Μουσικη

Madrugada: H Ελλάδα μάς έδινε πάντα το boost που χρειαζόμασταν

Ο Frode Jacobsen μιλάει στην ATHENS VOICE πριν την εμφάνιση των αγαπημένων Νορβηγών στο Release Athens 2023

Τάνια Σκραπαλιώρη
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Madrugada - Συνέντευξη: Ο Frode Jacobsen μιλάει στην ATHENS VOICE πριν την εμφάνισή τους στο Release Athens 2023, στις 25 Ιουνίου

Υπάρχει ένας αστικός μύθος που θέλει τους Madrugada να είναι η επίσημη αγαπημένη μπάντα του εγχώριου συναυλιακού κοινού και κάτοχος του ρεκόρ επισκεψιμότητας των συναυλιακών μας venues και γηπέδων. Και όσο κι αν αυτός ο μύθος –συντηρημένος σε μεγάλο βαθμό και από τις πυκνότατες εμφανίσεις του Sivert Hoyem solo την τελευταία δεκαετία– έχει φτιαχτεί για να ακολουθήσει τη μοιραία οδό της κατάρριψης, μια και τις κορυφαίες θέσης της σχετικής λίστας καταλαμβάνουν μπάντες όπως οι Puressence, οι Paradise Lost και οι Scorpions, οι Madrugada είναι μια μπάντα που θα σπάει πάντα τα δικά της ρεκόρ δημοφιλίας στην Ελλάδα, ανανεώνοντας πάντα πολύ όμορφα αυτήν την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μιας ροκ συντροφιάς από τον σκανδιναβικό βορρά και δεκάδων χιλιάδων εκπροσώπων της βαλκανικής Μεσογείου που δεν θα κουραστούν ποτέ να ανάβουν αναπτήρες στην πρώτη νότα του «Majesty».

Η αγάπη του ελληνικού κοινού για το ατμοσφαιρικό μουσικό ημίφως των Νορβηγών είναι τόσο μεγάλη, στέρεη και αναλλοίωτη στον χρόνο, από τις πρώτες στροφές του «Industrial Silence» μέχρι τη θριαμβευτική που τους επιφυλάχθηκε στην περσινή τους εμφάνιση στο Καλλιμάρμαρο που εκπλήσσει συχνά και τους ίδιους. Όπως μας λέει ο Frode Jacobsen, μπασίστας και ιδρυτικό μέλος των Madrugada, η αγάπη αυτή έπαιξε σε πολλές στιγμές της μπάντας τον ρόλο της απαραίτητης κινητήριας δύναμης για να συνεχίσουν με την Ελλάδα να αποτελεί μια μοναδική περίπτωση συναυλιακού προορισμού για εκείνους, μια χώρα που πάντα θέλουν να επιστρέφουν.

Αυτό θα κάνουν και το φετινό, μεγάλο συναυλιακό καλοκαίρι ως headliners του μεγάλου φεστιβάλ Release Athens 2023 την Κυριακή 25 Ιουνίου, με όλη τη φόρα του πρόσφατου δημιουργικού τους reunion και του album «Chimes At Midnight» που προέκυψε από αυτό, κλείνοντας μια ημέρα που θα φιλοξενήσει επίσης τα features των Wet Leg και του Baxter Dury. Τη στιγμή που γινόταν το κλικ για τη σύνδεση στο Zoom και τη διαδικτυακή συνάντηση με τον Frode Jacobsen δεν είχε ανακοινωθεί ακόμα η ημερομηνία των εκλογών της 25ης Ιουνίου γράφοντας ωστόσο αυτές τις γραμμές δεν μπορεί παρά να αιωρηθεί στον αέρα η σκέψη του πώς θα ηχεί τελικά αυτό το καλοκαιρινό βράδυ με dark anthems όπως το «Strange Colour Blue» και το «What’s On Your Mind» να απογειώνονται από την Πλατεία Νερού για να συναντήσουν τους μετεκλογικούς απόηχους από τα περίπτερα και τα εκλογικά κέντρα του αθηναϊκού επίκεντρου σε ένα soundtrack που αν μη τι άλλο θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

