Μουσικη

The Murder Capital: Είναι υπέροχο να είσαι Ιρλανδός αυτήν την περίοδο

Ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ της νέας post punk σκηνής αποκαλύπτεται στην Athens Voice

Τάνια Σκραπαλιώρη
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

The Murder Capital: Το ιρλανδικό συγκρότημα αποκαλύπτεται στην Αthens Voice λίγες ημέρες πριν εμφανιστεί στη σκηνή του Gagarin 205

Σεπτέμβριος 2019, Death Disco. Στη σκηνή αυτού του αγαπημένου, τελευταίου οχυρού των νεορομαντικών γουειβάδων και λοιπών, συναφών σκοτεινών, λυρικών τύπων ανεβαίνει μια μπάντα από την Ιρλανδία με σκούρα ρούχα και για την επόμενη μία ώρα και κάτι εξαπολύει έναν ιδιότυπο κιθαριστικό ορυμαγδό με κυρίαρχα στοιχεία το χαρακτηριστικό μπάσο και τον χαρακτηριστικό θρήνο – θλίψη και πένθος για το παρόν που έγινε παρελθόν και δεν θα ξαναγίνει ποτέ μέλλον, λίγους μήνες πριν ο πλανήτης πατήσει pause. Οι συγκρίσεις με τις μεγάλες ελπίδες του κιθαριστικού ήχου της εποχής (που με μια σχετική ασφάλεια μπορούμε πια να πούμε ότι δεν διαψεύστηκαν) Idles και Fontaines D.C. είναι αναπόφευκτες (λόγω της όμορης προέλευσης και των κοινών tours) αλλά και αχρείαστες μιας και οι The Murder Capital έχουν από την αρχή έναν άλλου είδους λυρισμό που τους ξεχωρίζει από τη σκηνή τους κι ας μην ξυρίζουν ότι βρίσκεται μπροστά τους οι χορδές τους. «Remember my name, αυτή η μπάντα έχει να δώσει» λέμε στα πηγαδάκια και πηγαίνουμε σπίτι ευχαριστημένοι από μία ακόμα live επιβεβαίωση μιας ακόμα ανακάλυψης και εγγραφής στο νεόκοπα ξύπνημα του κιθαριστικού ήχου.

Μετά πανδημία, κλείσιμο, χάος για όλους, μεταξύ αυτών και για τις μπάντες και τους καλλιτέχνες που η ζωή τους ήταν ο δρόμος, τα μπαρ και τα λαϊβάδικα. Οι The Murder Capital χάνονται πάνω που είχαν πάρει φόρα, μαζεύονται στους εαυτούς τους, ψάχνουν τον τρόπο να ξαναρχίσουν, γράφουν και σβήνουν τον δεύτερό τους δίσκο, τον οποίο κυκλοφορούν τελικά τον Ιανουάριο του 2023. Και αυτό το αναγκαστικό διάλειμμα φαίνεται να τους πήγε ένα βήμα παραπέρα, αφού με το δεύτερο αυτό album τους “Gigi’s Recovery” ξεκλειδώνονται, λαμβάνουν διθυραμβικές κριτικές, και επιβιβάζονται σε μια περιοδεία σε Ευρώπη και Αμερική με σταθμούς σε μεγάλα φεστιβάλ όπως τα Coachella, Glastonbury, Reading/Leeds, Primavera και Rock En Seine.  To 2024 τους βρίσκει να ανοίγουν τις συναυλίες των Pearl Jam στην Ευρώπη με τον Nick Cave να τους περιμένει για την αμέσως επόμενη.

Στο ζενίθ της μεγάλης ιρλανδικής καλλιτεχνικής άνοιξης, με όλη την εμπειρία από αυτές τις τεράστιες περιοδείες και το νέο τους, πολύ καλό album “Blindness” να αποδεικνύει ότι εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, οι The Murder Capital, επιστρέφουν στην Αθήνα, στις 22 Μαίου 2025 στο Gagarin 205 για να μας θυμίσουν γιατί σημειώσαμε το όνομά τους εκείνο το φθινόπωρο του 2019 και, κυρίως, γιατί δεν μας άφησαν να το ξεχάσουμε.

