Θεατρο - Οπερα

Ένα λιοντάρι μεσοπέλαγα: Άνθρωποι κανίβαλοι - Λέων χορτοφάγος

Ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς σκηνοθετεί το έργο του Σλάβομιρ Μρόζεκ στο Μικρό Άνεσις

Δημήτρης Τσατσούλης
ΤΕΥΧΟΣ 737
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Δημήτρης Τσατσούλης γράφει κριτική για την παράσταση «Ένα λιοντάρι μεσοπέλαγα» σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, στο Μικρό Άνεσις

Μαύρο χιούμορ, σαρκασμός για πολιτικά και κοινωνικά θέματα, εντέλει εισβολή του παραλόγου χαρακτηρίζουν τον αρχικά σκιτσογράφο και μετέπειτα συγγραφέα Σλάβομιρ Μρόζεκ (Πολωνία, 1930 - Νίκαια Γαλλίας 2013).

Ευρύτατα γνωστός στο ελληνικό κοινό από τα πολυπαιγμένα έργα που τον καθιέρωσαν, το Τάνγκο (1965) και τους Εμιγκρέδες (1975), εγκατέλειψε την πατρίδα του το 1963, αρχικά για την Ιταλία και, στη συνέχεια, για Γαλλία, απ’ όπου θα γράψει επιστολή καταδικάζοντας την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, για να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στη Γαλλία όπου και θα λάβει αργότερα τη γαλλική υπηκοότητα. Με αφορμή τον δεύτερο γάμο του θα μετακομίσει το 1985 στο Μεξικό, θα επιστρέψει στην Πολωνία με τιμές το 1996, για να εγκατασταθεί εκ νέου στη Γαλλία, όπου θα τον βρει ο θάνατος το 2013.

Η εναρκτήρια παραγωγή του Θεάτρου «Μικρό Άνεσις» στηρίζεται σε δύο έργα του Μρόζεκ: το Μεσοπέλαγα, ένα μονόπρακτο του 1960, και το σύντομο διήγημα Το λιοντάρι που ανήκει στη συλλογή σύντομων ιστοριών με γενικό τίτλο Ελέφαντας που εκδόθηκε το 1957. Αν η τελευταία αυτή συλλογή περιλαμβάνει ιστορίες που σατιρίζουν το απολυταρχικό καθεστώς, το θεατρικό Μεσοπέλαγα καυτηριάζει τόσο τις αυταρχικές τακτικές όσο και τις δημοκρατικές διαδικασίες που με ύποπτους χειρισμούς μπορεί να καταλήξουν στην επιβολή της πλειοψηφίας πάνω σε μια μειοψηφία.

Στο Μεσοπέλαγα, τρεις κοστουμαρισμένοι άνδρες έχουν βρεθεί μετά από υποτιθέμενο ναυάγιο πάνω σε μια σχεδία, με πολλές προμήθειες σε μπαούλα, οι οποίες, όμως, φαίνεται να έχουν πλέον τελειώσει. Οι τρεις άνδρες δεν έχουν ονόματα ή άλλα προσδιοριστικά στοιχεία, αλλά χαρακτηρίζονται ως ο «χοντρός», ο «μέτριος» και ο «αδυνατούλης». Σύντομα αποκαλύπτεται ο εξουσιαστικός ρόλος που ασκείται από τον «χοντρό» με αφορμή την έλλειψη τροφής: η πρότασή του είναι ότι για να εξασφαλιστεί η επιβίωσή τους, θα πρέπει κάποιος από τους τρεις, εν είδει θυσίας για το γενικό καλό, να φαγωθεί. Από το σημείο αυτό, τα επιχειρήματα θα διαδέχονται το ένα το άλλο, όχι μόνο ως προς το ποιος θα φαγωθεί, αλλά και ως προς τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί. Οι συμμαχίες αλλάζουν ανάλογα με τα συμφέροντα, ακόμη και η εκλογική διαδικασία που προτείνει ο πιο λεπτός, ως δικαιότερη, και φυσικά κατόπιν επιχειρηματολογίας των υποψηφίων, διαβάλλεται, οι ανατροπές από, κατά αναπάντεχο τρόπο, ερχόμενους στη σχεδία, όπως ένας ταχυδρόμος ή ο μπάτλερ του «χοντρού», δεν επηρεάζουν την απόφαση των δύο να φαγωθεί ο λεπτότερος.

Το τέλος θα μείνει μετέωρο, καθώς εισβάλλει στη σκηνή το Λιοντάρι. Σε αντίθεση με τις κανιβαλικές ορέξεις των πολιτισμένων ναυαγών, ένα λιοντάρι της ρωμαϊκής εποχής αρνείται να μπει στην αρένα, όπως τα άλλα, για να φάει χριστιανούς. Περιορίζεται στο να μασουλάει καρότα. Ο υπεύθυνος της αρένας προσπαθεί να το πείσει να συμμετάσχει, έστω να προσποιηθεί ότι συμμετέχει στο τσιμπούσι, αλλά αυτό είναι ανένδοτο: το επιχείρημά του είναι ότι οι καιροί αλλάζουν, ακούγεται ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος θα αναγνωρίσει τους χριστιανούς και αυτό, ως προνοητικό, δεν θέλει να βρεθεί μεταξύ εκείνων που εθεάθησαν να τους τρώνε...

