Θεατρο - Οπερα

Διαβάζοντας ξανά τον «Θείο Βάνια» του Άντον Τσέχωφ

Μετά την παράσταση της Μαρίας Μαγκανάρη στο Bios Main

Δήμητρα Κονδυλάκη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κριτική για την παράσταση «Θείος Βάνιας» της Μαρίας Μαγκανάρη στο Bios Main

Σκούρα, βαριά χρώματα, βήματα που σέρνονται και πηχτός αέρας πλήξης στον εντυπωσιακά ανοιχτό κι ελεύθερο χώρο του Bios Main, που κι η κάθε του γωνία γεμίζει από την περιρρέουσα δυσθυμία των προσώπων. Έχει κανείς την εντύπωση ότι η ενέργεια μπορεί εδώ να εκτονωθεί καλύτερα, το κλίμα παραμένει ωστόσο το ίδιο ασφυκτικό, όπως στον γοητευτικό χώρο του ΚΕΤ στην Κυψέλη όπου πρωτοπαίχτηκε η παράσταση την περσινή σεζόν (σκηνικά: Διδώ Γκόγκου, κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος). Η περίκλειστη ατμόσφαιρα στον πρώτο εκείνο χώρο λειτουργούσε ως ηχείο στα συμπιεσμένα αισθήματα των χαρακτήρων. Αλλά στο BIOS τα μεγέθη των ερμηνειών «απλώνονται» κι οι εντάσεις ισορροπούν κάνοντας πιο πειστικά τα ξεσπάσματα και πιο έντονες τις εσωτερικές αποχρώσεις του κάθε ρόλου.   

Αντικριστή διάταξη των θεατών και στον μακρύ σκηνικό διάδρομο που δημιουργείται στο κέντρο, τρία χαλιά - ξεχωριστοί υποχώροι που κλείνουν μέσα τους κάθε φορά διαφορετικές σκηνές προσωπικής έκθεσης: Τον χορευτικό μονόλογο της Ελένα (Ανθή Ευστριατιάδου), σπασμωδική αντίδραση στην αφόρητη πλήξη της υπό τον ήχο των εμμονικών πλήκτρων του Βάνια (Κώστας Κουτσολέλος), τη συγκινητική εξομολόγηση του Τελιέγκιν (Δημήτρης Ντάσκας) για το παράδοξο καθήκον της αφοσίωσης στη γυναίκα του που τον πρόδωσε, τη σκηνή της υπόσχεσης της Ελένα στην γεμάτη αγωνία Σόνια (Σύρμω Κεκέ) να εκμαιεύσει τα αισθήματα του Άστρωφ, τη μαγνητισμένη σκηνή μεταξύ Άστρωφ (Γιωργής Τσαμπουράκης) και Ελένα, που σπάει με την ερωτική, πλην όμως άδοξη, έφοδο του Βάνια...

Στα ακριανά σημεία του κεντρικού σκηνικού χώρου, από τη μια, το πιάνο και το μοναχικό δωμάτιο του Βάνια με το λαμπατέρ - υδρόγειο σφαίρα να υπογραμμίζει κυνικά την αγκύλωση στο κτήμα και την ακινησία του, από την άλλη, ένας απροσδιόριστα σκοτεινός χώρος προετοιμασίας, αναμονής, κενού χρόνου – τυφλός καθρέφτης του φωτισμένου χώρου της δράσης, όπου επίσης, κάθε απόπειρα σύνδεσης και ζωής πέφτει στο κενό... Στο όριο ανάμεσα στον χώρο της αναμονής και στον χώρο της δράσης υπάρχει μια τραπεζαρία στημένη ανορθόδοξα: τα πρόσωπα με την πλάτη στο τραπέζι και στραμμένα προς το κέντρο κάθονται στη μία μόνο πλευρά της, ο ένας δίπλα στον άλλο, κανείς δεν μπορεί ν’ αντικρίσει κανέναν, μόνο να τον ακουμπήσει λίγο με τον ώμο – μεταφορά της πραγματικής συναισθηματικής τους συνθήκης: Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει κανέναν, κανείς να αναλάβει κανέναν, μόνο πρόσκαιρες διασταυρώσεις είναι εφικτές των αντικρουόμενων επιθυμιών τους.

