Θεατρο - Οπερα

Κυπουργός & Κιτσοπούλου à la manière de... Μποστ

27 και 28 Ιουνίου στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος

Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 708
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Νίκος Κυπουργός και η Λένα Κιτσοπούλου παρουσιάζουν τη σατιρική «Μήδεια» του Μποστ στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

Operettarestart. Το φιλόδοξο εγχείρημα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να παρουσιάσει νέα έργα οπερέτας, γραμμένα από διακεκριμένους έλληνες συνθέτες, με στόχο τη δημιουργική επανεκκίνηση του είδους, κάνει αυτό το καλοκαίρι την αρχή στο Summer Nostos Festival του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Ο Νίκος Κυπουργός μελοποιεί τη σατιρική «Μήδεια» του Μποστ, ως οπερέτα πάνω σε λιμπρέτο που συνυπογράφει με τη Λένα Κιτσοπούλου.

© Gerasimos Domenikos

Η Athens Voice ζήτησε από τους δύο ταλαντούχους δημιουργούς να μιλήσουν για τη «συνάντησή» τους με τον ανατρεπτικό λόγο του Μποστ και την ανάδειξη του καυστικού και πικρού του χιούμορ μέσα από τη μουσική και το τραγούδι.

Η «Μήδεια», που θα δούμε, εντάσσεται στον κύκλο της Λυρικής που ονομάστηκε Operettarestart. Πιστεύετε πραγματικά ότι μπορεί να γίνει επανεκκίνηση σε ένα μουσικό είδος που από τους περισσότερους θεωρείται παρωχημένο;
Νίκος Κυπουργός
Όσοι φίλοι μουσικοί άκουσαν πρόβες από τη «Μήδεια», την ορίζουν διαφορετικά: «μουσική κωμωδία», «κωμική όπερα», «ελληνικό μιούζικαλ», ακόμα και «οπερέτα»... Ακόμα εγώ δεν την έχω ορίσει, και χαίρομαι γι’ αυτό. Ευτυχώς στο μουσικό θέατρο οι όροι και τα όρια συγχέονται, και όχι μόνο σήμερα. Παρόλο που ο κύκλος ζωής της οπερέτας έχει κλείσει για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους, το είδος δεν έχει εξαντληθεί. Το ζητούμενο δεν είναι η αναβίωση της οπερέτας όπως την ξέραμε, αλλά μία επαναπροσέγγιση στη μουσική κωμωδία γενικά. Υπό την έννοια αυτή, ο τίτλος της σειράς «operettarestart» αποτυπώνει εύστοχα την ιδέα του Γιώργου Κουμεντάκη και θέλω εδώ να προσθέσω ότι έρχεται σε μια χρονική στιγμή που επιτέλους έχουμε μια άνθηση συνολικά του μουσικού θεάτρου στην Ελλάδα, με σκηνές που προορίζονται γι’ αυτό και καλλιτέχνες που εκπαιδεύονται για το συγκεκριμένο είδος. Ο τρόπος τώρα προσέγγισης του είδους, ή μάλλον οι τρόποι, είναι τόσοι όσοι και οι συνθέτες. Εγώ προσπάθησα να υπηρετήσω το πνεύμα του Μποστ, μιλώντας αναγκαστικά τη δική μου γλώσσα.

