Μουσικη

Madrugada: Ήταν καλό που ήμασταν μακριά ο ένας από τον άλλον

Το νέο τους άλμπουμ «Chimes At Midnight» μόλις κυκλοφόρησε και ο Jon Lauvland Pettersen μιλάει στην ATHENS VOICE για όλα

Δημήτρης Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη Madrugada: O ντράμερ και πιανίστας Jon Lauvland Pettersen μιλάει για το νέο τους άλμπουμ «Chimes At Midnight» και την πορεία του συγκροτήματος.

«Ελπίζω κάποια στιγμή πως θα μπορέσουμε να έρθουμε ξανά στην Ελλάδα, μας λείψατε!» είχε δηλώσει ο frontman των Madrugada, Sivert Høyem στην ATHENS VOICE, τον Νοέμβριο του 2020, συζητώντας για τη μουσική σε καιρούς πανδημίας και lockdown. Η αγαπητή alt rock μπάντα της Νορβηγίας είναι ξανά κοντά μας με ένα ολοκαίνουργιο άλμπουμ μετά από 14 ολόκληρα χρόνια, το «Chimes At Midnight», που συνεπαίρνει από τα πρώτα δευτερόλεπτα με τις μελωδίες και τον λυρισμό του. Θα είναι κοντά μας επίσης το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας, σε μια από τις συναυλίες που περιμένουμε στην Ελλάδα το 2022. Ο ντράμερ και πιανίστας Jon Lauvland Pettersen, ο άνθρωπος που ανέλαβε την πρωτοβουλία να ανασχηματίσει ξανά το γκρουπ, μας εξήγησε πώς προέκυψαν τα νέα τους τραγούδια, ταξίδεψε στον χρόνο και τα μέρη που σημαίνουν πολλά για τους Madrugada και μοιράστηκε τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν στην επώδυνη και δημιουργική πορεία τους.

© Stian Andersen

Συγχαρητήρια για το νέο σας άλμπουμ «Chimes At Midnight». Είναι ποιητικό και ατμοσφαιρικό, κάθε τραγούδι έχει μια ιστορία να διηγηθεί. Τι σας ενέπνευσε περισσότερο;
Λοιπόν, νομίζω ότι όλο αυτό ξεκίνησε από την περιοδεία. Η έμπνευση ήρθε από τη θετική επιρροή που πήραμε και οι τρεις μας. Ξέρεις, οι ηχογραφήσεις και οι περιοδείες με τους Madrugada δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση, περιλάμβανε πάντοτε καβγάδες και προστριβές. Η επανένωση μετά από τόσα χρόνια, το ότι είμαστε πιο «ενήλικες», η συνάντηση στον κοινό μας τόπο που είναι η μουσική, είναι, αυτή τη φορά, μία εμπειρία που μας ανέβασε, ένα σπουδαίο ταξίδι εντός Ευρώπης μαζί με τη μουσική που δημιουργήσαμε 20 χρόνια πριν. Το κοινό μας, οι fans, έχουν μεγαλώσει αριθμητικά και ηλικιακά. Μοιάζει σαν ευλογία όλο αυτό, αλλά κυρίως ήταν μία διαδικασία επούλωσης υποθέτω, μία λύτρωση για όλες τις διαφορές που είχαμε μεταξύ μας σαν άτομα και σαν μπάντα. Οπότε ήταν καλό που ήμασταν μακριά ο ένας από τον άλλον και που μεγαλώσαμε, δεν είχα βιώσει ότι μπορούμε να πραγματοποιήσουμε καλύτερα σόου από αυτά που κάναμε στην περιοδεία τον Νοέμβριο του 2019 και έτσι χτίστηκε μία αυτοπεποίθηση που μας συνόδευσε ως το στούντιο αυτή τη φορά. Ήταν Νοέμβριος του 2019 όταν αποφασίσαμε να μπούμε στο στούντιο και να ηχογραφήσουμε νέο άλμπουμ, ήταν μία πολύ σύντομη διαδικασία από τη στιγμή που το αποφασίσαμε μέχρι τη στιγμή που μπήκαμε στο αεροπλάνο για το Λος Άντζελες. Υποθέτω ότι κανείς μας δεν ήθελε να σταματήσει η περιοδεία, θέλαμε να δουλεύουμε και να περιοδεύουμε, οπότε το επόμενο βήμα από αυτά ήταν να γίνει το άλμπουμ.

