Θεατρο - Οπερα

Δέσποινα Μπεμπεδέλη: «Μέτρον Άριστον. Αυτή είναι η ζωή μου»

Η μεγάλη ηθοποιός αφηγείται στην Α.V. την πλούσια και πολυτάραχη ζωή της

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 727
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τη σπουδαία ηθοποιό Δέσποινα Μπεμπεδέλη που επιστρέφει στη σκηνή του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου με το έργο «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη επιστρέφει στη σκηνή με το συγκλονιστικό έργο «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν, όπου υποδύεται μια 80χρονη γυναίκα εβραϊκής καταγωγής η οποία με αφορμή την αγρυπνία ενός νεκρού κοριτσιού ξεδιπλώνει το παρελθόν της. Η μεγάλη ηθοποιός αφηγείται στην Α.V. το δικό της παρελθόν, την πλούσια και πολυτάραχη ζωή της.

Δεν έχω υψηλή καταγωγή. Είμαι παιδί εργατών. Ο πατέρας μου ήτανε ράφτης, πουκαμισάς και η μάνα μου μοδίστρα. Ήταν Κωνσταντινουπολίτες. Ο πατέρας μου είχε σπουδαία φωνή και ήθελε να γίνει τραγουδιστής αλλά ο παππούς δεν του επέτρεψε και έτσι διοχέτευσε την αγάπη του για τη μουσική σπουδάζοντας Βυζαντινή μουσική και εξασκώντας το επάγγελμα του ιεροψάλτη. 

Εγώ γεννήθηκα στη βράση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πέρασα πολύ δύσκολα χρόνια μέσα σε μεγάλη πείνα, όπως μου διηγήθηκαν οι γονείς μου, όπως και η Ρόουζ που δύο ετών πεινούσε αλλά πάντα υπήρχε κάτι φαγώσιμο στο σπίτι γατί η μαμά της ήταν ικανή. Αντιλαμβάνομαι ότι και οι γονείς μου το ίδιο φρόντιζαν, να υπάρχει κάτι φαγώσιμο για το παιδί. Πουλούσαν στους μαυραγορίτες, στους ανήθικους αυτούς ανθρώπους τα αγαθά τους, τα δαχτυλίδια της μάνας μου, την προίκα της, για να πάρουν μισό μπουκάλι λάδι, πατάτες ή δύο αυγά. 

Έτσι μεγάλωσα, αλλά είχα την πολύ μεγάλη ευλογία εκεί στη Νέα Σμύρνη που γεννήθηκα να έρθω σε επαφή με έναν άλλο πολιτισμό, γιατί κατοικήθηκε από πρόσφυγες. Ήμουν πολύ κοντά τους γιατί ήταν φίλοι των γονέων μου και άκουγα σπουδαία πράγματα απ’ αυτούς. Είχαν μια άλλη κουλτούρα, ενώ δεν ήταν απαραίτητα επιστήμονες αλλά έμποροι ή βιοτέχνες και νοικοκυρές, διέφεραν από τους ντόπιους Έλληνες, ήταν Έλληνες ενός άλλου ήθους και μεγάλωσα ακούγοντάς τους και διαμορφώνοντας μια άλλη εικόνα για τον άνθρωπο. 

Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι απλοί, έντιμοι, εργατικοί και μέσα στη δύσκολη περίοδο του πολέμου και του εμφυλίου εγώ μεγάλωνα όμορφα κοντά τους, άσχετα αν έχω κάποιες εμπειρίες και μνήμες πολύ τραγικές γιατί στον εμφύλιο, παιδάκι ακόμα, έχασα πολλούς συνομήλικους φίλους από φυματίωση, από ασιτία, από βλήματα – παίζαμε στα χωράφια όταν είδα τον μικρό μου φίλο Βαγγέλη που του άρεσε να παίζει μπάλα να πατάει ένα βλήμα και να σκορπάει το κορμάκι του σα ρόδι ή την κηδεία της μικρής μου φίλης Φανούλας ντυμένης νύφη στο φέρετρο. Τέτοιες κακές μνήμες από νηπιακή ηλικία είναι βοηθητικές, σε κάνουν να σκέφτεσαι αλλιώς για τη ζωή και τον άνθρωπο. 