© Gerasimos Domenikos

Λένα Κιτσοπούλου Εμένα προσωπικά δεν μου φαίνεται καθόλου παρωχημένο κανένα είδος τέχνης, καμία φόρμα, η οποία για κάποιον πολύ ουσιαστικό λόγο κατάφερε κάποτε να επιβληθεί και να δημιουργήσει ρεύμα. Δεν είναι παρωχημένο κάτι που είναι παλιό ή κλασικό. Δεν είναι παρωχημένος ο Παρθενώνας, δεν είναι παρωχημένα είδη η αρχαία τραγωδία, η όπερα, ο δεκαπεντασύλλαβος, ο Μπαχ, τα ρεμπέτικα, η οπερέτα. Υπάρχουν πολλά παρωχημένα σύγχρονα έργα, όπως και παρωχημένοι νέοι καλλιτέχνες και υπάρχουν πολλοί πρωτοπόροι καλλιτέχνες που έχουν πεθάνει εδώ και αιώνες και που είναι πολύ πιο μπροστά από το σήμερα. Παρακολουθώντας τις πρόβες της «Μήδειας», συνειδητοποιώ πόσο σουρεαλιστικό πράγμα είναι ένας άνθρωπος, εκεί που μιλάει, να αρχίζει να σου τραγουδάει. Φανταστείτε να το κάναμε αυτό στη ζωή μας... Να παραγγέλναμε τραγουδώντας. Ο υπάλληλος στην εφορία να μας εξηγούσε με μία άρια τον ΕΝΦΙΑ και το ΦΠΑ. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήμασταν σίγουρα μια πολύ πιο προοδευτική και πρωτοποριακή κοινωνία απ’ ό,τι είμαστε.

Κύριε Κυπουργέ, τι σημαίνει για εσάς «γράφω οπερέτα»; Είναι ένα έργο a la manière de... που ακολουθεί δηλαδή ως προς το μουσικό ύφος τη δομή της κλασικής αθηναϊκής ή βιενέζικης οπερέτας ή ένα νέο μουσικό είδος, ενδεχομένως με στοιχεία σύγχρονου μιούζικαλ;

Ν.Κ. Πιο πολύ το δεύτερο. Δεν θα μπορούσε να είναι το πρώτο. Από την οπερέτα κρατάω μόνο την εναλλαγή ανάμεσα στα αδόμενα μέρη και την πρόζα (η οποία είναι αρκετά περιορισμένη), και βέβαια τον ανάλαφρο χαρακτήρα που μας δίνει ο Μποστ. Κυριαρχούν άριες, ντουέτα, χορωδιακά και ορχηστρικά μέρη. Τα οποία όμως, πλην εξαιρέσεων, δεν έχουν την αυτονομία που συναντάμε στη οπερέτα, επανέρχονται, παραλλάσσονται, συνδέονται μεταξύ τους υπόγεια ή φανερά και υπό αυτή την έννοια παραπέμπουν περισσότερο στην όπερα και το μιούζικαλ. Παρακολουθώ για χρόνια τις εξελίξεις και τις σημερινές τάσεις στο Μουσικό Θέατρο στο εξωτερικό, είναι ένα πολύ γοητευτικό είδος. Έχω πειραματιστεί με αυτό και σε άλλα έργα μου, ακροβατώντας ανάμεσα στα είδη, στην κωμική όπερα, ή το μιούζικαλ, το γερμανικό καμπαρέ κ.λπ. Άλλωστε και η κλασική οπερέτα συνδύαζε αναφορές σε διαφορετικά είδη. Αυτή τη φορά λοιπόν δοκίμασα να φτιάξω μια «οπερέτα» à la manière de… Μποστ.

© Gerasimos Domenikos

Εσείς, κυρία Κιτσιπούλου, είστε πολυπράγμων. Γράφετε, σκηνοθετείτε, τραγουδάτε, συμμετέχετε ως ηθοποιός,  ως performer σε έργα δικά σας ή άλλων. Τώρα έπρεπε να διασκευάσετε σε λιμπρέτο ένα έργο με πολύ προσωπικό ύφος. Ο Μποστ έχει μια δολοφονική αθωότητα στον λόγο του. Ο δικός σας είναι πιο προκλητικός, πιο σκοτεινός. Αναζητήσατε σημεία σύγκλισης; Το χιούμορ ίσως;