© Knut Åserud

Ήσασταν εκεί από την αρχή, από την πρώτη μέρα των Madrugada, πριν καν γίνουν οι Madrugada που ξέρουμε. Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνες τις πρώτες - πρώτες ημέρες;

Ότι πάντα θέλαμε να κάνουμε αυτό που κάναμε. Νιώθαμε σαν να έχουμε βρει τον προορισμό μας, αυτό που θέλουμε να κάνουμε στη ζωή. Ήμασταν εθισμένοι στη μουσική, στις πρόβες, σε όλα. Τα πρώτα δύο χρόνια όλα δεν ήμασταν οι Madrugada που έχει συνηθίσει ο κόσμος, εγώ έπαιζα μαζί με τον Jon (Lauvland Pettersen) και o Sivert (Høyem) έπαιζε σε μια άλλη μπάντα σε μια γειτονική πόλη. Εμείς γράφαμε το δικό μας υλικό ενώ μπάντα που έπαιζε ο Sivert ήταν cover band και νομίζω ότι αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελε κάτι άλλο, ήθελε να γράφει τα δικά του τραγούδια. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μας πρόβα μαζί, όταν καλά καλά δεν γνωριζόμασταν.

Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μας πρόβα μαζί – εγώ ήμουν τότε βαθιά επηρεασμένος από τον ήχο των Velvet Underground και όλη αυτήν την κουλτούρα του ψυχεδελικού, «παραμορφωμένου» ήχου και θυμάμαι να του παρουσιάζω το υλικό μας και σε κάποια στιγμή να τον κοιτάζω κι εκείνος να με κοιτάει πίσω σχεδόν τρομοκρατημένος (γέλια). Αλλά ναι μετά δέσαμε όλοι μαζί, ήμασταν έφηβοι παθιασμένοι με τη μουσική, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο από το να ασχοληθούμε με αυτήν. Η μουσική ήταν πάντα μονόδρομος, δεν υπήρχε plan b.

Μπορούσατε τότε να φανταστείτε την επιτυχία που θα ερχόταν; Έστω και ως όνειρο;

Είχαμε πάντα μεγάλα όνειρα όπως πολλοί έφηβοι. Εγώ ο ίδιος έχω πάντα μεγάλα όνειρα. Οπότε ναι ονειρευόμασταν ότι θα παίζουμε σε μεγάλα στάδια, ότι θα γεμίζουμε αρένες αλλά σε κάθε περίπτωση είναι πολύ διαφορετικό το να έχεις μεγάλα όνειρα από το να τα βλέπεις να γίνονται πραγματικότητα. Ακόμα θυμάμαι το πρώτο μας sold out σε venue 5.000 θέσεων στο Oslo, το πόσο μεγάλος έμοιαζε ο χώρος, το πόσο μικροί αισθανόμασταν. Οπότε ναι είχαμε όνειρα και τα κυνηγήσαμε αλλά πάντα η ζωή έχει τον τελευταίο λόγο, χτυπάει και κάνει τα δικά της. Έτσι κι εμείς περάσαμε πολλές διαφορετικές περιόδους και αλλαγές, είχαμε τα πάνω μας και τα κάτω μας. Και δεν τα καταφέραμε αυτόματα παντού. Η Ελλάδα είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση για εμάς, είναι η μοναδική χώρα όπου δεν χρειάστηκε να χτίσουμε κάτι βήμα βήμα, μας χάρισε αμέσως μεγάλη αποδοχή και αγάπη. Ακόμα και στη χώρα μας, στη Νορβηγία δεν ήταν καθόλου έτσι. Στην αρχή παίζαμε για 14 άτομα, για να παίξουμε την επόμενη φορά ίσως για 50 και να ανέβουμε έτσι σιγά σιγά. Το ίδιο, περίπου, συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά στην Ελλάδα ήταν ακαριαία τα sold outs, ακαριαία η επιτυχία, από την πρώτη ημέρα. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς, γιατί ακόμα και στις όχι και τόσο ρόδινες περιόδους μας, ήταν πάντα ωραίο να ερχόμαστε να παίζουμε στην Ελλάδα, μας ανέβαζαν τα live μας εδώ. Η Ελλάδα μας έδινε, πάντα, το boost που χρειαζόμασταν.

