Θεατρο - Οπερα

Τι είναι μοντέρνο στην όπερα για τον Αρνώ Μπερνάρ;

Ο σκηνοθέτης της όπερας «Καπουλέτοι και Μοντέκκοι» εξηγεί στην A.V. για το ανέβασμά της στο Μέγαρο από την ΕΛΣ

Λένα Ιωαννίδου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε λίγες μέρες ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής ένα από τα αριστουργήματα του ρομαντικού μπελ κάντο, η όπερα «Καπουλέτοι και Μοντέκκοι» του Βιντσέντζο Μπελίνι, σε μια νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (συμπαραγωγή με την Αρένα της Βερόνας και το Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας) που υπογράφει ο Αρνώ Μπερνάρ. Η A.V. βρέθηκε στις πρόβες και ζήτησε από τον διακεκριμένο Γάλλο σκηνοθέτη να μας ξεναγήσει στο φανταστικό μουσείο που δημιούργησε για να ζωντανέψει την τραγική ερωτική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας….

Πέμπτη μεσημέρι. Η αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής, σχεδόν άδεια. Στις μπροστινές θέσεις λιγοστά άτομα –όλοι «σχετικοί»– παρακολουθούν μια από τις πρόβες των «Καπουλέτων και Μοντέκκων». Πλησιάζω, κάθομαι παράμερα για να μην ενοχλήσω και παρατηρώ. Η σκηνή έχει μεταμορφωθεί σε μουσείο του 19ου αιώνα. Ατμοσφαιρικά σκηνικά, έστω και ημιτελή, σε βαθύ κόκκινο, μαύρο, χρυσό. Στο βάθος, δεσπόζει ένας αναγεννησιακός ζωγραφικός πίνακας τεραστίων διαστάσεων. Αρχίζω να σχηματίζω μια εικόνα του χώρου που στήνεται για να υπηρετήσει το όραμα του σκηνοθέτη. Τα μέλη της ανδρικής χορωδίας της Λυρικής προβάρουν μια σκηνή δράσης από την πρώτη πράξη της όπερας. Ένας αεικίνητος άνδρας –είναι ο Αρνώ Μπερνάρ– καθοδηγεί με λόγια, προτροπές και χειρονομίες, τις απειλητικές κινήσεις τους προς τον αμυνόμενο Ρωμαίο, που δεν είναι άλλος από τη μέτζο σοπράνο Μαίρη-Έλεν Νέζη. Η πρόβα δεν γίνεται με τα κοστούμια της παράστασης, ένα πιάνο σε ρόλο ορχήστρας, οι διακοπές και οι επαναλήψεις της σκηνής είναι διαρκείς. Κι όμως, η μουσική, η ατμόσφαιρα, οι υπέροχες φωνές αλλά και η υποκριτική δεινότητα των χορωδών και της Νέζη κατορθώνουν να μου χαρίσουν μια πρόγευση του λυρικού θεάματος και ακροάματος που θα απολαύσουμε σε λίγες μέρες. Η ώρα είναι τρεις. Διάλειμμα για φαγητό. Ευκαιρία να κλέψω λίγα λεπτά από το χρόνο του Αρνώ Μπερνάρ και να μιλήσουμε για την όπερα του Μπελίνι και την παράξενη ιδέα του να μεταφέρει τη δράση της από τη Βερόνα στις αίθουσες ενός μουσείου…

image

Η όπερα του Μπελίνι, που θα δούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ονομάζεται «Καπουλέτοι και Μοντέκοι». Ποια είναι η σχέση της με τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ;

Το ποιητικό κείμενο του Ρομάνι στους «Καπουλέτους και Μοντέκους» του Μπελίνι δεν βασίζεται στο σεξπιρικό δράμα, το οποίο ήταν άγνωστο στην Ιταλία των αρχών του 19ου αιώνα, αλλά σε ένα έργο του Λουίτζι Σκέβολα (1818), το οποίο με τη σειρά του ήταν εμπνευσμένο από το αναγεννησιακό έργο του Λουίτζι ντα Πόρτο (1530), μια από τις πηγές του Σέξπιρ. Η πλοκή είναι παρόμοια, αλλά και με αρκετές διαφορές. Για παράδειγμα, στην όπερα του Μπελίνι δεν παρακολουθούμε επί σκηνής τη συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα των δύο νέων, γιατί γνωρίζονται ήδη. Επίσης ο Ρωμαίος έχει ήδη σκοτώσει τον Μερκούτιο, γιο του Καπέλιο και αδελφό της Ιουλιέτας, στη μάχη.

