Θεατρο - Οπερα

Η Υπνοβάτις του Μπελίνι στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν

Λίγο πριν την πρεμιέρα, ο σκηνοθέτης της παράστασης, Μάρκο Αρτούρο Μαρέλι, μίλησε στην A.V.

Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 718
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

H «Υπνοβάτις» επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή για να ανοίξει τη σεζόν 2019/20 και ο σκηνοθέτης, Μάρκο Αρτούρο Μαρέλι, μιλά στην ATHENS VOICE.

Είναι μία από τις δημοφιλέστερες όπερες του ιταλικού bel canto. Πλημμυρισμένη από τρυφερές, ονειρικές μελωδίες μεγάλης ευαισθησίας και εκφραστικής λιτότητας, αποδίδει τον χαρακτήρα του φυσικού τοπίου στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία και αποθεώνει την αγνότητα της Αμίνα, κεντρικής ηρωίδας του έργου, σκιαγραφώντας μια ειδυλλιακή εικόνα αθωότητας, μοναδική στην ιστορία του λυρικού θεάτρου.

Η υπόθεση της όπερας διαδραματίζεται στις ελβετικές Άλπεις και αφορά τον έρωτα ανάμεσα στη χωριατοπούλα Αμίνα και τον αγαπημένο της Ελβίνο. Ο γάμος τους κινδυνεύει να ακυρωθεί την τελευταία στιγμή: η Αμίνα υπνοβατεί και έρχεται σε δύσκολη θέση φέρνοντας επίσης τους γεμάτους προκαταλήψεις συντοπίτες της σε αμηχανία. Αφού λυθεί το μυστήριο της υπνοβασίας και δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις, η υπόθεση έχει αίσιο τέλος.

Μην περιμένετε όμως να δείτε ειδυλλιακά τοπία των ελβετικών Άλπεων, αθώες χωριατοπούλες, πλούσιους άρχοντες και άφθονο φολκλόρ. Η ιστορική συμπαραγωγή της Κρατικής Όπερας της Βιέννης και της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου που ανεβαίνει σε λίγες μέρες από τη Λυρική Σκηνή, δεν διαθέτει τίποτα από όλα αυτά, εκτός ίσως από το παγωμένο αλπικό τοπίο, αφού η… κατά Μάρκο Αρτούρο Μαρέλι Υπνοβάτις ζει στον ερμητικά κλειστό κόσμο του «Μαγικού βουνού» του Τόμας Μαν, εκεί όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει. Στη συνάντησή μας με τον διακεκριμένο σκηνοθέτη ζητήσαμε να μας μιλήσει γι’ αυτήν την ενδιαφέρουσα όσο και προκλητική ανάγνωση.

Στην «Υπνοβάτιδα» που θα δούμε σε λίγες μέρες, το κοινό που γνωρίζει ή έχει ξαναδεί την όπερα, μάλλον θα εκπλαγεί. Η δράση που περιγράφει το λιμπρέτο, στη δική σας εκδοχή έχει μεταφερθεί από το γραφικό ελβετικό χωριουδάκι του 19ου αιώνα σε ένα πολυτελές σανατόριο του 20ού αιώνα, χαμένο μέσα στο αλπικό τοπίο το οποίο, όπως αναφέρετε στο αναλυτικότατο σημείωμά σας, παραπέμπει άμεσα στο αριστούργημα του Τόμας Μαν, «Το μαγικό βουνό». Τι σας οδήγησε σε αυτή την πρωτότυπη σκηνοθετική προσέγγιση;
Λατρεύω τη μουσική του Μπελίνι και γνωρίζω καλά το συγκεκριμένο έργο. Όταν μου ζητήθηκε από την Κρατική Όπερα της Βιέννης να σκηνοθετήσω την «Υπνοβάτιδα», μελέτησα το λιμπρέτο το οποίο σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει αφελές, σχεδόν ανόητο – γι’ αυτό άλλωστε η όπερα δεν ανεβαίνει πολύ συχνά, παρόλο που η μουσική της στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ουράνια. Διαβάζοντας όμως το κείμενο «ανάμεσα από τις γραμμές» ανακάλυψα μια δεύτερη ιστορία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Εκείνο το διάστημα έτυχε να διαβάζω το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν και αισθάνθηκα ότι κάτι συνδέει αυτά τα δύο έργα. Είναι η αίσθηση του χρόνου που μοιάζει να μην κυλάει, να έχει παγώσει, είναι η λατρεία στη μουσική που διατρέχει το μυθιστόρημα – υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο σ’ αυτή.