Η παράσταση που στήνει ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, στον οποίο οφείλεται και η διασκευή-συνένωση των δύο έργων, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών του. Μέσα από την πρέπουσα σοβαρότητα των καταστάσεων που αντιμετωπίζουν, οι τέσσερις ηθοποιοί της παράστασης, μέσα στα ταλαιπωρημένα σμόκιν τους, παίζουν το παράλογο, αλλά και τον παραλογισμό. Η σκηνή αποτελεί τη σχεδία τους, με τα αναγκαία μπαούλα, μια πρόχειρη κατασκευή σαν τέντα, ενώ ένα ρυάκι με νερό διαχωρίζει τη σκηνή από την πλατεία, δείκτης του πελάγους, του οποίου οι παφλασμοί ακούγονται ως ηχητικά εφέ. Λιτό αλλά αποτελεσματικό το σκηνικό της Δήμητρας Σπυρίδωνος, στην οποία οφείλονται και τα κοστούμια.

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ως ο επιβάλλων, με απολυταρχικό τρόπο αλλά και τεχνάσματα, τις επιθυμίες του, αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της δράσης, με το υπόγειο χιούμορ να καθορίζει τον λόγο του, αλλά και αφήνοντας χώρο ανάπτυξης στους νεότερους συναδέλφους του. Ο Αστέρης Πελτέκης, ως ο ενδιάμεσος κρίκος, με το σοβαρό παρουσιαστικό του και τις συχνά απεγνωσμένες εκφράσεις του, δημιουργεί απολαυστικές σκηνές, φέροντας αγκαλιά, σχεδόν μονίμως, ένα άδειο κλουβί και σφυρίζοντας στο ανύπαρκτο πουλί εντός του. Η εναρκτήρια σκηνή τον τοποθετεί άνετα μεταξύ των μπεκετικών ηρώων.

© Γεωργία Σιέττου / Στέλιος Δανιήλ

Ο Γιάννης Οικονομίδης, ως ο λεπτότερος ναυαγός, αντικείμενο της κανιβαλικής διάθεσης των υπολοίπων, έχοντας ως όπλο μόνο τη μέσω λόγου επιχειρηματολογία του, την οποία εκθέτει με τη λεκτική λεπτότητα που θυμίζει Ντίνο Ηλιόπουλο, χρησιμοποιεί παράλληλα, με τον τρόπο των μεγάλων ομιλούντων μίμων, τον κώδικα παντομίμας που γνωρίζει άριστα (αφού ηγείται της επιτυχημένης, μοναδικής στο είδος της στην Ελλάδα, Ομάδας παντομίμας Splish-Splash), με πλέον απογειωτική τη σκηνή όπου παρασκευάζει ένα υποτιθέμενο γεύμα. Με μαεστρία και ακρίβεια μεγάλου σεφ, ετοιμάζει τα ανύπαρκτα υλικά του, ρίχνει τα μπαχάρια, δοκιμάζει, καλώντας και τους συν-ναυαγούς του να βοηθήσουν στις δοκιμές, επιδιώκοντας να τους παραπλανήσει-αποσπάσει από τις εις βάρος του ορέξεις τους, δημιουργώντας έτσι μία από τις πλέον ευρηματικές σκηνές της παράστασης. Σαρωτικός στις εμφανίσεις-εισβολές του στη σχεδία, είτε ως ταχυδρόμος με το ποδήλατο υπό μάλης είτε μεταμφιεσμένος ως γέρος μπάτλερ, ο Θάνος Κοντογιώργης.

Εκείνο που διαχωρίζει την παράσταση από οιαδήποτε κωμωδία είναι ότι η σκηνοθεσία χρησιμοποιεί ευφυή ευρήματα χωρίς να υποπίπτει σε γκροτέσκο, ενώ οι ηθοποιοί, με τη μετρημένη τους ερμηνεία, αναδεικνύουν το μαύρο χιούμορ και την κοινωνική κριτική που ασκεί με τα έργα του ο Μρόζεκ. Ο Μιλιβόγιεβιτς σκηνοθετεί την παράστασή του με άξονα τη λογική που επιβάλλει ένα έργο Θεάτρου του παραλόγου: το γέλιο προκαλείται από την αντιμετώπιση του αλλόκοτου ως φυσιολογικού που απλώς εισβάλλει στην πραγματικότητα. Όπως εκείνο το εύγλωττο δάκτυλο, πίσω από την κουρτίνα, που καλεί εντός έναν-έναν τους ηθοποιούς πάνω στους οποίους θα πέσει ο προβολέας και, όταν αυτοί τελειώσουν, θα στραφεί προς τους θεατές. Ουδείς γνωρίζει τις βλέψεις της απρόσωπης εξουσίας.

Η καλή μετάφραση είναι της Ισμήνης Ραντούλοβιτς και οι λειτουργικοί φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.


Info
«Ένα λιοντάρι μεσοπέλαγα» του Σλάβομιρ Μρόζεκ σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, στο Μικρό Άνεσις. Πέμπτη & Παρασκευή στις 21.00, Σάββατο 18.30 & 21.00, Κυριακή 20.00. Μέχρι 8 Μαρτίου. Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της Athens Voice

INFO
Ένα λιοντάρι μεσοπέλαγα Σύγχρονο
Διάρκεια: 75'

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Αστέρης Πελτέκης, Γιάννης Οικονομίδης, Θάνος Κοντογιώργης
  • ΘΕΑΤΡΟ: Άνεσις
Δες αναλυτικά