Τη δεκαετία του 1960, όταν τελείωσα το γυμνάσιο και επρόκειτο να σπουδάσω γαλλική φιλολογία και να γίνω καθηγήτρια, οι καθηγητές μου από το σχολείο μού είπαν να γραφτώ σε μια δραματική σχολή, και ενώ κοινωνικά τα χρόνια ήταν δύσκολα οι γονείς μου με προέτρεψαν ως λάτρεις του θεάτρου – άλλωστε τα Σαββατοκύριακά μας ήταν γεμάτα θεατρικές παραστάσεις και μαζί τους είδα παραστάσεις μνημειώδεις, με πολύ καλούς ηθοποιούς. Αυτό ήταν το πρώτο μου θεατρικό σχολείο. Παξινού, Μινωτής, Αλεξανδράκης, τότε που πρωτοέβγαινε και ήταν ένας άγγελος επί σκηνής, Μάππας, Αρώνη, Μανωλίδου, Κατσέλη, Λαμπέτη, Χορν, Λογοθετίδης, τούτα τα ιερά τέρατα που τα βλέπουμε τώρα στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, κωμωδίες, επιθεωρήσεις.

Το παίξιμό τους καταγράφηκε μέσα μου σαν τα πρώτα μαθήματα θεατρικής τέχνης, προτού ακόμα πάω στη σχολή του Πέλου Κατσέλη, ενός σπουδαίου σκηνοθέτη διανοούμενου και παιδαγωγού. Πηγαίναμε στη σχολή και ξέραμε ότι δεν θα αποστηθίζαμε τους ρόλους αλλά θα αποκτούσαμε μια ευρείας κλίμακας μόρφωση κοντά του γιατί ήταν αυστηρός, καλλιεργημένος, μορφωμένος, όλα σε πολύ μεγάλο βαθμό και ακόμα μες στα αυτιά μου είναι η φωνή του και οι διδαχές του. Όταν τελειώσαμε τη σχολή μαζί με την Αλέκα Κατσέλη τη γυναίκα του, κάναμε τραγωδία μαζί μ’ έναν άλλο πρωταγωνιστή και τεράστιο ηθοποιό από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τον Ιορδάνη Μαρίνο.

Κάνοντας ακρόαση στον κύριο Κουν με πήρε αμέσως και έπαιξα το πρώτο μου έργο, “Ο βασιλιάς πεθαίνει” του Ιονέσκο. Όμως η πρώτη μου παράσταση ήταν το “Τραγούδι του νεκρού αδελφού” του Μίκη Θεοδωράκη, το 1962 που τελείωσα τη σχολή, και εκεί είχα την πολύ μεγάλη τύχη να συναντήσω και άλλες θείες προσωπικότητες. Πρωταγωνιστές ήταν ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου. Αν μπεις σε έναν τέτοιο θίασο κάνεις τέταρτο έτος σχολής, Μaster class!

Δέσποινα Μπεμπεδέλη/ Φωτογραφία: Πηνελόπη Μασούρη

Και μετά το Θέατρο Τέχνης ήταν ένας άλλος ναός, ένα άλλο πανεπιστήμιο, ήταν και η σπουδαία μορφή του Καρόλου Κουν. Όταν έφυγα από εκεί είχα πάρει ένα πολύ γερό οπλισμό ως ηθοποιός αλλά και ως νέος άνθρωπος. Ακολούθησαν οι συνεργασίες μου με τον Δημήτρη Μυράτ και τον Αλέκο Αλεξανδράκη και μετά έφυγα για Κύπρο και έγινα Κυπραία μαζί με τον άντρα μου, που ήταν Κύπριος. Έκτοτε ζω εκεί με την οικογένειά μου και τον άντρα μου Στέλιο Καυκαρίδη.