Από την άλλη, o ίδιος ο Μπελίνι, την εποχή που έγραψε την «Υπνοβάτιδα» –γύρω στα 1830– ήταν άρρωστος και απογοητευμένος. Σχεδίαζε να μελοποιήσει τον Ερνάνη, το μυθιστόρημα του Βίκτωρα Ουγκό –πάνω στο οποίο βασίστηκε αργότερα το λιμπρέτο της ομώνυμης όπερας του Τζουζέπε Βέρντι–, όμως η μεγάλη επιτυχία που είχε η «Άννα Μπολένα» του Ντονιτσέτι τον φόβισε, δεν ήθελε να συγκριθεί μαζί του, να τον ανταγωνιστεί, με ένα επίσης ιστορικό δράμα. Έτσι άλλαξε σχέδια. Αποσύρθηκε σε ένα θέρετρο στη λίμνη του Κόμο για να ξεκουραστεί και εκεί, ξεκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, σχεδόν αυτοεξόριστος, συνέθεσε μουσική για την «Υπνοβάτιδα», ένα θέμα, το οποίο πριν από μερικά χρόνια είχε προκαλέσει αίσθηση ως μπαλέτο.

Η αλήθεια πάντως είναι ότι αφορμή να δω κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα την «Υπνοβάτιδα» στάθηκε η επιθυμία της Νάταλι Ντεσέ –μία από τις σπουδαιότερες σοπράνο της εποχής μας– να ερμηνεύσει την Αμίνα. Είχαμε συνεργαστεί άψογα σε πολλές μεγάλες παραγωγές – μόλις την προηγούμενη χρονιά είχαμε κάνει μαζί τη «Γυναίκα χωρίς σκιά» του Ρίχαρντ Στράους. Ο λόγος λοιπόν που η Κρατική Όπερα της Βιέννης ζήτησε εμένα, ήταν γιατί δεν την ενδιέφερε καθόλου να πρωταγωνιστήσει σε μια βαρετή, συμβατική σκηνοθεσία. Η ειρωνεία είναι ότι τελικά η «Υπνοβάτις» έκανε πρεμιέρα χωρίς την Ντεσέ η οποία αρρώστησε στις πρόβες και χρειάστηκε να αντικατασταθεί…

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στο σκεπτικό σας είναι το παιχνίδι του αναγραμματισμού του ονόματος της ηρωίδας, Amina και o συσχετισμός του με την «Αnima», μια έννοια που προέρχεται από τη γλώσσα του πατέρα της αναλυτικής ψυχολογίας, Καρλ Γκούσταφ Γιουνγκ. Με ποιο τρόπο η σύνδεση αυτή θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τη σχέση μεταξύ της Αμίνα και του Ελβίνο, των δύο κεντρικών προσώπων της Υπνοβάτιδας;
Το κλειδί είναι ο Ελβίνο. Μετά τον θάνατο της μητέρας του απομονώνεται στο σανατόριο αλλά η νεκρή τον στοιχειώνει ακόμα. Τον ακούμε να την αναφέρει διαρκώς, σε κάθε του άρια. Το δαχτυλίδι που προσφέρει στην Αμίνα είναι δικό της. Το ίδιο και το νυφικό που φορά στο γάμο της. Η μητέρα του ήταν η «anima» του – η ψυχή, το θηλυκό στοιχείο στον άνδρα σύμφωνα με τον Γιουνγκ – και τώρα που δεν υπάρχει πια, πρέπει, σαν καλλιτέχνης που είναι, να βρει τη νέα μούσα του, μια Μαντόνα για να θαυμάζει και να λατρεύει. Τη βρίσκει στο πρόσωπο της όμορφης, γλυκιάς, αιθέριας Αμίνα και όχι στη δολοπλόκο Λίζα που είναι γήινη, από «σάρκα και αίμα». Σαν σκηνοθέτης βρίσκω τρομερά ενδιαφέρουσα τη μη-σχέση τους. Δεν υπάρχει σωματικός πόθος, δεν ανταλλάσσουν ούτε ένα φιλί. «Ακόμα και στον ύπνο μου η καρδιά μου εσένα βλέπει» της τραγουδά. Ο Ελβίνο ερωτεύεται, όχι την Αμίνα, αλλά την ιδέα της γυναίκας. Σε εκείνη βρίσκει ένα εξιδανικευμένο αντικείμενο λατρείας, την ενσάρκωση της συλλογικής εικόνας της γυναίκας. Ένα φυσιολογικό κορίτσι θα αντιδρούσε με αυτή την «άπιαστη» μορφή σχέσης, η Αμίνα όμως την αποδέχεται, πιέζει με προθυμία τον εαυτό της προκειμένου να ανταποκριθεί στην εικόνα που έχει ο Ελβίνο στο μυαλό του, γιατί έχει ανάγκη να αγαπηθεί από εκείνον, ακόμα και να τη ζηλεύει –η σχέση τους χαρακτηρίζεται κυρίως από την τρομερή ζήλια του Ελβίνο–, όπως έχει ανάγκη και το μυστικό της «αρρώστιας» της, την υπνοβασία. Σ’ αυτήν αναζητά την ευτυχία που στερείται στην πραγματική ζωή.