Τι είναι αυτό που μας αγγίζει τόσο πολύ στη σκηνοθεσία της Μαρίας Μαγκανάρη; Γιατί μιλούν όλοι για μια τόσο ουσιαστική παράσταση; Για ερμηνείες που παραπέμπουν σε «ανθρώπους της διπλανής πόρτας»; Σε τι συνίσταται η δύναμη της σκηνοθεσίας; Σίγουρα όχι στην αναζήτηση της πρωτοτυπίας. Ούτε μιας εξεζητημένης σκηνικής φόρμας, μετατσεχωφικής, μεταδραματικής, μετασυναισθηματικής που θα ανέτρεπε την πρόσληψη του χιλιοπαιγμένου Θείου Βάνια. Αντίθετα, η σκηνοθεσία αντλεί τη δύναμή της από την αναζήτηση του κοινότοπου, του απλού, του στοιχειώδους που περνάει μέσα από τη βαθιά κατανόηση κι ερμηνεία αυτών των προσώπων των αρχών του 20ού αιώνα εντοπίζοντας το συναίσθημά τους στο ακραίο σήμερα. Μ’ αυτό τον τρόπο, πολλαπλασιάζει τη δύναμη του τσεχωφικού έργου, που αποστρέφεται την εμμονή στη φόρμα προς χάριν της αυθεντικής έκθεσης και της ειλικρίνειας. Tαυτόχρονα, η σκηνοθεσία καταφέρνει παραδόξως να είναι αντιψυχολογική και αντιπροσωποκεντρική. Γιατί «κουρδίζει» σχολαστικά τις ερμηνείες σε μια συλλογική ανασκαφή της αιτίας της ματαίωσης του καθενός. Αναδεικνύει το ανεκπλήρωτο, μη φωτίζοντάς το μόνο μέσα από την προσωπική αλλά μέσα από τη συλλογική ιστορία. Βρίσκει με τη συνενοχή όλων των ηθοποιών, που είναι προσεκτικά επιλεγμένοι ώστε να μπορούν να δανείσουν στο ρόλο τον πραγματικό εαυτό τους, τον κοινό ρυθμό αυτού του ντόμινο της αποτυχίας. Ενώ ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος αφουγκράζεται χαρισματικά αυτό τον ρυθμό στη μουσική που έχει συνθέσει με θαυμαστή ακρίβεια.

Προς το τέλος του έργου, τη στιγμή του αποχωρισμού τους, ο γιατρός «κατηγορεί» την Ελένα –εκλεπτυσμένο πλάσμα που απαξιοί να μοχθήσει για οτιδήποτε– ότι τον παρέσυρε όπως κι ολόκληρο το περιβάλλον της για ένα ολόκληρο μήνα, όσο η ίδια έμεινε εκεί με τον σύζυγό της, σε μια νοσηρή αδράνεια. Ο ίδιος παράτησε τους αρρώστους του, ο Βάνιας και η Σόνια παράτησαν τις δουλειές τους στο κτήμα, ο μεν ερωτευμένος επίσης με την Ελένα, η δε ερωτευμένη με τον Γιατρό... Σ’ αυτό το γαϊτανάκι της τρελής ελπίδας, όλα τελούν υπό αναστολή, οι πάντες έχουν σταματήσει την οποιαδήποτε προσπάθεια σαν μαγεμένοι από την προβολή της σωτηρίας τους σ’ ένα άλλο πρόσωπο, ως εάν μόνο εκείνος / εκείνη να μπορούσε να τους αποκαλύψει την αλήθεια της ζωής τους. Όμως, εκείνος / εκείνη που αγαπούν προβάλλει τη δική του σωτηρία σε κάποιον άλλο.

Το θέμα του έργου είναι μια απεγνωσμένη ανάγκη για σωτηρία από τα δεσμά της πλήξης που ποτέ δεν έρχεται και που αποτυπώνεται στα ξεσπάσματα του κάθε χαρακτήρα – ειδικά του Θείου Βάνια, που στο πρόσωπο του Κώστα Κουτσολέλου έχει βρει την ιδανική έκφρασή του.

Κι ωστόσο, το θέμα του έργου δεν είναι ο έρωτας. Το θέμα του έργου είναι μια απεγνωσμένη ανάγκη για σωτηρία από τα δεσμά της πλήξης που ποτέ δεν έρχεται και που αποτυπώνεται στα ξεσπάσματα του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά – ειδικά του Θείου Βάνια, που παραπαίει ιδανικά ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, και που στο πρόσωπο του Κώστα Κουτσολέλου έχει βρει την ιδανική έκφρασή του. Σωτηρία από τη μη εκπλήρωση, τη μη εκτόνωση, το λίγο συναίσθημα, την άσκοπη ένταση, τον συσσωρευμένο θυμό, την επανάληψη, την ανουσιότητα μιας ζωής που δεν βρίσκει το σκοπό της, που δεν μπορεί να εξαντληθεί στην ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών και που, ταυτόχρονα, είναι εκτεθειμένη στην αδικία, τη βλακεία, την διαρκώς ματαιωνόμενη αναμονή. Μιας ζωής που ζητάει κάτι άλλο, κάτι περισσότερο, κάτι πιο δυνατό, πιο ουσιαστικό, πιο γεμάτο, πιο ζωντανό και που ποτέ δεν ικανοποιείται.   