Η μπάντα μετράει επτά χρόνια, τρία albums και ένα μεγάλο, αναγκαστικό pause λόγω πανδημίας που σας βρήκε ακριβώς τη στιγμή του πρώτου σας γκελ στο κοινό ως νέο, πολλά υποσχόμενο συγκρότημα στο ευρύτερο post – punk πεδίο. Πώς ήταν αυτά τα πρώτα χρόνια, πώς τα θυμάστε τώρα που έχετε ξεπεράσει τα πρώτα στάδια της «νέας μπάντας»;
H μπάντα γεννήθηκε από το πένθος. Σχηματιστήκαμε και δέσαμε πολύ γρήγορα, αυθόρμητα, σε μια περίοδο πολύ δύσκολη και για τους πέντε μας, βουτηγμένες στον πόνο και στην απώλεια. Το ντεμπούτο μας, το στιλ μας και ό, τι κάναμε εκείνο τον καιρό ήταν αντανακλάσεις της θλίψης και του πένθους. Φορούσαμε κοστούμια, με τα πουκάμισα μέσα, ακόμα κι αν ψωνίζαμε από charity shops, νιώθαμε την ανάγκη να εμφανιζόμαστε έτσι πολύ σοβαροί, θρηνούντες, ακόμα και αν τα shows μας ήταν ουσιαστικά ο τρόπος μας να γιορτάσουμε αυτό που μας συνέβαινε. Τα live μας ήταν μια γιορτή αλλά παράλληλα είχαν όλα να κάνουν με τον θάνατο και το πένθος, κάτι σαν αγρυπνία.

The Murder Capital © Hugo Comte

Και μετά ήρθε η πανδημία, η οποία ουσιαστικά πάγωσε τη διαδικασία ολοκλήρωσης του δεύτερου album μας απότομα. Πάντα χρησιμοποιώ αυτή την αναλογία: όταν η ζωή σταματάει απότομα, είναι σαν να εκτοξεύεσαι στον αέρα, επειδή έχεις προχωρήσει με τόσο έντονο ρυθμό που όταν σταματάς, είναι σαν να αιωρείσαι. Και κάπως έτσι βρεθήκαμε όταν γράφαμε το “Gigi’s Recovery”— μετέωροι. Δεν ήταν καθόλου σίγουρο πότε (ή αν) θα ξαναπαίζαμε live. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχε έρθει η ώρα να σταματήσουμε αυτήν την προσέγγιση, αυτόν τον τόσο ψυχοφθόρο τρόπο που μας ανάλωνε, αυτήν την παράσταση με μόνο καύσιμό της τη θλίψη. Γράφαμε λοιπόν το δεύτερο album, το “Gig’s Recovery” για δυο χρόνια – και μέσα σε εκείνη την περίοδο, μπήκαμε σε ένα βαθύ ταξίδι ενδοσκόπησης, κοιτάζοντας μέσα μας. Και όταν κοιτάξαμε μέσα μας, διαπιστώσαμε ότι πραγματικά θέλαμε να έχουμε ελπίδα. Και με πολλούς τρόπους το επιδιώξαμε, γιατί δεν συνέβαινε τίποτα γύρω μας. Ήμασταν απλώς οι πέντε μας μέσα σε ένα σπίτι, για μήνες. Και δεν υπήρχαν πάρτι, δεν υπήρχαν συναντήσεις με άλλους φίλους. Οπότε θελήσαμε κάπως να δημιουργήσουμε αυτό το συναίσθημα, του να επικοινωνείς, να έρχεσαι κοντά με κάποιον άλλον, για εμάς μέσα από τη μουσική.

Το “The End of a Thousand Lives” είναι τόσο γεμάτο ενέργεια, μια πραγματική έκρηξη, μια εκτόνωση που ίσως δεν αντικατόπτριζε την πραγματικότητα εκείνης της περιόδου — αλλά ήταν αυτό που θέλαμε να νιώσουμε, γι’ αυτό και το γράψαμε. Το ίδιο ισχύει και για το “Ethel”, το οποίο σε πολλά επίπεδα είναι μια προβολή στο μέλλον, μια ματιά προς το μέλλον γεμάτη ελπίδα. Κάπως έτσι αυτό το δεύτερο album ήταν κατά κάποιον τρόπο η φυσική συνέχεια, το επόμενο στάδιο, αφού είχαμε ολοκληρώσει τη διαδικασία του πένθους.

