Θεατρο - Οπερα

Αθήνα, το Mute είναι μια παράσταση που θα θυμάσαι για καιρό

Πήγαμε στο θεατρικό για το οποίο μόνο θρίαμβοι ταιριάζουν και ύμνοι του πρέπουν

Στέφανος Τσιτσόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σιωπηλοί, άλαλοι, αμίλητοι, βουβοί: «Mute». Γκραν γκινιόλ θάνατοι με δόσεις. Καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, δεν άκουσα θεατή να βήχει, αυτό είναι το σημάδι, το ξέρουν όσοι πάνε στο θέατρο αλλά και οι ηθοποιοί επί της σκηνής, πως η παράσταση καθηλώνει. Σκηνικό λιτό, τετραγωνισμένο δάπεδο γεμάτο χώμα και κοπριά, σβουνιές από κατσίκια, σημάδια από πέλματα περαστικών λύκων και αλεπούδων. Χωράφια, βουνό, μονοπάτια, καρόδρομοι. Η σκηνογράφος και υπεύθυνη κοστουμιών Μαρία Παλαντζά καταφέρνει με αυτή τη μινιμαλιστική απεικόνιση να στήσει μια γη. Ή ένα ρινγκ; Γιατί εδώ σε λίγο θα πέσουν κορμιά.

Αυτές είναι οι σωστές λέξεις: το «Mute» κόβει ανάσες, καταργεί αμήχανα ξυσίματα ή τσεκάρισμα στην οθόνη του κινητού. Το «Mute» σε αρπάζει από την πρώτη ατάκα. Γιατί το κείμενο που έγραψε ο Γιώργος Αδαμαντιάδης είναι σαν μια ιστορία που μοιάζει να ξεπηδά τις σελίδες του «Γκιακ» του Παπαμάρκου ή τη «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη. Από τραγούδια και μουσικές του Θανάση Παπακωνσταντίνου, για Κίσσαβους και λήσταρχους, για καρακόλια, καραβανάδες και κυνηγητό έως εσχάτων. Το κείμενο του Αδαμαντιάδη είναι μια γάργαρη αφήγηση σαν άσπρο ή κατάμαυρο λιωμένο χιόνι, που ανεβοκατεβαίνει τον Όλυμπο, από τα λημέρια των ληστών στα απάτητα καταφύγια στα σπίτια των χωριών και στις πόλεις. Το δικό του δάσος του Σέργουντ, εδώ τοποθετεί τους Ρόμπιν Χουντ Νταβέληδες, τους Πάντσο Βίλα Γιαγκούλες του - παγκόσμιος δεν είναι ο μύθος; Εδώ τους λένε Μάρκο και Διαμαντή. Ο Θεσσαλικός Κάμπος, αποκομμένος από τον δυτικό πολιτισμό, είμαστε στο 1925, διακρίνει τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Σε κολλήγους και σε απόκληρους καλλιεργητές.

Δυο αδέλφια αγανακτισμένα από κάθε μορφή εξουσίας καταφεύγουν στη ληστρική ζωή. Το «Badlands» του Τέρενς Μάλικ, σε εκδοχή όχι Αριζόνας αλλά Λαριζόνας, όπως στα αμερικάνικα λένε τα πέριξ του κάμπου Λάρισας. Έρχονται σε σύγκρουση με όλες τις κρατικές και παρακρατικές δομές του ελληνικού κράτους, που έχει χάσει κάθε διάσταση δικαιοσύνης. Ένα κράτος που υπερασπίζεται τους πλούσιους της εποχής, απογόνους των κοτζαμπάσηδων. Λόγω κρατικής διαφθοράς οι ληστές μυθοποιούνται, τα δυο αδέλφια στα μάτια των τοπικών πληθυσμών φαντάζουν άγγελοι θεού αλλά και διαόλια σκέτα. Επαναστάτες και τιμωροί, που εμπνέουν φόβο και δέος, καθώς ο θρύλος τους γράφεται στις τοπικές αλλά και τις αθηναϊκές εφημερίδες. Τα δυο αδέλφια, αγράμματα αλλά και παμπόνηρα, κατέχουν καλά το παιχνίδι. Κάθε ζαριά τους είναι μελετημένη: χτίζουν εκκλησιές, συντηρούν χήρες και ορφανά, ελέγχουν τις ροές κυκλοφορίας των εμπορικών δρόμων, απειλούν τους πλούσιους με μαζικές ανθρωποκτονίες, τακιμιάζουν με τους παπάδες, απολαμβάνουν ασυλία. Αλλά και αίμα. Αίμα με ιδεολογικό άλλοθι.

«Εμείς, μάγκα μου, δεν σκοτώνουμε ανυπεράσπιστους. Κλέφτες είμαστε. Εχθροί μας τριγυρίζουν. Καταραμένοι είμαστε. Όπως κι εσύ. Μας καταράστηκε η κοινωνία. Και τό 'καμε πριν κοιτάξει τα ίδια της τα μούτρα. Μέσα της υπάρχουν ληστές- τοκογλύφοι, ληστές-τσιφλικάδες, ληστές-δουλέμποροι που τρέφονται από το αίμα των φτωχών. Αν όλοι αυτοί είναι ενάρετοι, τότε ας είμαστε κακούργοι σε μια κοινωνία νεκρών ψυχών. Γράφε τα, λοιπόν, αυτά που κάνουμε. Μετά θα τα στέλνεις στις εφημερίδες να μαθαίνουν εκεί κάτω αυτά τα ενάρετα ερπετά τι θα τους βρίσκει όταν θα πατούν τους δυστυχείς. Γράφε, λοιπόν, ξεκίνα».