Το «Chimes At Midnight» είναι το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορείτε από το 2008.  Ποια ήταν η πρόκληση που αντιμετωπίσατε;
Η πρόκληση, προφανώς, είχε να κάνει με το ότι ήμασταν μακριά ο ένας από τον άλλον για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Έπρεπε να ανακαλύψουμε αν εξακολουθούσαμε να το θέλουμε μέσα μας ως καλλιτέχνες που ηχογραφούν άλμπουμ, όπως κάναμε όταν αποφασίσαμε να πάμε περιοδεία μαζί το 2018 και άρχισε, τελικά, το 2019. Το επόμενο βήμα ήταν να γίνουν οι πρόβες, όπου θα βλέπαμε αν υπάρχει χημεία μεταξύ μας, αν ήταν ακόμα εκεί ή αν απειλούνταν σε ό,τι αφορούσε την περιοδεία. Μετά από μερικά παιξίματα, η χημεία παρέμενε. Ευτυχώς για εμάς, όταν τελειώναμε την περιοδεία το 2019 και αποφασίσαμε να μπούμε στο στούντιο και να ηχογραφήσουμε νέα τραγούδια, δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε μια τέτοια απόφαση αν δεν ήμασταν σίγουροι ότι το «είχαμε» μεταξύ μας. Τη χημεία, δηλαδή, να δημιουργήσουμε κομμάτια. Κάναμε σύντομα δείγματα στο Όσλο και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε σε ένα από τα τραγούδια του Sivert που ονομάζεται «Imagination» και υπάρχει στο άλμπουμ και τελικά η μαγεία εμφανίστηκε στιγμιαία, ο μοναδικός ήχος των Madrugada που ξοδέψαμε τόσο χρόνο για να δημιουργήσουμε στη δεκαετία του 1990. Αυτό, λοιπόν, υπήρχε ακόμα, οπότε προχωρήσαμε σε μία προ-παραγωγή στο Βερολίνο όπου προέκυψαν demo από ιδέες που δουλέψαμε επάνω τους ένα-δυο μήνες πριν. Ήταν μια σύντομη, έντονη και δημιουργική περίοδος. Τα τραγούδια ξεπηδούσαν το ένα μετά το άλλο. Μπορούσαμε να ηχογραφήσουμε και 20 κομμάτια. Τελικά ηχογραφήσαμε 15, άλλωστε η όλη διαδικασία χτυπήθηκε και από την πανδημία. Έπρεπε να φύγουμε πρόωρα από το Λος Άντζελες, για καλή μας τύχη, είχαμε το πλαίσιο του δίσκου, μπορέσαμε και ηχογραφήσαμε 15 τραγούδια σε 12 ημέρες. Ήταν καλό ότι τα καταφέραμε σε τόσο σύντομο διάστημα συνυπολογίζοντας ότι είχαμε να βρεθούμε μουσικά για πολλά χρόνια! Οπότε σίγουρα υπήρχε σπίθα και η περιοδεία, οι σχεδόν 19 παραστάσεις το 2019 μας έκαναν έναν αδιαπέραστο συνδυασμό, ήμασταν πραγματικά δεμένοι ως μπάντα. Όχι, ήταν καλό και ωφέλησε στο δέσιμο του συγκροτήματος, βοήθησε στο να μπούμε γρήγορα στο στούντιο.  