Ακόμα κι αν δεν ήταν τόσο σκοτεινό βέβαια, το “Gigi’s Recovery” είχε έντονα υπαρξιακά στοιχεία. Πώς αντιμετωπίσατε αυτόν τον επόμενο σταθμό στο υπαρξιακό ταξίδι σας; Άλλαξε κάτι μεταξύ σας ως μέλη της ίδιας μπάντας, ενωμένης στην αρχή από τη θλίψη;
Ναι, σίγουρα. Νομίζω ότι... ναι, επειδή υπήρχε τόση ενδοσκόπηση, είχαμε πολύ χρόνο να σκεφτούμε. Και νομίζω ότι αυτό μας βοήθησε να ωριμάσουμε πολύ. Η περίοδος που γράφαμε αυτό το album μας έδωσε επίσης χρόνο να αναλογιστούμε όλη μας τη ζωή, γιατί δεν συνέβαιναν και πολλά νέα πράγματα.

Οπότε, ναι, κάθε τι που δημιουργούμε είναι κατά κάποιο τρόπο μια προέκταση του εαυτού μας και μια εξέλιξη του συγκροτήματος. Ο νέος δίσκος που μόλις φτιάξαμε στις αρχές του χρόνου είναι πολύ πιο άμεσος. Ίσως είναι πολύ πιο “παρών”, με έναν τρόπο. Τώρα που το σκέφτομαι, ο πρώτος δίσκος ήταν κάπως σαν μια αντανάκλαση του παρελθόντος. Ο δεύτερος είχε να κάνει περισσότερο με τις ελπίδες για το μέλλον. Και αυτός ο δίσκος έχει κάτι το άμεσο. Έχει να κάνει πολύ περισσότερο με το τώρα, και αυτό ήταν το ζητούμενο — έτσι θέλαμε να ακούγεται.

Θέλαμε να ακούγεται άμεσος και δυνατός. Με πολλούς τρόπους, ίσως αυτή η αμεσότητα υπήρχε και στον πρώτο δίσκο. Ήταν πιο αυθόρμητος — έβαζες ένα τραγούδι και ξεκινούσε αμέσως. Και υποθέτω ότι, ναι, όσο ωριμάζουμε, υπάρχει μια συνέχεια, μια εξέλιξη από αυτό που προηγήθηκε.
Οπότε, ναι, όλα είναι προεκτάσεις αυτού που προηγήθηκε.

Αναφέρατε τον νέο σας δίσκο, τρίτο κατά σειρά, που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό. Τ Blindness ηχογραφήθηκε στο Λος Άντζελες με τον παραγωγό John Congleton μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων. Πώς επηρέασε αυτό το περιβάλλον και το συμπυκνωμένο πρόγραμμα ηχογραφήσεων τον ήχο και τη δημιουργική διαδικασία του άλμπουμ;
Το περιβάλλον το επηρέασε με τον τρόπο που το κάνει πάντα, αλλά κυρίως σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο. Οι διαδρομές προς και από το στούντιο προσέφεραν μια δόση έμπνευσης λόγω της τρελής ζωής στους δρόμους του Λ.Α. Το πρόγραμμα ηχογραφήσεων ήταν παρόμοιο με αυτό του δεύτερου άλμπουμ μας, οπότε ήμασταν σχετικά προετοιμασμένοι. Η ομορφιά του να δουλεύεις σε τόσο περιορισμένο χρονικό διάστημα είναι η ενέργεια που επιβάλλει στη λήψη αποφάσεων.

Το album φαίνεται να επεκτείνει την ηχητική σας παλέτα, ενσωματώνοντας περισσότερες ατμοσφαιρικές υφές και στιγμές ενδοσκόπησης σε σύγκριση με τις προηγούμενες δουλειές σας. Ήταν αυτή μια συνειδητή εξέλιξη ή προέκυψε φυσικά κατά τη δημιουργική διαδικασία;
Η αλήθεια είναι ότι η πρόθεσή μας ήταν να μην επικεντρωθούμε καθόλου στην ηχητική παλέτα μέχρι να μπούμε στο στούντιο, γιατί στο παρελθόν τείναμε να κολλάμε υπερβολικά σε τέτοια θέματα. Αντί γι’ αυτό, προσπαθήσαμε να επικεντρώσουμε την ενέργειά μας στη βασική σύνθεση των τραγουδιών και να προσθέσουμε ό,τι ένιωθε απαραίτητο στο τέλος.

