Θεατρο - Οπερα

Αυλαία, και πάμε!

Το ελληνικό «παλιό» θέατρο στα κέφια του- Ατάκες.

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 276
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
3794-10696.jpg

 «To στραβόξυλο» του Δημήτρη Ψαθά, Θέατρο Γκλόρια

Μαρουλής: Ήρθες για την Καίτη, έτσι;

Πέτρος: Μα βέβαια. Όπως μου τηλεφωνήσατε.

Μ.: Αχ, όταν σου τηλεφωνούσα δεν ήξερα το μεγάλο κακό που πάθαμε. Πέτρο… την παίρνεις δίχως πόδι;

Π.: Πώς;

Μ.: Μ’ ένα πόδι!

Π.: Μ’ ένα;

Μ.: Ένα! Τι να κάνουμε τώρα;  Ένα έχουμε, δεν έχουμε άλλο!

Π.: Μα τι μου λέτε τώρα;

Μ.: Τι να σου πω και τι να μη σου πω. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω. Τέτοιο κακό, στα καλά καθούμενα να περπατά κανείς στο δρόμο με 2 πόδια κι ύστερα να βρίσκεται μ’ ένα…

….

Π.: Μήπως έπαθε και τίποτε άλλο;

Μ.: Και βέβαια έπαθε.

Π.: Έσπασε και…

Μ.: Το χέρι! (Θα στον κάνω εγώ να τρέχει και να μη φτάνει)

Π.: Δεν θα το ανθέξω αυτό. Όχι!

Μ.: Έλα τώρα, έλα. Μην κάνεις έτσι. Νέος είσαι, θα φτιάξεις τη ζωή σου.

Π.: Τώρα πια ποτέ!

Μ.: Μην το λες αυτό. Ο χρόνος, παιδί μου, είναι μεγάλος γιατρός. Άμα βγεις τώρα έξω, θα δεις γυναίκες με χέρια, με πόδια, αρτιμελέστατες. Θα σου περάσει.

Π.: Αποκλείεται! Πού είναι, να τη δω έστω κι έτσι;

Μ.: Κουτσή;

Π.: Κουτσή.

Μ.: Κουλή;

Π.: Κουλή.

Μ.: Στραβή;

Π.: Και είναι τυφλή τώρα;

Μ.: Θεόστραβη! (Μωρέ, τι κολιτσίδας είναι τούτος!)

Π.: Αχ την άμοιρη! Τι θα λέει τώρα για μένα.

Μ.: Τι να λέει, βρε αδελφέ… σάμπως μπορεί να μιλήσει;

Π.: Τι θέλετε να πείτε, κύριε Μαρουλή;

Μ.: Α, δε στα ’πα. Όπως έπεσε λοιπόν είχε ανοιχτό το στόμα, έτσι! Α! και νταπ κόπηκε η γλώσσα. (Ε, τώρα δεν μπορεί, θα τσακιστεί να φύγει!)

Π.: Λοιπόν! Ένας άντρας πρέπει να είναι άντρας.

Μ.: Ναι, και μια γυναίκα πρέπει να είναι γυναίκα, Πετράκη, και η ανιψιά μου, όπως έγινε, ούτε άνδρας είναι ούτε γυναίκα! Υπόλοιπο είναι. Εβδομάς υπολοίπων, που λένε.

«Ο μπακαλόγατος» των Χρήστου & Γιώργου Γιαννακόπουλου, Θέατρο Μουσούρη

Αντρέας: Ποια ανιψιά μου, μωρέ; Γυναίκα μου είναι.

Ζήκος: Γυναίκα σου;

Αντρέας: Ναι.

Ζήκος: Δικιά σου;

Αντρέας: Όχι, του γείτονα.

Ζήκος: Και σ’ αφήνει ο γείτονας να τη βγάνεις βόλτα;

Αντρέας: Δικιά μου είναι. Μ’ αγάπησε και με πήρε.

Ζήκος: Σ’ αγάπησε;

Αντρέας: Ναι.

Ζήκος: Τι αγάπησε από σένα, βρε γατομούστακι; Ο άντρας σου είναι αυτός;

Κατερίνα: Ναι.

Ζήκος: Καλά να πάθεις κι εσύ. Τι το λιμπίστηκες το κομοδίνο; Εμείς αυτούς στο χωριό τούς πνίγουμε στο νεροχύτη για να μη χαλάσει η ράτσα.

….

Ζήκος: Δεκάξι. Τέσσερα χρόνια η κάθε τάξη. Δεν είμαι σαν κι αυτούνους, κυρ-Μανώλη, εγώ, που πάνε ένα χρόνο και σου λέει τα μάθαμε όλα. Τι να μάθεις, ρε κύριε, σε ένα χρόνο; Μέχρι να πας, νταγκαντάν το καμπανάκι, διάλειμμα, βγαίνεις όξω. Μετά έχουμε γιορτές, έχουμε Καθαροδευτέρες, έχουμε 25 Μαρτίου, πότε να προλάβεις; Ενώ εγώ, τέσσερα χρόνια σχολείου, κάθομαι, πήζει το μυαλό μου και βγαίνω αμέσως. Παίρνω και το χαρτί και είμαι φτυχιούχος λογιστικής. Δεν είμαι σαν κι αυτόν. Άσε που ξέρω προπαίδεια! Πέντε εφτά τριάντα πέντε, με την πρώτη. Έξι οκτώ σαράντα οκτώ, εφτά οκτώ πενήντα έξι. Τώρα μαθαίνω το οκτώ εννιά. Όχι σαν κι αυτόν το βόιδαρο! Αυτόν του λες να υπογράψει και βάζει σταυρό. Αυτός τελειωτικά… το βλέπω εγώ… νεκροθάφτης θα γίνει. Τέλος πάντων σταματάω, γιατί δεν μ’ αρέσει να κακολογώ.

….

Παντελής: Ένα τσουβάλι φακές δεν έχουμε εκεί πέρα;

Ζήκος: Μπα; Είχαμε. Φύγανε οι φακές.

Παντελής: Τι λες, τις πούλησες;

Ζήκος: Δεν τις πούλησα, φύγαν’ μοναχές τους. Διότι σκάσαν’ οι φακές, βγήκαν τα μαμούνια, πήρε κάθε μαμούνι στην πλάτη του από μια φακή και δρόμο τον ανήφορο.

«To φιόρο του Λεβάντε» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, Θέατρο Άνεσις

Ε, κάνουμε πού και πού καμία μπαρτζολέτα, πώς θα γελάσουμε κι εμείς οι πόβεροι;

….

Δεν του φτάνανε ούλα τα πλούτια, έκαμε μία ινβατσιόνα, θα καζαντίσει μιλιούνια!

….

Σεισμοί; Κάθε δεύτερη μέρα και σεισμός. Όλο σκόρσο και σπαβέντο.

….

Άκου, μωρέ, άσκημα που βαρούν εδώ οι καμπάνες! Ουου φάρτσες! Καμένη Ζακυθούλα μου, ως και τα καμπαναρία σου πιάνο φόρτε είναι!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