Ακούγεται σαν να σας έχει διαμορφώσει σε κάποιο βαθμό αυτό που συμβαίνει με τους Madrugada στην Ελλάδα.

Οπωσδήποτε. Ακόμα και σήμερα συνεχίζει να μας διαμορφώνει. Ο τελευταίος μας δίσκος είναι ένα πολύ απτό και άμεσο παράδειγμα. Είχαμε αυτήν την πρόσκληση στα τέλη του 2019 για ένα μεγάλο live στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αυτό που τελικά έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ήταν κάτι που θέλαμε πολύ να κάνουμε, ένα venue που θέλαμε πολύ να παίξουμε, αλλά θέλαμε να το κάνουμε σωστά, να έχουμε νέο υλικό να παρουσιάσουμε, νέα τραγούδια. Οπότε κάτσαμε και γράψαμε με στόχο αυτό το live, γράψαμε τραγούδια σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, για δύο μήνες περίπου, και με αυτό το υλικό και όλες τις ιδέες που προέκυψαν μπήκαμε στο studio, στα θρυλικά Sunset Sound Studios στo Λος Άντζελες και ηχογραφήσαμε το νέο album, το «Chimes Αt Midnight». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίς την Ελλάδα αυτός ο νέος δίσκος δεν θα είχε υπάρξει όπως υπήρξε, το Καλλιμάρμαρο ήταν το kickstarter της δισκογραφικής μας επιστροφής.

© Knut Åserud

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια και τις καλές και κακές περιόδους που αναφέρατε ποια θα λέγατε ότι ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Madrugada;

Νομίζω ότι πολλές μπάντες, σχεδόν όλα τα συγκροτήματα με κάποια διάρκεια στον χρόνο αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις, τα ίδια προβλήματα. Είναι ιδιαίτερη η συνθήκη της μπάντας, ιδίως όταν η μπάντα θέλει να κάνει τα πράγματα ως μπάντα, να γράφει, να συνθέτει, να δημιουργεί ως μπάντα, με όλα τα μέλη της παρόντα σε αυτή τη διαδικασία. Οπότε μια μεγάλη πρόκληση προκύπτει από το διαφορετικό μουσικό  και αισθητικό γούστο του καθενός. Είναι ένα κλισέ οι ιστορίες για συγκροτήματα που διαλύονται λόγω καλλιτεχνικών και μουσικών διαφωνιών, αν και για εμάς, στην αρχή τουλάχιστον, ήταν το αντίστροφο. Ξεκινήσαμε με μεγάλες μουσικές διαφορές και στην πορεία συγκλίναμε πολύ. Οπότε αντιμετωπίσαμε αυτήν την πρόκληση στην αρχή. Και περάσαμε σχεδόν πέντε χρόνια δουλεύοντας πάνω σε αυτήν την σύγκλιση, πριν κυκλοφορήσουμε τον πρώτο μας δίσκο, γράφοντας πολύ υλικό, εξερευνώντας αμέτρητες κατευθύνσεις, ψάχνοντας να βρούμε τι είδους μπάντα θα είμαστε. Ήταν πολύ σημαντικό για εμάς να αρέσει κάθε τραγούδι σε κάθε έναν από εμάς. Όλα έχουν να κάνουν με την υπέρτατη πρόκληση της συνεργασίας, του να δουλεύεις μαζί με άλλους ανθρώπους και μπορείς να πάρεις τον καλύτερο εαυτό του καθένα από αυτή τη διαδικασία. 