Έρχομαι κατά περιόδους στην Ελλάδα. Τώρα είναι απίστευτο αυτό που μου συμβαίνει. Παίζω σε ένα θέατρο στη Νέα Σμύρνη, τον τόπο που γεννήθηκα, βαφτίστηκα και παντρεύτηκα.

Το πιο πρόσφατο έργο με ομοιότητες πριν τη Ρόουζ ήταν η Φιλιώ Χαϊδεμένου. Η Pόουζ ξεκινώντας από το τραγικό γεγονός του πολέμου συμβαδίζει με την ιστορία ενός βόρειου λαού στον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με την ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μαζί της και εγώ σαν Δέσποινα γεννήθηκα μέσα στη δίνη του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου από τον οποίο έχω τραυματικές μνήμες και μαζί πιο πρόσφατες από το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Αφηγούμενη την ιστορία των δύο αυτών γυναικών στο θέατρο συναντώ τα δικά μου στοιχεία, εμπειρίες, δεινά, αλλά ευτυχώς όχι στον βαθμό που τα υπέστησαν εκείνες . Όταν έχεις εμπειρίες από κάποια γεγονότα και έρχεται ένας ρόλος με συγγενή στοιχεία αυτό είναι πολύ βοηθητικό. Έχει φάσεις στη Ρόουζ που, καθώς αφηγείται την παιδική της ηλικία, θυμάμαι δικές μου στιγμές σαν παιδί. Όταν αφηγείται την προσπάθειά και το κυνηγητό προκειμένου να βρει κάποια ασφάλεια, θυμάμαι ότι και εγώ κρατούσα τα παιδιά μου από το χέρι και έτρεχα με την οικογένειά μου για να σωθώ, χωρίς να αντιγράφω τον εαυτό μου, γιατί η υποκριτική είναι μια τέχνη και μια τεχνική που ο ηθοποιός οφείλει να πάει στον ήρωα όχι να φέρει τον ήρωα κοντά. Πρέπει να μελετάμε βαθιά τον ρόλο και όχι να μοστράρουμε εύκολα τις δικές μας υποκριτικές ευκολίες.

Οι λαοί είναι θύματα των πολέμων, των οικονομικών και πολιτικών βρώμικων παιχνιδιών, του θρησκευτικού φανατισμού και των θρησκευτικών διακρίσεων. Όταν γίνονται τα γεγονότα είναι μέσα και υποφέρουν. Κανένας δεν ονειρεύεται να εμπλακεί σε συμφορές, θέλει να ζήσει ήρεμος, ευτυχισμένος, να δημιουργήσει οικογένεια, να σπουδάσει, να εργαστεί, να προκόψει, να απολαύσει τη φύση, τους κόπους του και ξαφνικά ξυπνάει ένα πρωί από μια αεροπορική επιδρομή. Όπως στην Κύπρο κοιμόμουν με τον άντρα μου και τα μωρά μου και ξαφνικά ακούστηκε εκκωφαντικός θόρυβος και μετά μια φωνή: Μπήκανε οι Τούρκοι. Κάνεις έναν ήρεμο ύπνο και ξυπνάς με τον τρόμο και μετά αρχίζει η μεγάλη σου περιπέτεια που δεν την προκάλεσες και καταλαβαίνεις ότι από εκεί και πέρα είσαι υποχρεωμένος απλά να ζήσεις,να επιβιώσεις. Έτσι και η Ρόουζ, η πρωταγωνίστρια που ενσαρκώνω φέτος, γεννήθηκε στην Ουκρανία και στα δεκαεφτά της πήγε στη Βαρσοβία για ένα καλύτερο μέλλον και εκεί δυο χρόνια μετά βρέθηκε στο τρομακτικό γκέτο της Βαρσοβίας. Τίποτα δεν προδιέγραφε την κακή τύχη που τη βρήκε, έχασε τα πάντα σαν Εβραία, πέρασε μέσα από τα μέγιστα εγκλήματα που υπέστη αυτός ο λαός.