Λ.Κ. Νιώθω μία βαθιά συγγένεια με τον Μποστ, όπως τη νιώθω με οτιδήποτε θαυμάζω. Στην περίπτωση της «Μήδειας» όλη η προσπάθεια και η χαρά ήταν να υπηρετήσουμε τη γλώσσα του Μποστ. Αλίμονο αν έπαιρνε κάποιος τον Μποστ για να τον αλλάξει. Εγώ δεν είχα καμία ανάγκη και διάθεση να γράψω ένα δικό μου έργο, ούτε να αλλοιώσω στο παραμικρό ένα τόσο χαρακτηριστικό ύφος, όπως αυτό του Μποστ. Όλη μου η δημιουργικότητα και η δουλειά εδώ εστίασε στο πώς θα αναδειχθεί ο Μποστ. Αυτό σημαίνει ότι τον κατανοείς, τον αγαπάς και σε συγκινεί βαθιά. Όποιες παρεμβολές, εισβολές και μικρές παραποιήσεις θεωρήθηκαν απαραίτητες να γίνουν, είτε για να εξυπηρετηθεί η μουσική και ο ρυθμός, είτε για να συμπυκνωθούν πράγματα ώστε να έχει το μουσικό αυτό έργο του Ν.Κυπουργού τη σωστή διάρκεια και δομή, έγιναν με απόλυτο σεβασμό στη γλώσσα και το ύφος του Μποστ.

© Gerasimos Domenikos

Το κείμενο της «Μήδειας» είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο. Πόσο δυσκόλεψε –ή διευκόλυνε– τη διασκευή του σε λιμπρέτο αλλά και τη ρυθμικότητα στη μουσική σύνθεση;

Ν.Κ. Το να γράψεις λιμπρέτο σε δεκαπεντασύλλαβο δεν έχει τόσο μεγάλη δυσκολία, μας είναι οικείο και από τον «Ερωτόκριτο» και από τις μαντινάδες και πολλές  φορές όλοι μας τον έχουμε χρησιμοποιήσει στην καθημερινότητά μας. Η δυσκολία ως προς το λιμπρέτο ήταν ακριβώς λόγω της οικειότητας να μην προδοθεί το ύφος του Μποστ μέσα από εύκολες λύσεις. Αλλά εδώ είχα και την πολύτιμη ματιά της Λένας, που τη γνωρίζω από τόσες συνεργασίες στο παρελθόν, και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Ως προς τη μουσική, όμως, η ιδέα του δεκαπεντασύλλαβου στην αρχή με τρόμαξε. Επειδή όμως πιστεύω ότι τα αυστηρά όρια σε κινητοποιούν και τελικά σε απελευθερώνουν, ο δεκαπεντασύλλαβος λειτούργησε ως μεγάλη πρόκληση. Καλείσαι να βρεις πολλούς διαφορετικούς τρόπους μελοποίησης των στίχων ώστε να μετατρέψεις τη φαινομενική μονοτονία σε ποικιλία. Εναλλάσσοντας τη ρυθμική αγωγή, τα ρυθμικά σχήματα, τα tempi... Κι έχεις ως οδηγό ένα κείμενο πλούσιο που και μόνο για να ακολουθήσεις την προσωδία και τους τονισμούς, σου γεννά συνεχώς καινούργιες ιδέες.

© Gerasimos Domenikos

Λ.Κ. Προσωπικά έχω μια μεγάλη αγάπη στον δεκαπεντασύλλαβο. Έχω γράψει στο παρελθόν ένα ολόκληρο έργο σε δεκαπεντασύλλαβο, το «Αθανάσιος Διάκος - Η Επιστροφή» για το Φεστιβάλ Αθηνών και είναι ένα παιχνίδι το οποίο εμένα με ελευθερώνει και με ευχαριστεί πολύ. Ο περιορισμός του σου δίνει άπειρες ελευθερίες και σου ανοίγει πόρτες που δεν φαντάζεσαι. Είναι πιο ευφυής από εμάς ο δεκαπεντασύλλαβος. Η λέξη που αναγκαστικά επιλέγεις, επειδή είναι η μόνη που «ριμάρει», είναι πολλές φορές μία λέξη που, αν δεν είχες τον περιορισμό αυτόν, δεν θα την επέλεγες και ξαφνικά η αναγκαστική της παρουσία μέσα στη φράση γίνεται ποίηση, ή γίνεται χιούμορ, χωρίς εσύ να το έχεις προσπαθήσει ιδιαίτερα. Πολλές φορές με τον Νίκο λέμε κάτι σε δεκαπεντασύλλαβο και γελάμε λίγο μετά, γιατί δεν έχουμε προλάβει να σκεφτούμε τι είπαμε. Έχουμε απλώς κάνει μία αναγκαστική ρίμα. Φυσικά, μετά από αυτή την πρώτη αυθόρμητη δημιουργία, μπορείς όλο αυτό να το επεξεργαστείς, να το αλλάξεις, να ψάξεις κάτι λίγο καλύτερο και φυσικά και έγινε αυτή η δουλειά και φυσικά και χρειάστηκε κόπος και χρόνος για να καταλήξουμε στην καλύτερη εκδοχή.