Ποιο ήταν το κομμάτι που σας δυσκόλεψε πιο πολύ στο στούντιο;
Θυμάμαι ότι δουλέψαμε πολύ επάνω στο «Dreams At Midnight», ήταν δύσκολο να πιάσουμε τον ρυθμό, ήταν δύσκολο να δούμε που ανήκει, αν ανήκει στη Ανατολική ή στη Δυτική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, με όρους στιλ, έγινε κουβέντα επάνω σ αυτό. Ήταν και ένα από τα κομμάτια που δεν είχαμε ενορχηστρώσει σωστά μπαίνοντας στο στούντιο. Ήταν το πιο δύσκολο τραγούδι που ηχογραφήσαμε, αλλά συνολικά ήταν εύκολη η ηχογράφηση αυτού του άλμπουμ, επειδή ήμασταν πραγματικά πολύ καλά προετοιμασμένοι και είχαμε παίξει τα κομμάτια τα προηγούμενα χρόνια, συνέχισε να υπάρχει και αυτή η φανταστική ατμόσφαιρα στο στούντιο, ίδια με αυτή που διατηρήσαμε και στην περιοδεία, οπότε αυτό ήταν που το έκανε εύκολο.

Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγοράσατε;
Νομίζω πως αγόρασα όλα τα άλμπουμ των «The Doors» και έχει πλάκα, γιατί όλα τα άλμπουμ τους ηχογραφήθηκαν στο Sunset Sound Studios που ηχογραφήσαμε κι εμείς το τελευταίο μας, θυμάμαι να τους αγοράζω από ένα δισκοπωλείο στο Άνταλ, σε κάποιες διακοπές, όταν ήμουν 14-15 χρονών.  

Πότε ανακαλύψατε τη μουσική και ποιες ήταν οι μεγαλύτερες επιρροές σας; Υπήρξε κάποιος ντράμερ που σας επηρέασε; Αν ναι, ποιος και γιατί;
Ξέρετε, υπάρχει πάντοτε αυτό το φως στο τέλος κάθε δρόμου. Στον δικό μας δρόμο, το όνομά του ήταν Αρν και ζούσε στο τέλος του δρόμου, ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερός μας και ήταν γνώστης όλης της cool μουσικής, ήταν ενημερωμένος, ήξερε τους U2, τους R.E.M. Οπότε συναντήθηκα με την «κατάλληλη», θα πω, μουσική, σε νεαρή ηλικία, πιθανότατα γύρω στα 10-11, εκείνος συνήθιζε να μου δίνει μεικτές κασέτες με την μουσική που «έπρεπε» να ακούσω για να μπορέσω να γίνω ένα «σωστό» ανθρώπινο πλάσμα. Από τα 10 έως τα 12 ήταν τα καθοριστικά χρόνια που «σχηματίστηκα» μουσικά.  

Ποια χαρακτηριστικά συνθέτουν έναν καλό ντράμερ; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να μάθει κανείς να παίζει ντραμς;
Μου αρέσουν πολύ οι ντράμερ που παίζουν με απλό, δυναμικό και λυρικό τρόπο, που συμβαδίζουν με τον ήχο, είναι σημαντικό να μην «παραπαίζεις». Μου αρέσουν ντράμερ όπως ο Bill Berry των R.E.M. και ο Stan Lynch των Tom Petty & The Heartbreakers. Και επειδή έχω και μία τζαζ πλευρά, μου αρέσουν πολύ οι τζαζ ντράμερ, υπάρχουν σπουδαίοι Νορβηγοί όπως ο Jon Ivar Christensen, ο Elvin Jones, αλλά και ντράμερ που χτυπούν κατευθείαν στην καρδιά, που παίζουν συναισθηματικά, όπως ο John Bonham. Επίσης παίζω πιάνο. Για μένα αφορά, τελικά, την ικανότητα να ενταχθείς στη μπάντα, δεν συμπαθώ τους ντράμερ που πληρούν μόνο τα τεχνικά χαρακτηριστικά, γιατί αυτοί είναι που έχουν την τάση να παίζουν υπερβολικά.

