διονύσης Σούρμπης (Αλμπέρ) και Δημήτρης Κασιούμης (Διοικητής).

Η ορχήστρα της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη απέδωσε με ευαισθησία και αξιοθαύμαστη ακρίβεια τη λιτότητα, την αυστηρότητα αλλά και τις δραματικές εξάρσεις της πλούσιας μελωδικής έμπνευσης του Μασνέ .

Με μια κουβέντα: Μια παράσταση που θα είχα απολαύσει 100% αν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου κλειστά για τρεις ώρες….