Είναι δύσκολο, ιδίως για μπάντες που ξεκινάνε σε νεαρή ηλικία, που κάνουν επιτυχία όσο τα μέλη τους είναι ακόμα έφηβοι ή πάρα πολύ νέοι, παιδιά που παίζουν μαζί δεκάδες συναυλίες ζώντας σε ένα περιβάλλον φούσκας που δημιουργεί αυτή η συνθήκη – μια συνθήκη που ευνοεί τον εγωϊσμό, την απειθαρχία, τις κακές συνήθειες. Έτσι κι εμείς, κάναμε όλα τα πιθανά λάθη που θα μπορούσαμε να κάνουμε, αντιμετωπίσαμε όλα τα κλισέ προβλήματα μιας μπάντας. Όμως στο τέλος η μεγαλύτερη πρόκληση είναι και το κλειδί της λύσης – η συνεργασία.

Εκτός από όλα αυτά τα «κλισέ» προβλήματα που αναφέρεις είχατε να αντιμετωπίσετε και την τραγική απώλεια ενός πυρηνικού μέλους σας, του Robert Burås και το 15ετές κενό που ακολούθησε στην ενεργό δράση της μπάντας. Θα λέγατε ότι το πρόσφατο reunion σας ήταν ένα θεραπευτικό συμβάν για τους Madrugada;

Για εμένα το reunion ήταν πολύ σημαντικό, σχεδόν ιαματικό για το κενό που άφησε η απώλεια του Robert. Ο Robert εκτός από στενός καλλιτεχνικός συνεργάτης, ένας άνθρωπος που τα βρίσκαμε πολύ πάνω στη μουσική, ήταν και ο καλύτερός μου φίλος. Ακόμα κι αν ήμασταν μαζί κυριολεκτικά κάθε ημέρα βρισκόμασταν ακόμα και στα ρεπό της μπάντας, είχαμε πάρα πολλά κοινά. Ο θάνατός του ήταν μια πολύ τραυματική εμπειρία για εμένα σε πάρα πολλά επίπεδα. Ήταν από τα χειρότερα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, έχασα τον καλύτερο μου φίλο, έχασα σχεδόν την ικανότητα μου να παίζω αυτά τα τραγούδια που είχαμε φτιάξει μαζί. Η μπάντα διαλύθηκε, εξαφανίστηκε, ήταν κάτι πολύ βίαιο. Οπότε αυτό το reunion για εμένα ήταν ένας τρόπος να δημιουργήσω νέες αναμνήσεις που θα μπορέσουν να επισκιάσουν τις σκιές του παρελθόντος. Ήταν ωραίο να κάθομαι με τον Jon και τον Sivert και να περνάμε ξανά ωραία μαζί, παίζοντας μουσική. Κι ήταν μια πολύ ωραία και ευχάριστη έκπληξη η υποδοχή που βρήκε αυτό το album, βγήκαμε σε μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία, παίξαμε δυο φορές στην Ελλάδα, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφουμε φέτος. Ήταν πολύ παραπάνω από ό, τι θα μπορούσα να περιμένω και να ευχηθώ. 

Πώς είναι να επανενώνεται μια μπάντα όπως οι Madrugada, με συγκεκριμένη και αναλλοίωτη, αρκετά «παραδοσιακή» με μουσικούς όρους ηχητική ταυτότητα, στο ρευστό τοπίο της σημερινής μουσικής βιομηχανίας. Φοβηθήκατε ποτέ ότι θα ακουστείτε «παρωχημένοι»;

Νομίζω ότι ανέκαθεν υπήρξαμε παρωχημένοι (γέλια). Ήδη από τα είκοσι μας είχαμε επίγνωση ότι δεν κάνουμε κάτι που ήταν «in» και «hot». Όταν ξεκινούσαμε μεσουρανούσε η ηλεκτρονική μουσική και αυτό που κάναμε εμείς, οι κιθάρες μας θεωρούνταν uncool. Αυτό στο οποίο πάντα εστιάσαμε είναι να βρούμε μια μουσική έκφραση η οποία θα ικανοποιούσε όλη την μπάντα, μια μουσική που όλοι θα γούσταραν να παίξουν, από εμένα που ήμουν fan των The Fall, της Laurie Anderson και του Iggy Pop μέχρι τον Robert που άκουγε heavy metal και τον Jon που του άρεσε πολύ η jazz. Και θέλαμε να υπάρχει πάντα ένα «κλασικό» στοιχείο στην μπάντα, μια διαχρονικότητα. Θέλαμε να φτιάξουμε τραγούδια που θα μπορούσαμε να τα παίξουμε μετά από δεκαετίες, όταν θα είμαστε πια εξήντα χρονών - το είχαμε από τότε στο μυαλό μας αυτό, από όταν είμαστε είκοσι ενός. 