Τα ντραμς είναι ένα αδιαμφισβήτητα κρίσιμο στοιχείο για τη διαμόρφωση μιας μπάντας. Πώς προσεγγίσατε το παίξιμο σας σε αυτό το άλμπουμ; Υπάρχει έντονο ρυθμικό αποτύπωμα στο παίξιμό σας…
Υποθέτω ότι το κομμάτι για το οποίο είμαι πολύ υπερήφανος είναι το «Nobody Loves You Like I Do», νομίζω ότι έχει αυτό το τζαζ στοιχείο που προτιμώ, εκεί όπου τα ντραμς γίνονται, κυρίως, ένα είδος μελωδικού οργάνου από μόνα τους. Μου άρεσε η διαδικασία που ακολουθήθηκε γι’ αυτό το κομμάτι, φτιάχτηκε με τέτοιο τρόπο που να θυμίζει τις ημέρες εκείνες που δουλεύοντας μαθαίναμε ο ένας στον άλλον riffs και λειτουργούσαμε όλοι μαζί, αυτό συνέβη σε αυτό το τραγούδι, είχαμε το βασικό riff κι εγώ αναδόμησα τον ρυθμό με τα ντραμς και δημιούργησα αυτό το είδος μελωδικών ντραμς για να έρθει στη συνέχεια ο Sivert μισή ώρα μετά και να προσθέσει τις κιθάρες και τη φωνή.

Έχετε κάποια ιεροτελεστία πριν ανεβείτε στη σκηνή;
Ναι… πρέπει οπωσδήποτε να κοιμηθώ λιγάκι. Καταναλώνεται τεράστια ενέργεια όταν παίζεις επί δύο ώρες αυτήν τη ροκ εν ρολ μουσική. Θεωρώ σημαντικό να βγαίνεις έξω με τους υπόλοιπους της μπάντας, ενισχύει τη συντροφικότητα και το γεγονός ότι είμαστε συγκρότημα, χρειάζεται να συνδεόμαστε λιγάκι. Στην τελευταία περιοδεία παίζαμε πάντοτε το «Remedy», το κομμάτι των Black Crowes πριν ανεβούμε στη σκηνή, πραγματικά μας έδινε την ενέργεια που χρειαζόμασταν για να λειτουργήσουμε με τον τρόπο που θέλαμε, οπότε το «Remedy» ίσως γίνει ένα από τα κομμάτια της επόμενης περιοδείας, δεν ξέρω. Θα δούμε.     

© Knut Åserud

Από το 1993, από τις μέρες που τα μέλη των Abbey's Adoption συναντήθηκαν μέχρι σήμερα, τι έχει αλλάξει για τους Madrugada;
Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, αυτά ήταν πολύ σημαντικά και διαπλαστικά χρόνια, έμεινα μακριά από τη μπάντα περισσότερο από τους άλλους και ανέλαβα την πρωτοβουλία να ανασχηματίσω το γκρουπ το 2017-2018, εξαιτίας του γεγονότος ότι μου έλειψαν αυτοί οι τύποι, αυτό που είχαμε ως μπάντα, η μουσική γλώσσα που είχαμε μαζί και ήταν κάτι μοναδικό, τουλάχιστον για όσους μείναμε ζωντανοί καθώς, όπως ξέρετε, ο Robert πέθανε, άλλαξαν πολλά, όπως είπα, γίναμε περισσότερο ενήλικες, μεγαλώσαμε, σεβόμαστε τις διαφορές στις προσωπικότητές μας, συνηθίζαμε να μαλώνουμε και να υπάρχει αρνητικότητα, αυτά, νομίζω, άλλαξαν. Είμαστε ένα αρμονικό γκρουπ στον δρόμο αλλά και στο στούντιο και αυτό ωφέλησε αυτή τη μπάντα με τις όποιες προεκτάσεις, με καλύτερα live, με την αυτοπεποίθηση που μας έδωσε ο αμοιβαίος σεβασμός, όλα αυτά συνέβαλαν στη χημεία του γκρουπ, στα live και στο στούντιο.

Ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος που έχουν δει τα μάτια σας;
Κάναμε αυτό το Vesterålen Project, δεν ξέρω αν το έχετε δει, τα βίντεο που φτιάξαμε.

Τα τραγούδια που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα από το νέο σας άλμπουμ και συνοδεύονται από υπέροχα κλιπ που βιντεοσκοπήθηκαν στο μέρος που γεννηθήκατε;
Ναι.