Οι «Καπουλέτοι και Μοντέκοι» δεν είναι έργο ιδιαίτερα γνωστό στο μη μυημένο κοινό. Γιατί μια τόσο όμορφη και μελωδική όπερα είναι σχετικά «παραγνωρισμένη»;

Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Ενώ είναι ένα υπέροχο έργο με ελάχιστες αδυναμίες από μουσικής πλευράς, παρουσιάζει αρκετές σκηνοθετικές δυσκολίες, όπως το προβληματικό φινάλε. Για παράδειγμα, ενώ στον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Γκουνό, μια πολύ πιο γνωστή όπερα με το ίδιο θέμα, η τελευταία δραματική σκηνή του θανάτου της Ιουλιέτας συνοδεύεται από μια αργή μακρόσυρτη μελωδία –σαν να πεθαίνει μαζί της και η μουσική–, στον Μπελίνι η Ιουλιέτα σωριάζεται δίπλα στον αγαπημένο της αλλά η συγκινησιακή φόρτιση ανατρέπεται με την απότομη είσοδο της χορωδίας και η όπερα μοιάζει να μην έχει τέλος. Μάλιστα συχνά χρησιμοποιείται ένα άλλο φινάλε (από την όπερα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Ν. Βακάι), για να καλύψει αυτή την αδυναμία – εμείς εδώ ακολουθούμε την πρωτότυπη εκδοχή. Αυτή, ας πούμε, είναι μια δύσκολη στιγμή για το σκηνοθέτη. Δεν θα σας το μαρτυρήσω, αλλά νομίζω ότι στην παράσταση που θα δείτε, βρήκα το «κλειδί» για να ξεπεράσω το πρόβλημα…

Πώς προέκυψε η ιδέα της μεταφοράς της δράσης σε ένα μουσείο;

Σε αντίθεση με το σεξπιρικό δράμα, στο λιμπρέτο του Ρομάνι δεν έχουμε έντονες, συγκινησιακές συγκρούσεις επί σκηνής. Όταν άρχισα να το μελετώ, βρήκα ότι έχει πολύ περισσότερη βία, κάτι όμως που απουσιάζει εντελώς από τη μουσική του Μπελίνι. Έχοντας την αντίφαση αυτή κατά νου, προβληματίστηκα για το πώς θα αναπαραστήσω τις σκηνές αυτές με τρόπο που να ικανοποιώ και το σύγχρονο κοινό, το οποίο έχει συνηθίσει να βλέπει τη βία καθημερινά στην τηλεόραση – σκεφτείτε τον πόλεμο στη Συρία, την ένταση στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ, τους πρόσφυγες… Αν έρθει στην όπερα, υπάρχει κίνδυνος να χάσει το ενδιαφέρον του. Περιμένει να παρακολουθήσει σκηνική δράση και ένταση αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει γιατί η μουσική είναι τόσο γλυκιά και γαλήνια… Η πρώτη μου αντίδραση λοιπόν, το πρώτο που είπα όταν άρχισα να δουλεύω, ήταν ότι αυτή η όπερα «μοιάζει με μουσείο». Έχει πολλά οπερατικά στερεότυπα, όμως οι καταστάσεις βίας, έρωτα, πάθους δεν είναι ρεαλιστικές. Οι χαρακτήρες είναι στατικοί. Είναι σαν να μπαίνεις στο μουσείο και να βλέπεις κάτι νεκρό. Ίσως να μην είναι έτσι στην πραγματικότητα αλλά εγώ αυτήν την αίσθηση είχα. Έτσι αποφάσισα να στήσω ένα μουσείο όπου οι χαρακτήρες του έργου ζωντανεύουν μέσα από τους πίνακες για να αφηγηθούν την ιστορία. Μια σειρά από ταμπλό βιβάν που δίνουν ζωτική ενέργεια στα στερεότυπα… Η πλοκή ξεδιπλώνεται μέσα από μια περιπλάνηση στις αίθουσες του μουσείου που βρίσκεται σε φάση ανακαίνισης. Οι πρωταγωνιστές-φαντάσματα, ντυμένοι με κοστούμια εποχής, βγαίνουν από τους αναγεννησιακούς πίνακες –όλοι ανεξαιρέτως είναι αντίγραφα αυθεντικών έργων– και μπλέκονται με τους τεχνικούς που δουλεύουν στο εργοτάξιο».

image

Η παράσταση είναι αναβίωση μιας παραγωγής που ανέβηκε στο Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας και στην Αρένα της Βερόνας. Μπαίνετε στον πειρασμό σε κάθε ανέβασμα να διορθώνετε και κάτι;

Αλλάζω πολλά πράγματα. Κάθε φορά ο χώρος είναι διαφορετικός, οι πρωταγωνιστές είναι διαφορετικοί, ο τρόπος που κινούνται ή ερμηνεύουν είναι διαφορετικός. Για παράδειγμα, σήμερα στην πρόβα, η χορωδία ξέσπασε ξαφνικά σε γέλια. Μου άρεσε και το κράτησα. Για αυτό είναι ωραίες οι αναβιώσεις, μπορείς, κρατώντας τη σκηνοθετική δομή, να διαφοροποιείς, να βελτιώνεις συνεχώς την αρχική σου ιδέα.