© Gerasimos Domenikos

Στη «Μήδεια» του Μποστ υπάρχουν πολλές σατιρικές αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις των αρχών της δεκαετίας του ’90, εποχή που γράφτηκε το έργο. Πώς τις αντιμετωπίσατε; Τις αφαιρέσατε ή τις προσαρμόσατε αντιστοιχώντας τις με πρόσωπα και καταστάσεις του σήμερα;

Ν.Κ. Εκείνες που θεωρούσαμε ότι δεν θα ήταν ίσως κατανοητές σήμερα, προτιμήσαμε να τις αφαιρέσουμε και δεν αναζητήσαμε αντίστοιχες σημερινές σκηνές. Νομίζω ότι η «Μήδεια» του Μποστ έχει έτσι κι αλλιώς αρκούντως διαχρονικό χαρακτήρα και θα ήταν λάθος να της προσδώσουμε επιθεωρησιακό.

Λ.Κ. Αποφασίσαμε από κοινού και εξ αρχής να τις αφαιρέσουμε. Θελήσαμε να εστιάσουμε στην ουσία του Μποστ, στην ποίησή του, στο χιούμορ του, στην τρέλα του ρυθμού του, των εναλλαγών του. Το ότι έχουμε αφαιρέσει τις καθαρά πολιτικές του αναφορές, φυσικά δεν σημαίνει ότι το έργο δεν παραμένει και πολιτικό. Οι χαρακτήρες του Ιάσονα, της Καλόγριας, των παπάδων, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τα πρόσωπα τα ίδια και η συνδιαλλαγή τους με τη ζωή, τη μοίρα, τον έρωτα, το συμφέρον, την έπαρση, τον φθόνο, όλα αυτά είναι πολιτική. Όλη η Ελλάδα περνάει μέσα από κάθε σκηνή του Μποστ, ακόμα και αφαιρώντας την πολιτική επικαιρότητα. Δεν χρειάζεται να ασχολείσαι με τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα για να μιλάς για πολιτική ή για να κάνεις πολιτικό θέατρο. Το αντίθετο, θα έλεγα. Ο κόσμος του Μποστ είναι πολύ πιο βαθύς και διαχρονικός από αυτού του είδους την επικαιρότητα, ή μάλλον, για να το πω διαφορετικά, είναι τόσο επίκαιρος και τόσο βαθιά ελληνικός, που δεν έχει ανάγκη από εφήμερα ριάλιτι.

© Gerasimos Domenikos

Κύριε Κυπουργέ, αναφέρετε στο σημείωμά σας ότι στόχος σας ήταν η ανάδειξη του καυστικού και πικρού χιούμορ του Μποστ. Πώς μπορεί να γίνει αυτό μέσα από τη μουσική;