Από πού να το δεις αυτό το έργο, που για δεύτερη χρονιά και στόμα στόμα στέλνει την πόλη στην Καλλιθέα και το Θέατρο Σημείο; Και πόση προτροπή πρέπει να βάλεις στο κομμάτι σου, για να πάρει χαμπάρι η θεατρόφιλη Αθήνα, πως εδώ θα δει κάτι που θα τη σπαράξει; Που το σκηνοθετεί με τόσο νεύρο ο Στέλιος Πατσιάς. Κιχ, δεν σ' αφήνουν να χαλαρώσεις σκηνοθέτης και ηθοποιοί. Σε γραπώνει η ιστορία. Πέντε ηθοποιοί σε 105(;) ρόλους; Μπροστά στα μάτια σου αλλάζουν τα ρούχα, μπροστά στα μάτια σου και αληθινά ρίχνουν χαστούκια ή τρώνε μαχαιριές, πέφτουν νεκροί στη λάσπη και ανασταίνονται, πολεμούν, παλουκώνουν, τραγουδούν, αγκαλιάζονται και ξαναμισιούνται θανάσιμα. Παίζουν τον παπά, τον αγρότη, τον χωροφύλακα, τον δάσκαλο, τον καραβανά που επέστρεψε από τη Μικρά Ασία. Διψασμένα θεριά που αλυχτούν και κατασπαράζουν για επιβίωση. Πέντε ηθοποιοί που εξαντλούνται σωματικά, παίζοντας στα όρια.

Γιατί οι άνθρωποι περνάμε βασανιστήρια από άλλους ανθρώπους; Τι είναι ιερό στον πόλεμο; Μπορούμε να ξαναγράψουμε την Ιστορία; Το «Mute» καθηλώνει. Και το κάνει αποφεύγοντας μανιχαϊσμούς περί καλών και κακών, χωρίς να παγιδεύεται σε ψευτορομαντικά ιδεολογικά πρόσημα-παγίδες, για καλούς ληστές στο πλάι του λαού και κακούς μπάτσους απέναντι. Όλοι είναι κακοί στο «Mute». Διεφθαρμένοι, αποκτηνωμένοι, βάρβαροι, «διαβασμένοι» με κατασκευασμένες επίσημες Ιστορίες, που τις αφομοίωσαν λάθος, άρα και με απανωτά λάθη θα πορεύονται. Άνθρωποι και κτήνη, άνθρωποι σαν κτήνη. Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου για το είδος εκείνο που θα επιβιώσει μόνο αν κερδίσει τα άλλα species, παιγμένο σαν την «Άγρια Συμμορία» του Πέκινπα ή τους Βιβλικούς Ιππότες της Αποκάλυψης. Το «Mute» αποφεύγει εξιδανικεύσεις χαρακτήρων και χαζονατουραλισμούς ή φτηνές ηθογραφίες με ολίγη από κακοχωνεμένη «μαρξιστική» ανάλυση ή ερασιτεχνική κοινωνιολογία, ψευδοπολιτική οικονομία περί καπιταλισμού, ταξικής πάλης και όλα αυτά που θα μπορούσαν να καταστείλουν τις λέξεις του, τοποθετώντας το στην κατηγορία «πολιτικό θέατρο για τον λαό». Ειδικά όταν οι ήρωες αντάλλασσαν και τα γαμωσταυριδάκια τους (μη γαμήσω καμιά κατσίκα, θα σου βγάλω τα μάτια και μετά θα γαμήσω και τις δυο τρύπες του),σκεφτόμουν πόσο θα γέλαγε σαρδόνια και ικανοποιημένα ο Γιάννης Οικονομίδης.

Συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιοί κατάφεραν να μην εκπέμπουν «θεατρίλα», αλλά ρεαλισμό και μπρούτα ταραντινίλα, στιγμές στιγμές. Όπως, ας πούμε, στη σκηνή του παλουκώματος, που θα μπορούσε να είναι σκηνή ως κι από το «Kill Bill». Αν και στο «Mute» παίζουν μόνο άντρες. Βουτηγμένοι στη βία και την απόγνωση, σαν να μην τους γέννησε μάνα, αλλά λάμια. Σαν να μην τους χάιδεψε φίλη ή να τους φρόντισε αδελφή, στο «Mute» οι γυναίκες είναι μόνο για να τις χαλάνε οι βιαστές του στρατού ή της αστυνομίας, τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη ή του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου.

Στο «Mute» δεν υπάρχει κακοχωνεμένος ιστορικός εθνικισμός περί του 1821 ή του 1922, το «Mute» μοιάζει καθώς ο Γιώργος Καρανικολάου κρούει ζωντανά τα εφιαλτικά του ταμπούρλα σαν στίχοι που δραπέτευσαν από το «Ολαρία» του Σαββόπουλου. «Μαύρο τύμπανο χτυπά, τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τα αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά, βρικολάκιασαν και βγήκαν στα σοκάκια και το γέρικο σκυλί μας ξεψυχά».

Να το δείτε. Και αναμενόμενο το χειροκρότημα και το απανωτά μπιζ, καθώς οι πρωταγωνιστές υποκλίνονται και πάνω τους κυλάνε ο ιδρώτας και η λάσπη, αφού για 100 λεπτά σ' αυτή τη «γη» τσαλαπατιούνται και κουρελιάζονται. Δεν υπάρχει θεατής που να φύγει από το «Mute» και να ξαναβγεί έξω στην πραγματική νύχτα της ζωής στην Καλλιθέα και να μην νιώθει συγκλονισμένος. Όπως συνέβη πιθανόν και σε κάποιους όταν τελείωσαν το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν. Τέτοιες συγκρίσεις.


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο Guide της Athens Voice