Στην όπερα αυτή ο ρόλος του Ρωμαίου ερμηνεύεται από μέτζο σοπράνο. Σας δυσκόλεψε καθόλου η ιδιαιτερότητα αυτή;

Το αντίθετο θα έλεγα. Είναι ένας ρόλος που γράφτηκε εξαρχής από τον Μπελίνι, για γυναίκα in travestito, που υποδύεται δηλαδή τον άνδρα, κάτι που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Όταν η παραγωγή που θα δείτε ανέβηκε στην όπερα του Ομάν, όπου δεν επιτρέπεται να εμφανίζονται γυναίκες ντυμένες με ανδρικά ρούχα, όπως και σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, το ρόλο του Ρωμαίου τραγούδησε τενόρος και το αποτέλεσμα δεν ήταν το ίδιο καλό.

Πώς σκηνοθετείτε μια όπερα; Η παρτιτούρα ή το λιμπρέτο έχει τον πρώτο λόγο;

Μ’ αρέσει πάντα να ξεκινώ από τη μουσική – άλλωστε είμαι κι εγώ μουσικός. Θέλω πρώτα να μπει μέσα μου, να την κάνω κτήμα μου. Μετά φυσικά θα μελετήσω το λιμπρέτο. Αλλά όλη η ενέργεια, η ατμόσφαιρα, τα πάντα, υπάρχουν μέσα στη μουσική. Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αρκετοί σκηνοθέτες που προέρχονται από το θέατρο ή τον κινηματογράφο και αναλαμβάνουν να σκηνοθετήσουν όπερα είναι ότι δεν γνωρίζουν πώς να διαχειριστούν τη μουσική. Οι οδηγίες που δίνεις στους πρωταγωνιστές για το πώς θα κινηθούν στη σκηνή πρέπει να είναι απόλυτα ακριβείς και σε άμεση συνάρτηση με το μουσικό κομμάτι που καλούνται να τραγουδήσουν εκείνη τη στιγμή. Για μένα η σκηνοθεσία όπερας είναι μουσική πράξη.

Στις μέρες μας το ενδιαφέρον του κοινού μοιάζει συχνά να στρέφεται όχι μόνο στους τραγουδιστές αλλά και στο ποιος και πώς σκηνοθετεί μια παράσταση όπερας. Πιστεύετε ότι ζούμε την περίοδο της «δικτατορίας του σκηνοθέτη»;

Εξαρτάται. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, με το Regietheater (Θέατρο του σκηνοθέτη) ανεβαίνουν όπερες χωρίς κανέναν απολύτως σεβασμό ούτε στο λιμπρέτο, ούτε καν στη μουσική. Εκεί η ντίβα, το σημαντικότερο πρόσωπο του θεάτρου, είναι ο σκηνοθέτης κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι λάθος. Για μένα ο σκηνοθέτης βρίσκεται πάντα στην υπηρεσία της μουσικής και της πλοκής της όπερας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να τολμάμε να έχουμε μια νέα ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Μπορούμε να κάνουμε μια δυνατή, ποιητική παραγωγή αλλά με απόλυτο σεβασμό στο έργο. Το στοίχημα, πιστεύω, για το σκηνοθέτη είναι να «εκμαιεύσει» από τους σολίστ και τη χορωδία ένα σύγχρονο τρόπο παιξίματος, ρεαλιστικό, κινηματογραφικό. Αυτό είναι που θα κάνει μια παραγωγή μοντέρνα, όχι η παρουσία μιας… Χάρλεϊ Ντάβιντσον στη σκηνή!

image

Info: 13, 14, 15, 18, 20, 21/11, 20.00. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα Α. Τριάντη, €65-20, 12(Φ/Παιδικό). Μουσική διεύθυνση Λουκάς Καρυτινός, Σκηνοθεσία Αρνώ Μπερνάρ, Καπέλλιο: Τάσος Αποστόλου, Ιουλιέττα: Μιχαέλα Μάρκου (13, 15, 20/11) - Έλενα Ξανθουδάκη (14, 18, 21/11), Ρωμαίος: Μαίρη-Έλεν Νέζη (13, 15, 20/11) - Ειρήνη Καράγιαννη (14, 18, 21/11), Τεμπάλντο: Γιάννης Χριστόπουλος (13, 15, 20/11) - Αντώνης Κορωναίος (14, 18, 21/11), Λορέντζο: Πέτρος Μαγουλάς (13, 15, 20/11) - Διονύσης Τσαντίνης (14, 18, 21/11), Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ. Ταμεία Θεάτρου Ολύμπια - Ακαδημίας 59-61, Αθήνα, 210 3662100 - Ομαδικές πωλήσεις 210 3711342 / Ταμεία Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη, 2107282333