Σε στιχουργικό επίπεδο, το άλμπουμ εξερευνά θέματα αποξένωσης, αυτοεξερεύνησης και ανθεκτικότητας. Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή εμπειρία που διαμόρφωσε τη βασική αφήγηση του Blindness;
Αυτά είναι θέματα που τα μέλη του συγκροτήματος έχουμε βιώσει — τόσο ατομικά όσο και συλλογικά — τα τελευταία χρόνια, οπότε είναι δύσκολο να εντοπίσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή.

Αν δεν κάνω λάθος, κατά τη δημιουργία του Blindness ζούσατε σε διάφορα μέρη σε Ιρλανδία, Λονδίνο και Ευρώπη. Πώς επηρέασε αυτή η γεωγραφική διασπορά τη δημιουργική διαδικασία;
Την επηρέασε με την έννοια ότι ο καθένας μας είχε λίγο περισσότερο χώρο και χρόνο να αναπνεύσει μεταξύ των sessions, καθώς πλέον δεν ήταν μια διαδικασία που συνεχιζόταν επ’ αόριστον. Νομίζω ότι αρχίσαμε να εκτιμούμε περισσότερο ο ένας τον άλλον όταν βρισκόμασταν όλοι μαζί.

Πώς ξεπερνάτε τους φόβους και τις συγκρούσεις σας πάνω σε καλλιτεχνικά θέματα ως συγκρότημα;
Με πάρα, πάρα πολλή συζήτηση. Και νομίζω ότι επειδή περνάμε τόσο πολύ χρόνο μαζί, η σχέση μας δεν είναι ακριβώς οικογενειακή, δεν είναι ακριβώς επαγγελματική, ούτε απλώς φιλική. Σημαίνουμε πολλά ο ένας για τον άλλον με διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχει μεγάλο διακύβευμα όταν τσακώνεσαι, καταλαβαίνεις;

Μερικές φορές, οι καβγάδες στις οικογένειες συμβαίνουν πιο εύκολα απ’ ό,τι στις φιλίες, γιατί είναι λιγότερο πιθανό να σε εγκαταλείψει ένα μέλος της οικογένειας — είναι ο αδελφός σου, ο ξάδελφός σου, οι γονείς σου. Θα είναι πάντα εκεί, ενώ με τους φίλους, αν δεν φερθείς σωστά ή δεν σεβαστείς τη σχέση, μπορεί να τους χάσεις πιο εύκολα. Νομίζω πως όταν ξεκινάς ένα συγκρότημα, συχνά νιώθεις ότι μοιάζει περισσότερο με οικογένεια — ότι θα είναι πιο δύσκολο να χάσεις κάποιον. Αλλά όταν μπαίνουν στη μέση οι καλλιτεχνικές επιθυμίες, πολεμάς τόσο σκληρά για αυτές, που μπορεί να χάσεις την προοπτική. Όμως, επειδή έχουμε μεγαλώσει τόσο πολύ μαζί, έχουμε συνεργαστεί και έχουμε ζήσει μαζί τόσο στενά, είναι πολύ σημαντικό για εμάς να διασφαλίζουμε ότι υπάρχει ένα περιβάλλον και για τους πέντε που να είναι ήρεμο, ασφαλές, με προοπτική εξέλιξης, όπου μπορείς να κάνεις λάθη, να αποτύχεις. Γιατί ξέρουμε πλέον ότι αυτό είναι κάτι στο οποίο θα είμαστε για καιρό μαζί — μακροπρόθεσμα.

The Murder Capital © Hugo Comte

Σκέφτομαι τη δήλωση που έχετε κάνει σχετικά με το γενικότερο «νέο κύμα» του post-punk, του new age post-punk, μέσα στο οποίο σας έχουν κατατάξει μαζί με πολλά ανερχόμενα συγκροτήματα — και είχατε πει ότι τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αρχίσει να γίνεται κάπως βαρετό. Πώς τοποθετείστε εσείς μέσα σε αυτό τώρα;
Νομίζω ναι ότι μας ενοχλούσε αυτή η post – punk ταμπέλα όταν φτιάχναμε τον δεύτερο δίσκο ή όταν τον κυκλοφορήσαμε γιατί στ’ αλήθεια δεν νιώθαμε ότι αντιπροσώπευε αυτό που είχαμε φτιάξει. Και σ’ εκείνο το σημείο ίσως νιώθαμε και ανασφαλείς ως προς το ότι ο κόσμος μπορεί να μας αντιμετώπιζε ως post – punk μπάντα ενώ δεν το θέλαμε αυτό, δεν ήταν αυτό ακριβώς η μουσική που θέλαμε να κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Αλλά τώρα που έχει περάσει ο καιρός νιώθουμε τελικά μεγάλη τιμή να μας κατατάσσουν κάτω από αυτό το είδος. Η αλήθεια είναι ότι ο πρώτος δίσκος σίγουρα ανήκε σε αυτό το genre, ένα σπουδαίο genre. Και ναι είναι τιμή μας να είμαστε μέρος αυτού του κινήματος – υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι να ανήκεις στο κίνημα που καθορίζει αυτόν τον ήχο.