Ν.Κ. Τον Μποστ τον χαρακτηρίζει αυτή η λεπτή ειρωνεία, όχι το προφανές χοντρό αστείο, τον διακρίνει ένα λεπτό, εξαιρετικά ευφυές χιούμορ. Δούλεψα, λοιπόν, σε αυτή την κατεύθυνση έχοντας τον ίδιο τον Μποστ για οδηγό. Εγώ απλώς προσπάθησα να τον μεταφράσω στη γλώσσα της μουσικής. Ο Μποστ διαρκώς σου τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια, στήνει μια συνθήκη και μόλις σε βάλει μέσα σε αυτή, σου την ανατρέπει. Είναι μέγας ανατροπέας με απίθανους κάθε φορά τρόπους. Και μιας και  θέλετε να μπείτε στην... κουζίνα, αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Παίρνω σαν παράδειγμα δύο ακραίους, αλλά υπάρχει και όλη η γκάμα ανάμεσά τους: μουσική «δραματική» σε αστείο κείμενο που τονίζει τον σκωπτικό χαρακτήρα του Μποστ, ή σκωπτική μουσική σε φαινομενικά δραματικούς στίχους. Το ύφος, οι ρυθμοί, η ενορχήστρωση, οι αναφορές στην τζαζ ή στην ηπειρώτικη μουσική ή στο γερμανικό καμπαρέ, ας πούμε, είναι τα μουσικά εργαλεία και το υλικά με τα οποία δούλεψα αυτούς τους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης του μποστικού πνεύματος. Αυτό άλλωστε γινόταν και στην κλασική οπερέτα, οι συνθέτες δανείζονταν στοιχεία από πολλά διαφορετικά είδη. Είδα πρόσφατα την εξαιρετική «Σατανερί» του Σακελλαρίδη στην Εναλλακτική, τι τολμηρό έργο, γραμμένο εκατό χρόνια πριν! Αλλά και η χρήση στοιχείων της κλασικής όπερας μπορεί ενίοτε να εντείνει τον κωμικό χαρακτήρα. Ο Ιάσων ας πούμε τραγουδάει μία σοβαρή άρια πάνω στους στίχους  «όπως γνωρίζεις, Μήδεια, δεν αγαπώ τα μύδια, άλλωστε πριν ετσίμπησα στιφάδο με κρεμμύδια»...

© Gerasimos Domenikos

Από τους χαρακτήρες του έργου, επιλέξατε να αναδείξετε κάποιον περισσότερο, π.χ. τον Ευριπίδη ή τον Καλόγερο στις σκηνές τους με τη Μήδεια; Έχετε επίσης δώσει ιδιαίτερο βάρος στη χορωδία. Γιατί; Εξυπηρετεί τη μουσική δραματουργία;

Λ.Κ. Ο Ευριπίδης και ο Καλόγερος έχουν έτσι κι αλλιώς από τον ίδιο τον Μποστ έναν ιδιαίτερο χώρο μέσα στο έργο, τον οποίο και εμείς προβάλλουμε με έναν δικό μας τρόπο. Παίξαμε αρκετά με αυτούς τους δύο χαρακτήρες και τους έχουμε δώσει και μία δική μας εκδοχή, είναι οι δύο ρόλοι πάνω στους οποίους έχουμε κάπως περισσότερο επέμβει, χρησιμοποιώντας φυσικά και πολύ Μποστ, όμως με κάποιες δικές μας παραλλαγές σε σχέση με τον λόγο της εμφανίσεως τους, ή με την προϊστορία τους.

Ν.Κ. Ως προς τη χρήση της χορωδίας, ο Μποστ χρησιμοποιεί έναν χορό κατά τα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας, τι ιδανικότερο λοιπόν να γράψεις για μια μεγάλη χορωδία, πώς να αποφύγεις μια τέτοια πρόκληση, ιδίως όταν το ίδιο το κείμενο σου ζητάει «Χορό»; Η χορωδία μάλιστα εδώ έχει άκρως «δραματικό» ρόλο, τραγουδώντας π.χ. «Δυστυχισμένη Μήδεια, τι σου ‘μελλε να πάθεις...» ή σε φορτίσιμο «Δεν την γλιτώνουν τα παιδιά, η Μήδεια θα τα σφάξει». Πρόσθεσα μάλιστα προς το τέλος του έργου, για να ενταθεί αυτός ο ανατρεπτικός χαρακτήρας, και την πολύ καλή παιδική χορωδία της ΕΛΣ η οποία τραγουδάει τρυφερά «Μακάριαι αι σύζυγοι όπου παιδιά δεν έχουν»...

© Gerasimos Domenikos

Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιάννης Σκουρλέτης και οι bijoux de kant, μια θεατρική ομάδα με ιδιαίτερη εικαστική ματιά. Πόσο ικανοποιημένοι είστε από το τελικό αποτέλεσμα; Δώστε μας μια πρόγευση της «Μήδειας» που θα δούμε...