Δέσποινα Μπεμπεδέλη

Αυτό που μ’ ενδιαφέρει όμως περισσότερο είναι το αίσθημα της δικαιοσύνης μέσα από την τέχνη, το βαθύτερο αίσθημα ανθρωπισμού, αδελφοσύνης και συμφιλίωσης των λαών ανεξαρτήτως χρώματος και καταγωγής. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, με τα ίδια δικαιώματα.

Οι Κύπριοι είναι πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα, ο μισός πληθυσμός έχει εκδιωχθεί από τις πατρογονικές του εστίες.

Και σήμερα, δυστυχισμένοι άνθρωποι που θέλουν να νιώσουν ελεύθεροι, που θέλουν να αποφύγουν τον κίνδυνο της εξόντωσης μπαίνουν σε πλαστικές βάρκες και πνίγονται γιατί έχουν την επιθυμία να βρουν έναν τόπο ελεύθερο και ανθρώπους να τους αγκαλιάσουν, να τους υποδεχτούν και να τους βοηθήσουν να δημιουργήσουν μια νέα ζωή ξανά. Αυτό γίνεται πάντα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Ήμουν πολύ τυχερή στη ζωή μου, δεν ζήτησα περισσότερα απ’ αυτά που έχω και αυτό με καλύπτει.

Η πορεία μου στο θέατρο ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Μπήκα σε σπουδαίους θιάσους με σημαντικούς πρακτικούς αλλά και θεωρητικούς, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάριο Πλωρίτη, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, έχω εικόνες ανάμεσα στον Κουν και τον Τσαρούχη το 1963 να μιλάνε ξανά και ξανά για τα περίφημα κοστούμια των πουλιών. Ο Τσαρούχης στεκόταν ήρεμος, χαμηλών τόνων, δεν ακουγόταν και πολύ, ο Κουν ήταν πιο ζωντανός στην κουβέντα του.

Έχω πλούσιο αρχείο με φωτογραφίες. Αν και έχω κακή σχέση με την τεχνολογία, έχω ένα τόσο δα μικρό τηλεφωνάκι και ό,τι γράφω το γράφω με το μολύβι και το στιλό. Φίλοι μου τυπώνουν φωτογραφίες και μου τις δίνουν, τις αποθηκεύουν, όμως εγώ κρατώ στη μνήμη μου περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι τα αρχεία των κινητών και των υπολογιστών. 

Δεν μ’ αρέσει να δίνω συμβουλές. Όσοι επιλέξουν να γίνουν ηθοποιοί ας δείξουν ζήλο, έρευνα, μελέτη, υπομονή, πάρα πολλή δουλειά. Είναι πολύ δύσκολο το θέατρο, να θυμάσαι τα λόγια είναι το λιγότερο, με τον χρόνο το μυαλό αποκτά έναν μηχανισμό στην απομνημόνευση, αν και δυσκολεύομαι εν μέρει τώρα πια να ρουφώ τα λόγια όπως όταν ήμουν νέα, τα καταφέρνω ακόμα και σε ένα μονόλογο σαν της Ρόουζ. Δεν τελειώνει με το να αποστηθίσεις τα λόγια του ρόλου.Το Θέατρο αγκαλιάζει όλες τις τέχνες – ο κόπος ειναι απερίγραπτος, για να πει ο θεατής ωραίο, ο ηθοποιός έχει δυσκολευτεί. Το μετά, να γίνει ο λόγος ζωή, να νιώσεις τον ήρωα, να μπεις στον ρόλο, θέλει δουλειά, ξενύχτι, διάλογο με τον σκηνοθέτη. Ενίοτε, όταν έχεις ιστορικό πρόσωπο πρέπει να ψάξεις τα γεγονότα, την ιστορική τεκμηρίωση. Είναι θαύμα αυτό που συμβαίνει, μέσα από το δικό σου είναι να γίνεσαι κάποιος άλλος. Αυτό το επίτευγμα σε κάνει πολύ ευτυχισμένο.

Δεν έχω δει πολύ ζωντανό θέατρο. Το ότι είχα πάντα δουλειά έχει ένα πλην, δεν έχω δει πολλές παραστάσεις. Βλέπω θεατρικά έργα από DVD, παραγωγές του BBC. Εκτιμώ πολύ το αγγλικό θέατρο και κυρίως τους άγγλους ηθοποιούς. Δηλώνω μονίμως μαθήτρια της αγγλικής σχολής. Και όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά μένω άναυδη μέχρι τώρα όταν παρακολουθώ μια παράσταση σαιξπηρική και όχι μόνον. Στον Σαίξπηρ είναι μάστορες, ο τρόπος που εκφέρουν τον ποιητικό λόγο και η δύναμή τους να κάνουν τον λόγο πεζολόγημα, να κρατήσουν τη ρίμα, τον ρυθμό είναι μια μαγεία. Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Τζούντι Ντεντς ή Μάγκι Σμιθ. Ο Εγγλέζος φοιτητής βγαίνει από τη σχολή και είναι έτοιμος να κάνει μεγάλους ρόλους σε σπουδαία έργα. Σκέφτομαι πόση δουλειά γίνεται στις σχολές, φανταστικά πράγματα για εμάς.

Τρωάδες του Ευριπίδη, Πάφος 2017, Αρχαίο Ωδείο, Πάφος Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Δέσποινα Μπεμπεδέλη © Johanna Weber

Η Μοντ είναι ένας άλλος ρόλος που έπαιξα τρεις φορές. Ήταν κι αυτή μια ηρωίδα που πέρασε από στρατόπεδα και περιπέτεια αλλά κατάφερε να συντηρήσει την αισιοδοξία της και να αποδείξει ότι η ζωή είναι δώρο και δεν πρέπει να το πετάμε.

Δεν είπα ποτέ στα παιδιά μου τι πρέπει να κάνουν. Το καλύτερο μάθημα ζωής για τα παιδιά είναι η στάση ζωής των γονιών. Ο γιος μου είναι δημοσιογράφος στην Κύπρο και η κόρη μου ηθοποιός. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα μαζί τους και συγκινούμαι τώρα που διανύοντας μια σεβαστή δεκαετία στη ζωή μου βλέπω τα παιδιά μου να με προσέχουν, να με νοιάζονται και να με αγαπάνε. Αυτό είναι η μεγαλύτερη ευτυχία για τον γονιό. Είμαι περήφανη για αυτά. Αυτό που έχω ζήσει ως τώρα μου αρκεί. Δεν άπλωσα ποτέ το χέρι μου παραπάνω από εκεί που φτάνει. Αισθάνομαι πλήρης.

Είμαι ηθοποιός, είμαι Ελληνίδα και με ενδιαφέρει το θέατρο. Αν έκανα καριέρα έξω θα έπαιζα τις Ιταλίδες ή διάφορες αλλοδαπές. Ούτε ο κινηματογράφος με ενδιέφερε βαθιά, αν και έχω δουλέψει με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο στη ταινία “Μία αιωνιότητα και μία μέρα”, ούτε και η τηλεόραση αν και έχω κάνει σημαντικές σειρές με σημαντικούς συναδέλφους.