Πόσο σημαντική είναι η σύνδεση με τη φύση για εσάς;
Για εμένα προσωπικά είναι πολύ σημαντική, είμαι τύπος που βγαίνει έξω, περνάω πολύ χρόνο κάνοντας σκι, πεζοπορία, τρέξιμο στα βουνά και το Vesterålen είναι ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος για όλους μας, εκεί σχηματίστηκε η μπάντα και η φύση εκεί σημαίνει πολλά για εμάς. Παλιότερα το μισούσαμε, όταν ξένοι δημοσιογράφοι συνήθιζαν να αναφέρουν το γεγονός ότι ερχόμασταν από τόσο εξωτικό μέρος «ω, έρχεστε από τη χώρα του ήλιου του μεσονυχτίου!» κι εμείς θέλαμε να φύγουμε μακριά από το Vesterålen γιατί δεν είχε τίποτα να μας προσφέρει, θέλαμε να πάμε στο Hacienda στο Μάντσεστερ, ή σε κάποιο μπαρ του Βερολίνου για να παίξουμε μουσική, σε «κατάλληλες» πόλεις, όμως φαντάζομαι ότι όσο περνάει ο καιρός μαθαίνεις να εκτιμάς περισσότερο το μέρος και τη φύση, τραβήξαμε κάποιες φωτογραφίες για την περιοδεία «Industrial Silence», έγινε ένα «κλικ» και βρήκαμε ταιριαστό να συνοδεύσουμε τις εικόνες από αυτή την όμορφη φύση. Θέλαμε να το επισημάνουμε αυτό στο Vesterålen Project και φυσικά ήταν πολύ cool να προκαλέσουμε τους εαυτούς μας ηχογραφώντας μουσικά βίντεο ζωντανά. Όλοι θέλαμε να προκαλέσουμε το φορμάτ του κλιπ που, κάποιες φορές είναι βαρετό πάνω σε ένα ήδη ηχογραφημένο τραγούδι. Θέλαμε να το αλλάξουμε αυτό. Έτσι κάναμε εννιά βίντεο σε τέσσερις-πέντε μέρες. Χάρη στην τεχνολογία, χάρη στο γεγονός ότι τα πάντα ηχογραφήθηκαν ζωντανά, όταν υπάρχει ένα φλεγόμενο σπίτι πίσω από το σετ των ντραμς, χρειάζεται συγκέντρωση και πρέπει να διασφαλίσεις ότι θα βγει με τη μία αφού το σπίτι καίγεται, το ίδιο γίνεται όταν είσαι στην κορυφή του βουνού και παγώνεις και έχεις μία-δυο ευκαιρίες να βγει το take σωστά, επειδή διαφορετικά θα παγώσεις και δεν θα μπορείς να παίξεις. Αυτό ήταν ένα cool project στη διάρκεια της πανδημίας εφόσον δεν μπορούσαμε να περιοδεύσουμε.

Τι κάνετε για να φορτίσετε τις δημιουργικές σας μπαταρίες;
Αγαπώ το σκι και το τρέξιμο. Επίσης πήρα πιάνο στη διάρκεια της πανδημίας και παίζω.

Ποιο είναι το πιο σημαντικό «μάθημα» που σας έμαθε η ζωή -εντός ή εκτός μουσικής- και γιατί είναι σημαντικό;
Δύσκολη ερώτηση… έχει να κάνει με το να συμπεριφέρεσαι στους ανθρώπους με σεβασμό, με αποδοχή, με τη σκέψη ότι ο καθένας έχει κάτι να προσφέρει αρκεί να τους δοθεί χρόνος.

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας, ανυπομονώ να σας δω στην Αθήνα.
Κι εγώ ανυπομονώ να επιστρέψω στην Αθήνα! Χαιρετισμούς σε όλους τους Έλληνες φίλους μας εκεί έξω! Δεν βλέπουμε την ώρα να έρθουμε τον Σεπτέμβριο!

Το Καλλιμάρμαρο σας περιμένει! Συγχαρητήρια ξανά για το άλμπουμ!
Ευχαριστώ, Δημήτρη! Γεια!