Μουσικη

Μωρά στη φωτιά

Λίγο πριν την τρίτη και τελευταία συναυλία στο Κύτταρο ο Στέλιος Σαλβαδόρ, ιδρυτικό μέλος και ψυχή του συγκροτήματος, μιλά για το ξεκίνημα, την πορεία και το μέλλον των φλεγόμενων μωρών

Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 523
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς ήταν το σκηνικό που δημιούργησε τα Μωρά στη Φωτιά στα μέσα του 1980; Tι ακούγατε, για παράδειγμα, και πόσο σας επηρέασε το post punk και το new wave από τη μία και η εκτεταμένη χρήση των συνθεσάιζερ;

Στα εφηβικά μου χρόνια έτυχε να ακούω πολλή ροκ μουσική σε καθημερινό επίπεδο (όλα τα κλασικά μεγάλα ροκ συγκροτήματα 60s και 70s) θεωρώντας το κάτι απόλυτα φυσιολογικό, χωρίς να συγκινούμαι ιδιαίτερα (έτσι βέβαια νόμιζα τότε), έως ότου, κάπου στα 16 μου χρόνια, έπεσε στα χέρια μου η πρώτη κασέτα Ramones. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πλέον οριστικά ότι όλα όσα άκουγα μέχρι τότε είχαν νόημα και το νόημα ήταν… rock n’ roll. Mετά από λίγο ακούγαμε τα πρώτα maxi singles των Dead Kennedy’s και όλη εκείνη τη γενιά των Clash, Pistols και στη συνέχεια Cure, Siouxsie, Bauhaus και τόσων άλλων. Φυσικά είχα από πολύ μικρότερος «κόλλημα» με τον Bowie, τον Iggy και θαύμαζα τον Lou Reed και τους Velvet. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα μηνύματα και το πνεύμα της δεκαετίας του ’80, που είχε να κάνει με την ειρήνη στον κόσμο, τον πυρηνικό αφοπλισμό και το γκρέμισμα του υπάρχοντος ακόμη Τείχους του Βερολίνου. Αλλά και το νεαρό της ηλικίας μου των 18 χρόνων και όλα τα όνειρα και η ορμή ενός νέου ανθρώπου να αλλάξει τη δική του ζωή πρώτα και γιατί όχι, αν μπορεί, μετά και των άλλων, δημιούργησαν το πλαίσιο στο οποίο έγραφα τα τραγούδια. Να σημειώσω βέβαια πως όλα τα τραγούδια του πρώτου δίσκου γράφτηκαν με μπάσο, ντραμς, κιθάρα και φωνή και κατόπιν στο τέλος, λίγο πριν την ηχογράφηση του δίσκου, προστέθηκαν πλήκτρα για να «γεμίσουν» κάποια σημεία. Παρότι άκουγα πολλά σχετικά συγκροτήματα, δεν ήθελα να δώσω πρώτο ρόλο στα πλήκτρα και στα συνθεσάιζερ.

Μπορείς να δώσεις μια απάντηση στο ερώτημα γιατί όλα τα μεγάλα ελληνόφωνα ροκ γκρουπ έρχονται από πάνω και κυρίως από τη Θεσσαλονίκη;

Θα πω κάτι που δανείζομαι από την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του ελληνικού κράτους υπήρξαν ουσιαστικά δύο σχολές στην ελληνική λογοτεχνία, η αθηναϊκή και η επτανησιακή. Με το πέρασμα των χρόνων επικράτησε η επτανησιακή (παρότι στην αρχή δεν τη σέβονταν και πολύ το επίσημο κράτος και οι λογοτεχνικοί κύκλοι) γιατί χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα σε αντίθεση με την αθηναϊκή σχολή που απολάμβανε περισσότερα λογοτεχνικά βραβεία, αλλά παρότι έχει φυσικά να επιδείξει αριστουργήματα χρησιμοποιούσε ως επί το πλείστον την καθαρεύουσα κι έτσι με τα χρόνια έχει ξεχαστεί. Κι ο λόγος ήταν ότι ήταν πολύ κοντά στα κέντρα εξουσίας. Ζώντας στην Αθήνα οι λογοτέχνες έπαιρναν μέρος σε περισσότερους επίσημους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, οι οποίοι φυσικά απαιτούσαν καθαρεύουσα, την επίσημη τότε γλώσσα του κράτους. Δεν τόλμησαν να πρωτοπορήσουν οι συγκεκριμένοι λογοτέχνες, σε αντίθεση με τους λογοτέχνες της επτανησιακής σχολής, οι οποίοι μακριά από τα κέντρα εξουσίας εκφράζονταν καλύτερα στη δημοτική και, χωρίς να τους επιβάλλει κανείς την επίσημη καθαρεύουσα, δημιούργησαν έργα που έμειναν στην ιστορία. Το ίδιο πιστεύω συμβαίνει και με τη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι ούτε πολύ μικρή πόλη (ώστε να δημιουργεί αστικούς μύθους) ούτε πολύ μεγάλη, ώστε να αποτελεί κέντρο εξουσίας. Έτσι αυτό που παράγεται εκεί ίσως έχει περισσότερο το στίγμα του φυσιολογικού, αλλά και του πρωτοποριακού.

Yπάρχει κάποια ιστορία από τη δημιουργία του πρώτου άλμπουμ;

Όλα τα τραγούδια είναι σε στίχους και μουσική δική μου, περιγράφουν αληθινές καταστάσεις και έγιναν με βασικό κίνητρο να βρω κάτι που να μ’ αρέσει να ακούω στην ελληνική γλώσσα, η οποία αποτέλεσε για μένα πρόκληση για το αν θα μπορέσει να αποδώσει σε έναν πιο «σκληρό» ήχο.

image

Tι ιστορίες λες με τα νέα τραγούδια από τις «Σκιές στη Σελήνη»;

Η αγαπημένη μου ιστορία είναι το ομώνυμο τραγούδι «Σκιές στη Σελήνη» που αφορά την προσπάθεια μιας κοινωνίας να ζήσει ειρηνικά, εξορίζοντας το δήμιο δολοφόνο στην επιφάνεια του φεγγαριού απ’ όπου και οι μαύρες κηλίδες που φαίνονται στο φεγγάρι. Είναι μια συμβολική ιστορία που θέλει να πει ότι οι ώριμες κοινωνίες δεν χρειάζονται δήμιο για να λειτουργούν. Επίσης είναι το «Όνειρο», μια αληθινή ιστορία που δίνεται με εικόνες ονείρου και μεταφορικές έννοιες παρότι υπάρχουν και αυτοβιογραφικά στοιχεία, θέλοντας να πει… μη βιάζεσαι να κρίνεις μία κατάσταση, γιατί στο τέλος από το αγκάθι βγαίνει το τριαντάφυλλο. Κατόπιν, αγαπημένο μου είναι ο «Άσος Κούπα» που λέει λίγο πολύ ότι υπάρχει μια φυσική ροή των πραγμάτων, η άνοιξη θα φέρει το φθινόπωρο και μετά το χειμώνα θα έρθει πάλι η άνοιξη. Έτσι πρέπει να ζούμε κι εμείς, πιο κοντά στη φύση, και όχι να ξοδεύουμε μια ζωή μαζεύοντας περισσότερα υλικά αγαθά, χάνοντας την ουσία. Ο «Μονομάχος» επίσης λέει πως ακόμη και στην κόλαση να περπατάμε, υπάρχουν πάντα οι λόγοι που μπορεί να μας κάνουν να βλέπουμε τα λουλούδια στο μονοπάτι.

Πώς είναι να βλέπεις να διευρύνεται το κοινό από τις νεότερες γενιές στις συναυλίες;

Είναι πολύ ευχάριστο, γιατί νομίζω ότι περισσότερο για τις νεαρότερες ηλικίες έχω γράψει. Οπότε είναι χαρά να βλέπεις να τραγουδάνε μαζί σου στις συναυλίες.

Ποια ήταν η συναυλία σας που θυμάσαι πάντα;

Στο Ανοιχτό θέατρο του Δήμου Συκεών το καλοκαίρι του 1995. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τόσο πολύς κόσμος από τόσο νωρίς το απόγευμα θα μπορούσε να καταφτάνει από παντού στο χώρο της συναυλίας και το βράδυ με μια φωνή από 3.000 άτομα να σκεπάζει τη δική μου και να τραγουδάμε μαζί.

Πάντα δίνατε έμφαση στις συναυλίες, ακόμη και πριν την πρόσφατη υπερίσχυσή τους σε σχέση με τις κυκλοφορίες μετά την πτώση της δισκογραφίας. Τι δημιούργησε και δημιουργεί αυτή την ανάγκη;

Για μένα στη δουλειά που κάνω τη μεγαλύτερη ικανοποίηση μου δίνει η δημιουργία του καινούργιου τραγουδιού και μετά η παρουσίασή του στον κόσμο. Ειδικά τον πρώτο καιρό της δημόσιας εκτέλεσης καινούργιων τραγουδιών, συμβαίνει μια ζύμωση στο υλικό που έχει σχέση με το κοινό και είναι σαν να αλληλεπιδρά ο κόσμος στην τελική μορφή του τραγουδιού. Νιώθω εκείνη τη στιγμή πως ο κόσμος γίνεται ένας καθρέφτης και μου δείχνει την αλήθεια. Οπότε οι ζωντανές εμφανίσεις έχουν για μένα πάντα κάτι το δημιουργικό. Η δισκογραφία επίσης θέλει χρήματα και μάλιστα τις περισσότερες φορές πολλά. Η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να γράφει και να παίζει μουσική. Όταν κάνεις μόνος σου σε δική σου δισκογραφική (όπως εγώ) τους δίσκους σου τότε υπάρχει πρόβλημα χρόνου… Θεωρώ φυσικότερη τη διαδικασία ο καλλιτέχνης να αναδεικνύεται μέσα από τις λάιβ εμφανίσεις κι όχι από τους δίσκους, γιατί οι δίσκοι για να γίνουν χρειάζονται χρήματα.

Ποια ανάγκη σε οδήγησε στη μελοποίηση Ελλήνων ποιητών στους «Θεατρίνους»;

Θαυμάζω την ποίηση, διαβάζω ποίηση και τα τρία αυτά ποιήματα είναι αριστουργήματα για μένα και από αγάπη και θαυμασμό τα μελοποίησα. Στο «Χαμαιλέων» του Οδυσσέα Ελύτη άλλαξα δικούς μου στίχους σε προϋπάρχον τραγούδι για να τοποθετήσω το ποίημα του Ελύτη, γιατί ένιωσα πως ταίριαζαν απόλυτα με τη μουσική.

image

Ποια η σχέση σου με τη νέα γενιά;

Πιστεύω πως τα νιάτα κερδίζουν στον αγώνα των ηλικιών και επίσης αν έχουμε κάτι ελπιδοφόρο και όμορφο να περιμένουμε από τη νέα γενιά, μπορούμε να το περιμένουμε.

Ποιο είναι για σένα το πραγματικό ελληνικό ροκ;

Αυτό το ροκ που δεν χρειάζεται το μάρκετιγκ για να το ονομάσει έτσι.

Oι στίχοι σου έχουν κοινωνικοπολιτική σημασία. Πώς βλέπεις την κρίση και τη σημερινή ελληνική κατάσταση των πραγμάτων;

Η κρίση σε κάποιους φαινόταν από πολύ παλιότερα. Εγώ πραγματικά ζούσα σε μια συνεχή κρίση όλα αυτά τα χρόνια. Και καταλαβαίνω πως κι άλλοι πολλοί ήταν σ’ αυτή την κατάσταση. Φαίνεται πως ό,τι ζήσαμε τα προηγούμενα 20-30 χρόνια στη χώρα μας ήταν μια μικρή περίοδος ειρήνης, ανάμεσα σε πολλές περιόδους πολέμου. Αν παρομοιάζαμε αυτό που ζούμε μ’ έναν πόλεμο, θα ήθελα να πω κάτι που λέει ο Λ. Τολστόι: «Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται από τους στρατηγούς, αλλά από τους στρατιώτες». Και τα μεγάλα ιστορικά πρόσωπα δεν ήταν αυτά που έκαναν την ιστορία, αλλά οι λαοί τους και οι άνθρωποι που τους οδήγησαν.

Tι ακολουθεί και τι να περιμένουμε από το λάιβ στο Κύτταρο;

Την Παρασκευή 24 Απριλίου παίζουμε στο Κύτταρο, το Σάββατο 25 Απριλίου στη Λάρισα στο Stage, επίσης το Σάββατο 9 Μαΐου παίζουμε στη Θεσσαλονίκη στο Eightball Club . Ετοιμάζουμε έναν καινούργιο δίσκο, είμαι πραγματικά πολύ ενθουσιασμένος μ΄αυτήν την καινούργια δουλειά, δυο τραγούδια από αυτά θα παίξουμε για πρώτη φορά την Παρασκευή στη συναυλία του Κυττάρου , μαζί φυσικά με το EP «Σκιές στη Σελήνη» που έχει ενταχθεί πλέον στο βασικό μας play list, μαζί με όλα τα παλιότερα τραγούδια από τους προηγούμενους δίσκους μας. Φυσικά με τους δυο ντράμερ όπως πάντα, τα πνευστά και όλη την επταμελή μας σύνθεση που αποτελείται από εμένα στο μπάσο και τη φωνή, το Λάκη Ραγκαζά στις κιθάρες, Φίλιππο Κωσταβέλη στα πλήκτρα, synths , Χρήστο Κωνσταντινίδη ντράμς, Φώτη Τσακυρίδη ντράμς, Δημήτρη Ματζίρη τρομπόνι, Χρήστο Εμεξεζίδη τρομπέτα.

Τι είναι για σένα μουσική;

Ένα ποτάμι στο οποίο μπαίνουμε άλλοτε για να ξεχάσουμε κι άλλοτε για να θυμηθούμε. Έτσι την ώρα που διασκεδάζουμε ακούγοντας την αγαπημένη μας μουσική, ακόμη και όταν απλώς ακούμε αδιάφορα κάτι, χωρίς να προσέχουμε ιδιαίτερα, πάντα υπάρχει η μνήμη μας που φορτίζει ανάλογα τη μουσική που ακούμε. Άρα πρέπει να προσέχουμε πώς χτίζουμε τη «μουσική μας» μνήμη. Ποια είναι τα ακούσματά μας και πόσο γυμνάζουμε τη μνήμη αυτή, γιατί χρειάζεται κι ένα είδος εκγύμνασης και μύησης για να είμαστε «σωστοί» ακροατές. Να ακούμε δηλαδή με την ψυχή μας και όχι αυτό που ταλαιπωρεί την ψυχή μας. Γιατί κάτι που ισχύει γενικά, ισχύει και για τη μουσική: «Αν δεν ελέγξεις εσύ το μυαλό σου, θα το κάνει κάποιος άλλος για σένα».

KYTTAΡO, Ηπείρου 48 & Αχαρνών, 210 8224134. Εναρξη 22.00. Είσοδος €10. Προπώληση viva.gr, Public, Ianos, Παπασωτηρίου, Seven Spot, Reload Stores. Στις 24/4.