Όταν ξεκίνησα υπήρχε μόνο το ραδιόφωνο και ήμασταν τότε με τ’ αυτί κολλημένο να ακούμε το θέατρο της Δευτέρας και μέσα από τις φωνές τους φανταζόμασταν τις φυσιογνωμίες τους γιατί δεν υπήρχαν τα χιλιάδες περιοδικά κρεμασμένα στα περίπτερα. Μόνο στο θέατρο μπορούσαμε να τους δούμε. Άκουγα τη θεϊκή φωνή της Ελένης Χατζηαργύρη και σκεφτόμουν “Θεέ μου, πώς να είναι αυτή η γυναίκα, πρέπει να είναι πολύ όμορφη” και όταν την είδα στο θέατρο είπα: “Ναι! Αυτή η φωνή ταιριάζει σ’ αυτήν την υπέροχη μορφή”.

Αγαπούσα το θέατρο, το θέατρο με αγκάλιασε, ήμουν τυχερή, το υπηρέτησα με πολύ ωραίους ρόλους, δύσκολους, σημαντικούς, από το αρχαίο δράμα μέχρι την πιο τρελή κωμωδία. Δεν ήθελα τίποτα άλλο στη ζωή.

Με την κωμωδία νιώθεις πάνω στη σκηνή πιο ελεύθερη, πιο ανάλαφρη, είναι άλλη διαδρομή που αντιμετωπίζεις με την ίδια τη σοβαρότητα. Μ’ αρέσει να δουλεύω, μ’ αρέσει να τυραννάω τον εαυτό μου, χωρίς τυραννία δεν γίνεται.

Όσο μεγαλώνεις και αφήνεις πίσω σου θεατρικές εντυπώσεις έχεις την αγωνία. Το επόμενο πρέπει, αν δεν είναι καλύτερο, να είναι εφάμιλλο του προηγούμενου. Όταν έπαιζα με σκηνοθέτη τον ανατολικογερμανό Χανς Ούβε Χάουζ έμαθα την προσέγγιση του μπρεχτικού ρόλου. Το “Μάνα κουράγιο” έχει καταγραφεί στη μνήμη μου σαν ένα πολύ θετικό επίτευγμα.

Τρωάδες του Ευριπίδη, Πάφος 2017, Αρχαίο Ωδείο, Πάφος Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Δέσποινα Μπεμπεδέλη © Johanna Weber

Επίσης την "Εκάβη" του Ευριπίδη, που έχω παίξει επτά φορές, η τελευταία ήταν με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο. Απ’ όλους τους ρόλους δεν επιθυμώ να παίζω όλο το έργο άλλα κάποιες σκηνές που μ’ έχουν σημαδέψει μαζί με τον κόσμο. Σκηνές μόνο!

Στον ελεύθερο χρόνο μου μελετώ τον επόμενο ρόλο μου. Είμαι εργατική. Η συνεχής άσκηση μου χαρίζει εφόδια. Δεν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο. Ο λίγος χρόνος που μου μένει εκτός δουλειάς μού χρειάζεται για να ξεκουράζομαι, να ανακτώ τις δυνάμεις για την επόμενη φάση. Μετά από πρόβες ή παραστάσεις, μέρες πολύ γεμάτες, γυρνάω τα βράδια νυσταγμένη, ίσως ανοίξω τηλεόραση, αν πέσω σε ταινία που μ’ ενδιαφέρει, μπορεί να κάτσω να τη δω, δεν είμαι fan της τηλεόρασης. Κυρίως βλέπω ξένες παραστάσεις από DVD.

Πόσο πιο πέρα να πάω τον βίο μου πια. Η ιδιοσυγκρασία μου είναι αυτό που φαίνεται. Δεν προσποιούμαι. Αντιμετωπίζω τα πράγματα με τη λογική και το συναίσθημα. Δεν νομίζω ότι στη ζωή μου έκανα κάτι χοντρά επιπόλαιο. Έτσι ανατράφηκα. Μέτρον Άριστον. Αυτή είναι η ζωή μου.


Info
«Ρόουζ», σκην. Νίκος Καραγέωργος, Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Περισσότερες πληρoφορίες στο Athens Voice Guide.