Ν.Κ. «Αλλά δεν θα προδώσουμε εμείς το μυστικό του», για να παραφράσω έναν στίχο του Μποστ. Ο σκηνοθέτης της όπερας έχει ένα δύσκολο ρόλο, δεσμεύεται καθοριστικά από την παρτιτούρα. Ο Γιάννης Σκουρλέτης πήρε έτοιμο το λιμπρέτο και τη μουσική και μέσα σε αυτά τα στενά και αρκετά δεσμευτικά όρια έφτιαξε τον δικό του κόσμο, το δικό του όραμα, προσπαθώντας και εκείνος να προσεγγίσει και να μεταφράσει εικαστικά και σκηνοθετικά, με πολύ αγάπη και σεβασμό τον βασικό μας οδηγό, τον κύριο Μποστ. Με τον Γιάννη είχα μια πολύ ωραία συνεργασία. Μάλιστα πρόσθεσα κάποια ορχηστρικά μέρη για να εξυπηρετήσω σκηνοθετικές ανάγκες. Από ένα σημείο και μετά βέβαια στο Μουσικό Θέατρο το έργο φεύγει και από τον συνθέτη και από τον σκηνοθέτη και η «εξουσία» δεν περνάει στους ηθοποιούς / τραγουδιστές, αλλά στον μαέστρο, τον απόλυτο άρχοντα της παράστασης. Ο Ηλίας Βουδούρης συντόνισε άψογα το πριν και το μετά. Πέρα από τις πρόβες με την ορχήστρα, ήταν παρών και σε όλες τις πρόβες των σολίστ και των χορωδιακών συνόλων. Εγώ αντίθετα παρακολούθησα ελάχιστες. Ξέρετε, λένε συχνά στο θέατρο ότι ο εφιάλτης των σκηνοθετών και των ηθοποιών είναι ο ζωντανός συγγραφέας και κατ’ αναλογία ο ζωντανός συνθέτης που όλο επεμβαίνουν...  Όπως με εμπιστεύτηκαν ο Γιάννης και ο Κώστας Μποσταντζόγλου ως προς τη μουσική και τις αλλαγές στο κείμενο που θεωρήσαμε αναγκαίες για τη μουσική δραματουργία, έτσι κι εγώ εμπιστεύτηκα όλους τους συντελεστές στη συνέχεια, και πρώτα τον σκηνοθέτη, βλέποντας με πόση αγάπη και σεβασμό προσέγγισαν τόσο τον Μποστ όσο και την παρτιτούρα. 

© Gerasimos Domenikos

Λ.Κ. Νομίζω ότι είναι μία δουλειά που αγαπάει πάρα πολύ τον Μποστ, τον αναδεικνύει, όμως με την προσωπικότητα του κάθε συντελεστή απελευθερωμένη και πολύ δημιουργική μέσα σε αυτό, όχι δηλαδή με έναν φοβισμένο σεβασμό, αλλά με μία αγάπη τολμηρή, όπως πρέπει να είναι η ωραία αγάπη. Νιώθω τυχερή που συμμετέχω, νιώθω τυχερή που έστω και μία φράση μου, ή μία μικρή μου παρέμβαση τραγουδιέται ή μιλιέται από αυτούς τους υπέροχους, τεράστιους, αξιοθαύμαστους τραγουδιστές, και επίσης νιώθω την ανάγκη να πω, ξέροντας ότι ο Νίκος δεν θα θέλει να το πω για να μη θεωρηθεί ότι βλογάμε τα γένια μας, όμως δεν θα το πω με την ιδιότητα του συντελεστή, Νίκο, θα το πω με την ιδιότητα ενός απλού ακροατή, ότι έχεις γράψει μία μουσική τόσο σπουδαία, τόσο συγκινητική, τόσο αστεία, τόσο απογειωτική, τόσο μα τόσο ωραία! Και επειδή δεν θα γίνω ποτέ κριτικός θεάτρου για να μπορέσω να εκφράσω αυτό που τόσο βαθιά και απόλυτα πιστεύω, κι επειδή ούτε σοσιαλμίδια έχω για να το πω έστω μέσα από εκεί, παίρνω αυτή την ευκαιρία μέσα από αυτή τη συνέντευξη να το πω σε σένα και στον κόσμο όλο.


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice