- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’25: Ο Κρίστοφερ Κινγκ με τη Στέγη επιστρέφει για τρίτη χρονιά στην Κόνιτσα
Είδαμε το φεστιβάλ και μιλήσαμε με τον βραβευμένο με Grammy Αμερικανό εθνομουσικολόγο
«Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’25»: Ο Κρίστοφερ Κινγκ με τη Στέγη στην Κόνιτσα, στο φεστιβάλ που συνδυάζει παραδοσιακούς ήχους των Βαλκανίων με πειραματικούς αυτοσχεδιασμούς και εθνογραφικό κινηματογράφο
Καθώς βρισκόμαστε στο παραδοσιακό και γεμάτο βινύλια σπίτι του βραβευμένου με Grammy Αμερικανού εθνομουσικολόγου, Κρίστοφερ Κινγκ (που έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην Κόνιτσα από το 2022), εκείνος κάποια στιγμή διακόπτει τη ροή της κουβέντας για να μας δείξει ένα παλιό ρολόι τσέπης από τη συλλογή του, από εκείνα που μπορείς να δεις τον μηχανισμό τους. Ανοίγοντας το πορτάκι και αποκαλύπτοντας τα αμέτρητα γρανάζια στο εσωτερικό του —άλλα μικρά και άλλα μεγάλα— ο Κινγκ λέει: «Υπάρχουν 157 μέρη σε αυτό το ρολόι. Ποιο από αυτά είναι το πιο σημαντικό;» Η σωστή απάντηση είναι βέβαια πως όλα τα μέρη είναι εξίσου σημαντικά και ο Κινγκ χρησιμοποιεί αυτή την αλληγορία για να περιγράψει τη συνεργασία του, τόσο με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση όσο και με τον Δήμο Κόνιτσας, από το 2023, όταν πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην περιοχή το φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά», μέχρι σήμερα, που έχει αρχίσει πια να παίρνει τη μορφή μιας νέας παράδοσης.
Η Κόνιτσα είναι μια κωμόπολη «φυτεμένη» στην πλαγιά του βουνού Τραπεζίτσα, ανάμεσα στην Τύμφη και το Σμόλικα, με τη χαράδρα του Αώου και το φαράγγι του Βοϊδομάτη να απλώνονται μπροστά της. Ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων και βρίσκεται περίπου 31 χιλιόμετρα μακριά από τα αλβανικά σύνορα. Το Σπίτι της Χάμκως —της μητέρας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, την οποία κακομεταχειρίστηκαν οι επαναστατημένοι χωρικοί που δυνάστευε ο σύζυγός της Βελής, μετά την δολοφονία του— είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία του τόπου και μεταφέρει απευθείας τον επισκέπτη στον 18ο και 19ο αιώνα, όταν ακόμα το περιέβαλλε ένας ψηλός περίβολος με πολεμίστρες και μυστικές εισόδους. Αυτή η μαγευτική τοποθεσία έχει επιλεχθεί για την διεξαγωγή του τριήμερου φεστιβάλ, «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά», που συνδυάζει τους παραδοσιακούς ήχους των Βαλκανίων με πειραματικούς αυτοσχεδιασμούς και εθνογραφικό κινηματογράφο.
Τι είδαμε και ακούσαμε στο φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» της Στέγης στην Κόνιστα
Ως επιμελητής του φεστιβάλ, ο Κρίστοφερ Κινγκ ανέλαβε να κάνει μια μικρή εισαγωγή την πρώτη και πιο ζεστή ημέρα της διοργάνωσης, έχοντας πάντα δίπλα του ως διερμηνέα τον Δημήτρη Δάλλα. Αν και παραδέχτηκεπως η χαρακτηριστική βραχνή φωνή του είναι απολαυστική στο άκουσμα, αντί να βγάλει έναν μακρόσυρτο λόγο, ο Κινγκ προτίμησε να παίξει μερικά σπάνια 78στροφα βινύλια από την δεκαετία του 1920, σαν αυτά που περιέσωσε από τον αχυρώνα του πατέρα του όταν ήταν 15 χρονών και ξύπνησαν μέσα του το συλλεκτικό δαιμόνιο. Ύστερα από αυτό το σύντομο ταξίδι στο παρελθόν, μέσα από παραδοσιακές μελωδίες που ηχογραφήθηκαν σχεδόν πριν από έναν ολόκληρο αιώνα, ο Κινγκ παρέδωσε το «μικρόφωνο» στις προσκεκλημένες μπάντες, για να απολαύσει το κοινό την μουσική ζωντανά, όπως πραγματικά πρέπει να ακούγεται.
Μπροστά σε ένα κοινό αποτελούμενο από μικρά παιδιά, νέους, αλλά και μεγαλύτερους σε ηλικία —είτε καλεσμένους της Στέγης και του Κινγκ από όλο τον κόσμο, είτε μόνιμους κατοίκους της Κόνιτσας— το φεστιβάλ ξεκίνησε με τις βιρτουόζικες έθνικ μελωδίες των Βασίλη Κώστα (λαούτο) και Παναγιώτη Αϊβαζίδη (κανονάκι), που συμπληρώνονταν από τα υπέροχα φωνητικά και το ντουντούκ της Zelişah, μιας καλλιτέχνιδας από την Τουρκία με καταγωγή από την κουρδική μειονότητα των Ζαζάκι. Το τελευταίο τραγούδι του σετ, ο «Σκάρος», ήταν αφιερωμένο στον θρυλικό κλαρινίστα Πετρολούκα Χαλκιά, που πέθανε φέτος σε ηλικία 90 ετών, στις 15 Ιουνίου. Το πρόγραμμα συνεχίστηκεαπό το μουσικό σύνολο Χωρέτ’, που είναι αφοσιωμένο στην ερμηνεία διαφόρων ποντιακών μουσικών παραδόσεων, με έμφαση στον σεβασμό των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και αποτελείται από τους Θανάση Στυλίδη (τραγούδι, λύρα), Νικηφόρο Φουλιρά (λύρα, αγγείο [τουλούμ] και φλογέρα)και Σταύρο Καρυπίδη (νταούλι). Η βραδιά έκλεισε με το ντοκιμαντέρ του Simon Broughton «FlyBird, Fly» (2020), που αφηγείται την ιστορία της αναβίωσης της ουγγρικής λαϊκής μουσικής, την οποία οι ίδιοι οι Ούγγροι αποκαλούν «σπίτι χορού» ή «táncház».
Ενδιάμεσα από τις βραδιές μουσικής, τα μεσημέρια του Σαββάτου και της Κυριακής, διεξήχθησαν δύο workshops (εργαστήρια) στην Πλατεία της Παλιάς Αγοράς της Κόνιτσας από μέλη του βουλγαρικού σχήματος Kaynak Pipers Band και της ουγγρικής μπάντας εγχόρδων Szászcsávás Band. Το πρώτο αφορούσε τις πολυφωνίες του ηπειρώτικου τραγουδιού και τη σχέση τους με την παραδοσιακή μουσική της οροσειράς της Ροδόπης, ενώ το δεύτερο εστίαζε στους χορούς της κοινότητας των Ρομά στην Ουγγαρία. Και τα δύο, αποσκοπούσαν στο να υπενθυμίσουν στους παρευρισκόμενους τις εθνοτικές συνδέσεις μεταξύ των διαφορετικών λαών των Βαλκανίων και να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν τη σημασία του αινιγματικού στίχου: «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά».
Για την ανακοίνωση του προγράμματος της δεύτερης ημέρας, ο Κινγκ εμφανίστηκε ξανά στη σκηνή, μαζί με τους αγαπημένους του δίσκους 78 στροφών. Αυτή τη φορά επέλεξε να μιλήσει για τον τρόπο με τον οποίο η μουσική «μεταναστεύει» και καμιά φορά αλλάζει γλώσσα, συνήθειες, αλλά και πιστεύω. Σε αυτό το πλαίσιο, ο μουσικολόγος έπαιξε ένα τραγούδι του Αφροαμερικανού μπλουζίστα Blind Willie Johnson, με τίτλο «Jesus Make Up My Dying Bed», θέλοντας ίσως να δείξει πως τα μπλουζ του αμερικανικού Νότου και τα ηπειρώτικα ή τα άλλα παραδοσιακά τραγούδια των Βαλκανίων, ενώ εξελίχθηκαν σε δύο τόσο διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους, στην πραγματικότητα δεν διαφέρουν και τόσο πολύ μεταξύ τους. Όσο έπαιζε αυτούς τους δίσκους, ο Κινγκ φορούσε μια κοντομάνικη μαύρη μπλούζα, που έγραφε με λευκά γράμματα επάνω της τη λέξη: «νεο-κρυφο-αποικιοκράτης» στα ελληνικά. Φέροντας, ίσως, βαρέως το γεγονός ότι υπήρξε ο Αμερικανός που έφερε τους New York Times για πρώτη φορά στην Ήπειρο το 2014 και τρία χρόνια αργότερα έφερε ένα ολόκληρο κινηματογραφικό συνεργείο στην περιοχή της Κόνιστας για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την ελληνική παραδοσιακή μουσική, ο Κινγκ δεν είναι και ο ίδιος τίποτε άλλο παρά ένας μετανάστης, ο οποίος αφήνοντας πίσω του την ύπαιθρο της Βιρτζίνια ανακάλυψε μια νέα πατρίδα στα βουνά της Ηπείρου.
Μετά τον σύντομο χαιρετισμό του Δημάρχου Κόνιτσας, Ανδρέα Παπασπύρου, προς το Ίδρυμα Ωνάση και την προσφορά τιμητικής πλακέτας στην Καλλιτεχνική Διευθύντρια, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, το πρόγραμμα της δεύτερης ημέρας ξεκίνησε με μία έκπληξη: Η ρουμανική μπάντα Subcarpați, με κεντρικό τραγουδιστή τον Marius Alexe, γνωστό και ως Bean MC, έπαιξε ένα συνδυασμό από μουσικά είδη, μεταξύ των οποίων μέταλ, χιπ χοπ και indie, αλλά με παραδοσιακά λαϊκά όργανα και ένθετες μελωδίες από το μακρινό παρελθόν. Η βραδιά συνέχισε με τις κάμπαγκάιτες των Kaynak Pipers Band και έκλεισε με μια ανθολογία των βωβών ταινιών των πρώτων κινηματογραφιστών των Βαλκανίων, Γιαννάκη και Μίλτου Μανάκη, που είναι γνωστοί και ως αδελφοί Μανάκια.
Όπως δήλωσε ο Κινγκ στην Athens Voice, το συγκεκριμένο φεστιβάλ αποτελεί «μέρος μιας διαδικασίας του να δημιουργείς κάτι το παραδοσιακό». Αναφερόμενος στη μουσική σκηνή της δεκαετίας του 1960, που επέστρεψε στα φολκ και τα μπλουζ κομμάτια του παρελθόντος, μέσα από συλλογές όπως το «Anthology of American Folk Music» (1952) του Χάρι Σμιθ, προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα και γεμάτη ζωντάνια μουσική, ο εθνομουσικολόγος είπε πως, «Αυτό υπήρξε κάτι το πολύ ζωηρό και ζωντανό στην Αμερική, όμως σήμερα έχει λίγο-πολύ πεθάνει. Ακόμα κι αν δεν είναι εντελώς νεκρό, τότε σίγουρα θα πρέπει να επισκεφθεί έναν γιατρό. Εδώ, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπάρχουν μπάντες όπως οι Subcarpați, που χρησιμοποιούν ένα είδος φολκ οικονομίας, με τα όργανα που επιλέγουν να παίξουν και τα μουσικά ακούσματα που προσαρμόζουν στις συνθέσεις τους, προσθέτοντας ταυτόχρονα χιπχοπ, ραπ και στόουνερ ροκ στοιχεία. Αυτό κάνει την παράδοση να προχωράει».
Όντας ένα φεστιβάλ-«φόρος τιμής» στην Κόνιτσα και την μακρά μουσική της παράδοση, θα ήταν λάθος οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μόνιμοι κάτοικοι να μην έχουν τη δυνατότητα να παρευρεθούν σε ένα από τα σημαντικότερα δρώμενα της χρονιάς για τον τόπο τους. Γι’ αυτό το λόγο, την τελευταία ημέρα της φετινής διοργάνωσης, το φεστιβάλ μεταφέρθηκε στην Κεντρική Πλατεία της Κόνιτσας, όπου όλη η κωμόπολη είχε τη δυνατότητα να απολαύσει τη Szászcsávás Band, από το ομώνυμο χωριό στο κέντρο της Τρανσυλβανίας, που είναι διάσημο για τους Ρομά μουσικούς του, την Κρητική μπάντα του Κωστή Νοδαράκη και φυσικά τους Χαλκιάδες, μέλη της θρυλικής οικογένειας μουσικών από τη Βούρμπιανη (ένα χωριό έξω από την Κόνιτσα), με επικεφαλής τον κλαριντζή Κωνσταντίνο Χαλκιά, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μια μοναδική σύγκλιση των χορευτικών μελωδιών και των ρυθμών της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.
Αν και είναι μόλις η τρίτη χρονιά που η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ενώνει τις δυνάμεις της με τον Κρίστοφερ Κινγκ και τον Δήμο Κόνιτσας για να πραγματοποιήσει το συγκεκριμένο φεστιβάλ (φέτος και με την υποστήριξη της Generali), μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί πως στο εγγύς μέλλον πρόκειται γίνει αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης παράδοσης, τόσο της Κόνιτσας, όσο και των γύρω περιοχών.