© Knut Åserud

Και πάλι όμως η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική σήμερα -έχουμε για παράδειγμα τις ραγδαίες εξελίξεις με τη δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη που ήδη ταρακουνούν τη μουσική βιομηχανία και διαμορφώνουν έδαφος για τεράστιες μελλοντικές προκλήσεις στην τέχνη. Πώς βλέπετε αυτό το ποτήρι, μισοάδειο ή μισογεμάτο;

Δεν ξέρω, σχετικά με αυτό, πολλοί μιλάνε για δυστοπία αλλά δεν ξέρω. Θυμάμαι τους στίχους από το «Imagine» του John Lennon που γράφτηκε σε μια εποχή που γινόταν πάλι πολύς λόγος για δυστοπικό μέλλον, για τις μηχανές που μια μέρα θα μας κυρίευαν και θα μας σκότωναν όλους. Και μετά έχεις αυτό το τραγούδι που ουσιαστικά μιλάει για έναν κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι θα χτίσουν πάνω σε μια διαφορετική υπόθεση, σε μια διαφορετική ευχή. Δεν ξέρω πώς μπορούμε να ζήσουμε πιστεύοντας διαρκώς ότι κάτι φριχτό θα συμβεί και ελπίζω ότι θα χρησιμοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη για τους σωστούς λόγους. Σε κάθε περίπτωση αυτή τη στιγμή δεν είναι μια τεχνολογία που μπορείς ακόμα να εμπιστευτείς, στο δημιουργικό κομμάτι, υπάρχει αρκετή λάθος πληροφορία. Μπορεί σε δέκα χρόνια να μπορούμε να την εμπιστευτούμε. Αυτή τη στιγμή μπορεί το κάθε ChatGPT να γράψει ένα πολύ ωραίο σουρεαλιστικό ποίημα αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να αντικαταστήσει τα σχολικά βιβλία. Και ούτε νομίζω ότι μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη διάδραση στην τέχνη - ένα πράγμα που αγαπάμε σε αυτήν είναι το ανθρώπινο λάθος. Δεν νομίζω ότι χωράει ο περφεξιονισμός στην τέχνη. 

Ας πούμε, όμως, ότι ξυπνάτε ένα πρωί και βλέπετε το Internet και τα social media κατακλυσμένα από το νέο τραγούδι των Madrugada – με τη διαφορά ότι αυτό το τραγούδι δεν το έχετε γράψει εσείς αλλά ένα generative AI σύστημα. Πώς θα νιώθατε;

Δεν νομίζω ότι θα έχει καν ενδιαφέρον. Ήδη ένα μεγάλο μέρος της ποπ μουσικής είναι απίστευτα προβλέψιμο - σαν να το έχει γράψει ένα σύστημα AI. To μόνο σίγουρο είναι ότι θα δημιουργηθεί πολύ νέο έδαφος για δικηγόρους, δικαιώματα, άδειες χρήσης και copyrights. 

Πίσω στους ανθρώπινους Madrugada τώρα. Ποια θα είναι το επόμενο επεισόδιο σε αυτό το reunion;

Δεν ξέρουμε ακόμα, θα παίξουμε τα προγραμματισμένα live μας και μετά τον Σεπτέμβριο θα κάνουμε ένα διάλειμμα. Ο καθένας γράφει συνεχώς και ασχολείται και με τα δικά του projects οπότε θα επιστρέψουμε λίγο σε αυτά. Είναι σημαντικό για εμάς να νιώθουμε συνέχεια καλά με αυτό που κάνουμε, δεν έχουμε κάνει κανένα άλλο σχέδιο.