Δεν συμβαίνουν τόσο συχνά punk και ροκ εκρήξεις, παίρνει δυο τρεις γενιές μέχρι την επόμενη φορά, οπότε είναι πολύ σημαντικό να είσαι εκεί, μέρος τους, τη στιγμή που συμβαίνουν. Υπάρχουν τόσοι τρόποι, ναι. Από τον νεορομαντισμό των Smiths και των Cure μέχρι το post – hardcore των Turnstile με όλα τα στοιχεία που το διαφοροποιούν από τον παραδοσιακό σκληρό ήχο. Είναι τόσο cool όλα αυτά. Τόσο ωραίο τη σημερινή εποχή να έχουμε τόσους τρόπους να επανακαθορίζουμε τι σημαίνει το ροκ, τι σημαίνει το punk, το post – punk. Κάθε χρόνο συμβαίνουν καινούρια πράγματα, κάθε χρόνο τα πράγματα αλλάζουν.

Έτσι κι εμείς. Αλλάζουμε, εξελισσόμαστε δίσκο με το δίσκο. Με δύο ή τρεις δίσκους είναι δύσκολο να δώσεις στον κόσμο ένα ξεκάθαρο στίγμα ή ένα σημείο αναφοράς αλλά συνειδητοποιούμε ότι πιθανότατα σε δέκα χρόνια ακόμα θα προσδιορίζουμε με τη δουλειά μας το ποιοι είμαστε – είναι μια συνεχής διαδικασία. Και μακάρι στο τέλος, όταν θα αναγκαστούμε να αφήσουμε κάτω τις κιθάρες, γιατί θα έχουμε γεράσει πολύ και θα βρισκόμαστε σε κάποιο νοσοκομείο, να έχουμε κάνει όλη εκείνη τη δουλειά που θα επιτρέπει στον κόσμο να ανατρέχει σε αυτήν για να διαμορφώσει μια συνολική εικόνα για το ποιοι είμαστε, τι κάναμε. Μου αρέσει αυτή η ιδέα του συνεχούς ταξιδιού.

Είναι αλήθεια ότι συμβαίνουν πάρα πολλά καινούρια πράγματα κάθε χρόνο και ιδίως στην Ιρλανδία. Για κάποιον λόγο όλα μοιάζουν να συμβαίνουν στην Ιρλανδία τα τελευταία χρόνια. Λογοτεχνία, κινηματογράφος, η μουσική φυσικά – όλα ανθούν. Πώς νιώθετε ως μέρος αυτής της νέας, πολύπλευρης, ιρλανδικής σκηνής;
Αυτό το καλλιτεχνικό άνθισμα που συμβαίνει τώρα είναι πραγματικά συναρπαστικό. Η σύντροφός μου είναι στυλίστρια και creative director, και μάλιστα έχει γράψει πρόσφατα κάποια άρθρα ακριβώς πάνω σε αυτό το φαινόμενο, κάτι που ήταν πολύ ενδιαφέρον για μένα — γιατί, ενώ μπορούσες να το νιώσεις κάπως διάχυτα στον αέρα, εκείνη έκανε μια πολύ ουσιαστική μελέτη πάνω στο θέμα. Πιστεύω πως όλο αυτό "έβραζε" εδώ και καιρό. Όταν ζούσαμε στο Δουβλίνο και μόλις είχαμε ξεκινήσει το συγκρότημα, μπορούσες να νιώσεις ότι κάτι καινούργιο ερχόταν. Ότι επρόκειτο να αλλάξει κάτι στο πώς κοιτάει ο κόσμος την Ιρλανδία. Έζησα εκεί για περίπου τρία χρόνια και για ένα διάστημα η σχέση της Ιρλανδίας με τη διεθνή μουσική βιομηχανία έμοιαζε κάπως στάσιμη.

The Murder Capital © Hugo Comte

Και ξαφνικά, τα πράγματα άρχισαν να κινούνται. Εμάς άρχισε να μας πηγαίνει καλά, οι Fontaines D.C. εκτοξεύθηκαν, οι Just Mustard, οι NewDad... και η λίστα δεν έχει τέλος: Lankum, Kneecap, John Francis Flynn, Sílk, CMAT — η σκηνή στην Ιρλανδία αυτή τη στιγμή είναι εκρηκτική. Το ίδιο συμβαίνει και στον κινηματογράφο: ο Barry Keoghan, η Jessie Buckley, η Saoirse Ronan, ο Cillian Murphy... Δεν ξέρω ακριβώς γιατί συνέβη αυτό τώρα, αλλά σίγουρα συμβαίνει. Κι όταν ζούσαμε στο Δουβλίνο, γύρω στο 2018–2019, μπορούσες να νιώσεις ότι κάτι τέτοιο ερχόταν. Νιώθω πραγματικά υπερηφάνεια που είμαι Ιρλανδός — πάντα το ένιωθα αυτό. Υπάρχει μια βαθιά, πλούσια δημιουργική και ποιητική κουλτούρα στη χώρα, και είναι πολύ όμορφο που ο υπόλοιπος κόσμος αρχίζει να το βλέπει κι εκείνος.

Αυτό συμβαίνει και στη μόδα: η Simone Rocha, ο Robyn Lynch... στον κινηματογράφο η Emer Reynolds, που είναι μια από τις σημαντικότερες ανερχόμενες σκηνοθέτιδες στον κόσμο. Η Zoë Redmond, εξαιρετική δημιουργός κοστουμιών. Ο Leon Ward, σπουδαίος σκηνοθέτης. Η Domino Whisker, καταπληκτική καλλιτέχνιδα του κεντήματος... Είναι ατελείωτο. Ναι, πραγματικά είναι υπέροχο να είσαι Ιρλανδός αυτή την περίοδο.

Περιοδεύσατε με τους Pearl Jam και μετά με τον Nick Cave και τους Bad Seeds. Πώς είναι να μοιράζεστε τη σκηνή και να συνεργάζεστε με τέτοιους θρύλους;
Ναι, ήταν απίστευτο με τους Pixies. Πραγματικά συγκινητικό. Όταν κατεβήκαμε από τη σκηνή, είπαμε στον tour manager τους ότι ήταν μια εμπειρία ζωής — και έτσι ακριβώς ήταν — και εκείνος μας απάντησε, «Ελπίζω όχι μόνο μία φορά!» Αυτό τα λέει όλα για την ενέργεια που υπήρχε: μας υποδέχθηκαν με ανοιχτές αγκάλες και υποστηρικτική διάθεση, ενώ ταυτόχρονα όλα ήταν εξαιρετικά επαγγελματικά. Είναι μια τεράστια παραγωγή — σαν να μετακινείται κάθε μέρα ένα μικρό χωριό. Η ομάδα τους αριθμεί πάνω από 100 άτομα και το να βλέπεις τέτοιο επίπεδο συντονισμού και οργάνωσης ήταν απλώς συναρπαστικό. Ήταν τιμή μας να είμαστε μέρος μιας τόσο μεγάλης «μηχανής».

Αυτό που μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι ότι οι Pearl Jam παρέμειναν πάντα πιστοί στον εαυτό τους μουσικά. Δεν ξέφυγαν ποτέ από το είδος μουσικής που θέλουν πραγματικά να φτιάχνουν, και παρ’ όλα αυτά γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία. Είναι πολύ εμπνευστικό να βλέπεις ένα συγκρότημα που καταφέρνει να τραβάει το κοινό προς αυτούς, αντί να αλλάζουν οι ίδιοι για να είναι πιο αρεστοί. Αυτή η σύνδεση με το κοινό είναι πραγματικά δυνατή. Μιλήσαμε και με τον Jeff και τους υπόλοιπους — ήταν όλοι εξαιρετικά ευγενικοί. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις ότι, ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, παραμένουν προσγειωμένοι, επαγγελματίες και αφοσιωμένοι. Είναι φανερό ότι έφτασαν εκεί που είναι μέσα από σκληρή δουλειά και συνέπεια. Είναι παρήγορο να ξέρεις ότι, αν σκύψεις το κεφάλι και δουλέψεις σοβαρά, μπορείς πραγματικά να φτάσεις ψηλά.