Από την άλλη, υπάρχει το αντίβαρο της Γοητείας: Ο Τσέχωφ το εντοπίζει σ’ εκείνα τα πρόσωπα που μπορούν να κοιτάζουν και να βλέπουν μακριά, που οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο, που δεν παύουν να δημιουργούν με μακροπρόθεσμους στόχους, τα πρόσωπα που ερωτευόμαστε, όπως ο Γιατρός Άστρωφ, που, κατά την Ελένα, «φυτεύει σήμερα ένα σπόρο και σκέφτεται το δέντρο που θα έχει γίνει σ’ εκατό χρόνια». Ή, όπως ο Καθηγητής Σερεμπριάκωφ, που αφιερώθηκε στο υψηλό πεδίο της Επιστήμης. Όμως, η Γοητεία, ως μοχλός μεταβολής της ζωής του καθενός, αποδεικνύεται παραπλανητική – εφόσον τρέφει μόνο τη φαντασίωση του αύριο και αδυνατεί να συντονιστεί με τις πραγματικές σημερινές συνθήκες. Ο Γιατρός δεν κάνει άλλο παρά να ενισχύει το έλλειμμα του παρόντος τόσο για τη Σόνια όσο και για την Ελένα. Εξίσου παραπλανητική υπήρξε στο παρελθόν και η γοητεία του Σερεμπριάκωφ πάνω στην Ελένα και στο Θείο Βάνια. Και οι δύο έχουν οικειοθελώς αφιερώσει τη ζωή τους σ’ έναν άνθρωπο που αποδείχτηκε απελπιστικά ρηχός. Τώρα όμως είναι αργά. Ο Τσέχωφ συγκατανεύει τρυφερά αλλά τελεσίδικα στην παραίτησή τους από οποιαδήποτε ελπίδα ν’ αλλάξουν κάτι. Παραδέχεται ότι σημασία δεν έχει τι ευαγγελίζεται κανείς, αλλά τι εντέλει καταφέρνει να κάνει... Κι ο ίδιος ως συγγραφέας δεν παραιτείται εύκολα από την ελπίδα της Γοητείας όσο κι αν είναι απατηλή, έως και καταστροφική... Διαφορετικά δεν θα αφιέρωνε τόσα έργα στη διάψευσή της... το Γλάρο, τις Τρεις Αδερφές κ.ο.κ...

Το συναίσθημα που απομένει μετά τη διάψευση των αναπτερωμένων, προς στιγμήν, ελπίδων των ηρώων κάθε τσεχοφικού έργου, είναι η δουλειά, η θρησκευτική προσήλωση στο ευτελές ίσως, αναγκαίο όμως καθημερινό έργο του καθενός...

Το μόνο που έχει αξία σ’ ένα απομαγευμένο κόσμο, το συναίσθημα που απομένει εντέλει μετά τη διάψευση των αναπτερωμένων, προς στιγμήν, ελπίδων των ηρώων κάθε τσεχοφικού έργου, είναι η δουλειά, η θρησκευτική προσήλωση στο ευτελές ίσως, αναγκαίο όμως καθημερινό έργο του καθενός, χωρίς προσδοκίες, χωρίς εξάρσεις, με μόνη ανταμοιβή την ανάπαυση που μοιραία θα έρθει στο τέλος. Η συγκλονιστική επωδός της Σόνιας από τη Σύρμω Κεκέ που την ερμηνεύει στο κλείσιμο του έργου, «Θα αναπαυτούμε, θα αναπαυτούμε!» θ’ αντηχεί για καιρό στ’ αυτιά μας.

Όπως κάποτε είχε πει η μεγάλη Μνουσκίν, «Μετά το τέλος μιας παράστασης (ανεξαρτήτως αισθητικής θα πρόσθετα – γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ρεαλιστικό θέατρο στον αντίποδα των παραστάσεων του Θεάτρου του Ήλιου), ο θεατής πρέπει να μπορεί να πει: Μου δώσατε τροφή, μου δώσατε δύναμη, φεύγω τώρα λίγο καλύτερος, λίγο πιο συνειδητοποιημένος, με πιο καθαρές ιδέες, πιο γενναιόδωρος, πιο δυνατός». Αυτό είναι πάνω απ’ όλα που κάνει την παράσταση της Μαρίας Μαγκανάρη και των ηθοποιών της να ξεχωρίζει: η γενναιοδωρία.