Η τολμηρή σκηνοθετική σας προσέγγιση στην «Υπνοβάτιδα», από την πρεμιέρα στην Κρατική Όπερα της Βιέννης και εν συνεχεία στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, μέχρι σήμερα, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και έχει δεχτεί αρκετά σκληρή κριτική. Πώς το αντιμετωπίζετε;
Ναι, γνωρίζω ότι σε κάποιους δεν άρεσε η «ψυχαναλυτική» ανάγνωσή μου. Κάποιους άλλους ενόχλησε το γεγονός ότι από τη δική μου «Υπνοβάτιδα» έλειπε το γνώριμο σκηνικό που περιγράφει το λιμπρέτο: ο νερόμυλος του χωριού, το κάστρο του άρχοντα, το γεφυράκι πάνω στο οποίο υπνοβατεί η Αμίνα. Όμως δίπλα στην αρνητική κριτική έχω να παραθέσω αμέτρητα επαινετικά σχόλια. Θυμάμαι πως όταν ο Πλάθιντο Ντομίνγκο είδε την παράσταση με τη γυναίκα του μου εξομολογήθηκε ότι ήταν η πρώτη Υπνοβάτις που κατάφερε να… αντέξει! Για μένα, μια τέτοια κουβέντα, είναι το καλύτερο κομπλιμέντο, κι όταν μάλιστα προέρχεται από έναν από τους «συναδέλφους» μου, έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα. Είναι τυχαίο που η παραγωγή αυτή ανεβαίνει επί 20 χρόνια και με τεράστια επιτυχία, στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης; Αυτό και μόνο νομίζω ότι σημαίνει πολλά.

Ο τρόπος που έχετε επιλέξει να σκηνοθετήσετε το φινάλε της «Υπνοβάτιδας» –με ένα απότομο κλείσιμο της αυλαίας και μια μεταμόρφωση– είναι μια ακόμα έκπληξη για το κοινό. Είναι ο δικός σας τρόπος να γράψετε το «happy end» στην ιστορία;
Αναρωτιούνται πολλοί γιατί δεν υπάρχει ντουέτο του ζευγαριού στο φινάλε της όπερας. Νομίζω ότι σε αντίθεση με τις ηρωίδες στις περισσότερες όπερες του ιταλικού bel canto, που υποφέρουν, τρελαίνονται ή αυτοκτονούν για χάρη ενός άνδρα, ο Μπελίνι θέλει την Υπνοβάτιδά του όχι μόνο να επιβιώνει αλλά και να χειραφετείται. Αισθάνθηκα ότι με τη μουσική του χώρεσε μια ιστορία μέσα στην ιστορία γι’ αυτό κι εγώ με τη σειρά μου έστησα ένα θέατρο μέσα στο θέατρο. Στην τελευταία σκηνή, η Αμίνα, απελευθερωμένη από το «μυστικό» της υπνοβασίας της και έχοντας αποτινάξει από πάνω της τον ρόλο της νεκρής μητέρας του Ελβίνο, είναι επιτέλους ο εαυτός της. Η χαρά της εκφράζεται θριαμβικά με την υπέροχη καταληκτική άρια «Ah! non giunge uman pensiero» – προσωπικά μου θυμίζει το «Avanti popolo», τον ύμνο της ιταλικής αριστεράς (γέλια)…

Με το φινάλε που επιλέγει ο Μπελίνι, η ηρωίδα του μοιάζει να λέει σε όλους, σταματήστε, εγώ είμαι η ντίβα, εγώ θα τραγουδήσω την τελευταία άρια. Γι’ αυτό και όταν η αυλαία ανοίγει ξανά, εμφανίζεται μεταμορφωμένη σε σούπερ σταρ, σε μια ανέγγιχτη πριμαντόνα. Ξέρετε, στο θρυλικό ανέβασμα της «Υπνοβάτιδας» από τον Λουκίνο Βισκόντι, το 1955, η Μαρία Κάλλας, που σε όλη την παράσταση ήταν ντυμένη με ένα απέριττο λευκό φόρεμα, απόρησε όταν ο μεγάλος σκηνοθέτης της ζήτησε να φορέσει για το φινάλε ένα βαρύτιμο κολιέ στον λαιμό της. «Μα είμαι ένα φτωχό κορίτσι» του είπε. «Μα, όχι» της απάντησε, «είσαι η ντίβα»…

Ποιος από τους χαρακτήρες του έργου έχει για εσάς το μεγαλύτερο ενδιαφέρον;
Σίγουρα η Αμίνα. Είναι ένας χαρακτήρας που εξελίσσεται. Οι άνδρες , με εξαίρεση ίσως τον Κόμη, δεν ξέρω, μου φαίνονται λίγο ανόητοι, ιδίως ο Ελβίνο. Εδώ θέλω να σας εξομολογηθώ ότι σε όλη την επαγγελματική μου καριέρα –τώρα είμαι σχεδόν 70 χρονών– αντλώ μεγάλη χαρά από τη δουλειά μου, γιατί μέσα από αυτήν εξελίσσομαι κι εγώ, κάθε φορά που μου δίνει την ευκαιρία να γίνομαι …Ιζόλδη, Τριστάνος, Ζερμπινέτα. Αυτός νομίζω είναι ο λόγος που δεν χρειάστηκε ποτέ να πάω σε ψυχίατρο! Αντίθετα, ο ήρωάς μας ο Ελβίνο χρειάζεται οπωσδήποτε!

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice