Μουσικη

Σταμάτης Κόκοτας: Ο μύθος και οι άγνωστες πλευρές του

O άνθρωπος που άλλαξε το ελληνικό τραγούδι και τα γεγονότα που τον έκαναν θρύλο

Μανίνα Ζουμπουλάκη
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Αφιέρωμα: Η ζωή και τα τραγούδια του Σταμάτη Κόκοτα, που έφυγε σε ηλικία 85 ετών - Οι άγνωστες ιστορίες και οι μεγάλες στιγμές της καριέρας του

Θυμάστε τη φωνή (βελουδένια) και την εμφάνιση (φαβορίτες) κι ακόμα και σήμερα, 30-40-50-60 χρόνια μετά τη «βασιλεία» του Σταμάτη Κόκοτα στο ελληνικό τραγούδι, ξέρετε απέξω τα ρεφραίν των τραγουδιών του; Δεν είστε οι μόνοι.

Δεκαετία 1970. Σε κάποια μακρινή επαρχία, ένας 14χρονος που λέγεται Μάκης είναι περήφανος που έχει φαβορίτες «αλά Κόκοτα». Μέσα στο Λάντα του μπαμπά του κουβαλάει κασετόφωνο μεγέθους ψυγείου και ακούμε «Ένα όνειρο τρελό / όνειρό απατηλό / ξεκινήσαμε οι δυόοοοοοόό μας...»

Αλλά την κασέτα τη μασάει το γιγαντιαίο κασετόφωνο. Πανικός. Βγάζουμε την κασέτα - φρατζόλα και προσπαθούμε να τη φτιάξουμε ιδροκοπώντας, είναι καλοκαίρι, οι άλλοι έχουνε πάει για μπάνιο, εμείς εκεί ώρες με την κασέτα…. που δεν φτιάχνεται. Ο μπαμπάς του Μάκη παθαίνει φιτ το ίδιο βράδυ, πιάνει τον γιό του και ξυρίζει τις φαβορίτες, κλαίει πάνω στην κασέτα και απειλεί να σπάσει το κασετόφωνο, το Λάντα κι ό,τι άλλο βρεθεί στον δρόμο του.

Όταν ξαναβγαίνει ο Μάκης (χωρίς φαβορίτες) δεν φέρνει πια προς Κόκοτα, και ως αποτέλεσμα, το κορίτσι του δεν τον αγαπάει πια. Αντίθετα με τον Κόκοτα, που τον αγαπάνε χιλιάδες Ελληνίδες…

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 εμφανιζόταν ένα γκρουπάκι στο κυριλέ «Πλακιώτικο Σαλόνι». Λεγόταν «Τρίο Μπραζίλ» και συνόδευε τη Μάγια Μελάγια.

Ένας από τους τραγουδιστές ήτανε ο Τάκης Κόκοτας, αδύνατος, με κόκκινο σακάκι και ωραία φωνή.

Το παιδί έφυγε μια μέρα και πήγε στο Παρίσι… όπου κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς έκανε. Τραγουδούσε σε  μαγαζιά; Τα είχε με τη Μαρί Λαφορέ; Με την Πετούλα Κλαρκ; Ό,τι κι αν έκανε, ξαναγύρισε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και τον ανακάλυψε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Τον πήγε στην Columbia, στον μυθικό παραγωγό Γιώργο Μακράκη. Ο Μακράκης τον άκουσε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό… και τα υπόλοιπα είναι πλέον Ιστορία – του ελληνικού τραγουδιού.

«Το ξεκίνημα του Κόκοτα το σφράγισε η μεγάλη επιτυχία του Ξαρχάκου-Γκάτσου “Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη”», λέει ο Γιώργος Μακράκης. «Οκτώβρης του 1965. Κι είναι η πρώτη φορά που ένας ερμηνευτής με το πρώτο κι όλας τραγούδι που λέει αγκαλιάζεται από τον κόσμο. Το 1966 έκανε απανωτές επιτυχίες με τραγούδια του Δήμου Μούτση, σε στίχους Γκάτσου – όλοι οι έλληνες τραγουδούσαν τότε “Πειραιώτισσα”, “Σιγά-σιγά”, “Μη μου χτυπάς μεσάνυχτα την πόρτα” …κι ο Κόκοτας έγινε σταρ.»

Σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση, πώς εξηγείται η σταρ-οποίηση του Κόκοτα;

«Ήταν η φωνή, οι επιτυχίες, οι φαβορίτες… όλα μαζί. Βγαίναμε από ένα γραφείο και μαζευόντουσαν 500 άτομα, έκλεινε η κυκλοφορία στη Σταδίου. Και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Το 1967 σφράγισε με την ερμηνεία του το “Όνειρο Απατηλό” του Απόστολου Καλδάρα (στίχοι Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου). Έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, εξώφυλλο στα περιοδικά…. Μέχρι και οι γελοιογράφοι έφτιαχναν καθημερινά γελοιογραφίες του. Το 1968 συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη στην επιτυχία “Ένα αλάνι απ’ το λιμάνι”, κι η πορεία του συνεχίστηκε ανοδική. Συνεργάζεται με τον Ζαμπέτα με τεράστιες επιτυχίες. Το 1969 συναντάει τον Γιάννη Σπανό και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, κι αυτή η συνεργασία έδωσε σπουδαία τραγούδια. Ερμήνευσε Άκη Πάνου, Μίκη Θεοδωράκη – τα τελευταία του τραγούδια ο Τσιτσάνης τα έδωσε στον Κόκοτα, ήταν επιθυμία του να τα πει αυτός…

Η προσφορά του στον χώρο του τραγουδιού είναι μεγάλη. Η σχολή Κόκοτα - από κει βγήκε το ελαφρο-λαϊκό τραγούδι. Ως τότε ξέραμε το λαϊκό, δεν είχαμε κάτι πέρα απ’ αυτό, δεν ξέραμε το ερωτικό τραγούδι… Κι ο Σταμάτης εξακολουθεί να τραγουδάει όπως πάντα υπέροχα …»

Όλα αυτά με τις σημειώσεις του κυρίου Μακράκη, που τις συμβουλεύεται με προσοχή. Αλλά - πώς ήταν όταν πρωτο-άκουσε τον Κόκοτα, (εκτός σημειώσεων);

«Η μανία μου ήτανε να βρίσκω νέες φωνές και νέους συνθέτες. Το 1965 έφερε ο Ξαρχάκος στην Columbia τον Τάκη, για να συμμετέχει σ’ ένα δίσκο με τη Μοσχολιού. Ο Λαμπρόπουλος, ο διευθυντής της εταιρείας, του άλλαξε το όνομα και το έκανε Σταμάτη. Ήτανε γεννημένος σταρ, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε… Κι αυτό που γινόταν με το Σταμάτη επί 30 χρόνια, θα συνέβαινε μόνον με τους Beatles. Ο Σταμάτης άνοιγε μαγαζιά, το “13” ας πούμε που μετά πήρε μια άλλη επωνυμία… και σ’ όλα τα μαγαζιά γινόταν συλλαλητήριο. Ο Ωνάσης έπαιρνε το αεροπλάνο και πήγαινε στη Νεράιδα ή στα Δειλινά για να ακούσει τον Κόκοτα. Τον καλούσε στο κότερό του, τη “Χριστίνα”…. Ο Σταμάτης δεν υπολόγιζε το χρήμα. Αυτός ανέβασε τα νυχτοκάματα των τραγουδιστών, που ήταν πολύ χαμηλά ως τότε – τις  500.000 τις έκανε δύο εκατομμύρια, ας πούμε.….»

Αριστοτέλης Ωνάσης και Σταμάτης Κόκοτας στα 60s

Ο Σταμάτης Κόκοτας γεννήθηκε 23 Μαρτίου 1937 στην Αθήνα. Κατά μία εκδοχή ο πατέρας του ήταν γιατρός, κατά άλλη, προέρχεται από λαϊκή οικογένεια. Στο σχολείο έτρεχε μεγάλες αποστάσεις στο στίβο.

Διαβάζοντας αρχαίες συνεντεύξεις του Κόκοτα, σκοντάφτω  στο πόσο λίγα πράγματα λέει για τον εαυτό του. Προσπαθώ από τις συνεντεύξεις να καταλάβω τι αίσθηση έδινε σαν άνθρωπος, αν το έκανε επίτηδες για να διατηρήσει  μυστήριο…..

«Έτσι φέρεται», λέει ανώνυμος μουσικός. «Με κάτι σαν μεγαλείο, που μπορεί να το πάρεις ανάποδα και να πεις “ψωνάρα” αλλά είναι βιτρίνα. Έτσι φερόταν πάντα. Δεν συντονιζόταν με τους άλλους, και μόνον εκεί έχανε. Μια φορά είχαμε έναν μουσικό που το παιδί του ήταν άρρωστο, ο άνθρωπος ήταν χάλια. Ο Σταμάτης δεν είχε καταλάβει, του έλεγε καλαμπούρια. Του το είπαμε εμείς, το παιδί του Τάδε κινδυνεύει. Συγκλονίστηκε. Πλήρωσε από την τσέπη του να πάει το παιδί στο εξωτερικό, και σώθηκε χάρη στον Σταμάτη.»

Η πρώτη του δουλειά στη νύχτα ήταν σε ένα μαγαζί «του Κουλουριώτη», όπου τραγουδούσε όσο ήταν φρεσκο-παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα, τη Ρόζα. Έμενε στο πατρικό της στη Νέα Σμύρνη. Ο Λαμπρόπουλος (διευθυντής Columbia) ζήτησε από τον  Κουλουριώτη να διπλασιάσει τα λεφτά του Κόκοτα. Έξη μήνες αργότερα  ήταν σταρ. Άνοιγε μια σαμπάνια για κάθε καλεσμένο (γέμιζε ένα ποτήρι και την υπόλοιπη την έχυνε, για να δείξει πόσο  τον τιμούσε).

Από το 1965 ως το 1985, ο Κόκοτας ήταν ο μπεστ-σέλλερέλληνας τραγουδιστής με πάνω από εβδομήντα άλμπουμ στο ενεργητικό του. Έτρεχε στα ράλλυ, αγόραζε αυτοκίνητα-αντίκες και αγωνιστικά και έπαιζε στον ιππόδρομο.

Σε καταλόγους πλειστηριασμών ανακαλύπτω τα εξής παράξενα: ότι η Μαρία Κάλλας είχε δώδεκα δίσκους του Κόκοτα που βγήκαν στο σφυρί μετά το θάνατό της - η Κάλλας, όσο ήτανε με τον Ωνάση, αποτελούσε ένα από τα άτομα του στενού περιβάλλοντος του Κόκοτα. Σε άλλο πλειστηριασμό με προσωπικά είδη του Ελευθέριου Βενιζέλου ο Κόκοτας αγωνίστηκε να αποκτήσει τα γυαλιά του πολιτικού προς 460.000 δραχμές (το 1988), δεν τα κατάφερε, και τελικά πήρε τα ζάρια του προς 15.000 δρχ. «Θα τα κορνιζάρω για να μη φθαρούν και θα φυλάξω ως κόρην οφθαλμού», δήλωνε στις εφημερίδες.

Λάτρευε τα ράλλυ: έτρεχε σε αγώνες μέχρι που σταμάτησε το σπορ (όταν σκοτώθηκε στη Ρόδο ο Μεϊμαρίδης το 1971 απαγορεύτηκαν οι αγώνες μέσα σε πόλεις), όπως λέει ο Γιώργος Μοσχούς, που τον ήξερε ως ραλλίστα.

«Ήταν πολύ καλός οδηγός. Ήταν διαφορετικά τότε τα πράγματα, δεν υπήρχαν πίστες, το Τατόι μόνο, στο πολεμικό αεροδρόμιο. Ο Σταμάτης είναι άψογος, κύριος.»

Οι αγώνες στη Ρόδο ήταν από τα γεγονότα που κάλυπτε ο ελληνικός τύπος με ενθουσιασμό. Κάποιος έγραψε ότι στη Ρόδο ο σταρ έδινε συνέντευξη ενώ του έπλεναν τα πόδια, κάποιος άλλος ότι μοίραζε χρυσούς αναπτήρες στους οδηγούς.

«Υπήρξε εποχή που έφευγε να τραγουδήσει ή να πάρει μέρος σε αγώνες στη Ρόδο», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «κι έκλεινε ολόκληρο το αεροπλάνο για να ταξιδέψει αυτός και ένας-δυό φίλοι του.» 

Ο Σταμάτης Κόκοτας με την BMW που οδηγούσε σε αγώνες ράλλυ

Και άλλα, που δεν έβγαιναν στη φόρα: «Χρηματοδοτούσε για χρόνια έναν πολύ γνωστό συνθέτη», λέει ο Παπαδόπουλος, «γενικά είχε δώσει  λεφτά σε κόσμο και ντουνιά - από ανθρωπιά και γενναιοδωρία. Από όλους τους τραγουδιστές που έχω γνωρίσει, είναι ο πιο φιλότιμος, ο πιο κύριος. Δεν ήρθε ποτέ στο σπίτι μου με άδεια χέρια, χωρίς να φέρνει κάτι, από γλυκά και σαμπάνιες μέχρι… παπούτσια, ό,τι του ερχότανε!

«Το 1970 - 1971 είχα γράψει το “Γυιέ μου”, σε μουσική Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδησε ο Σταμάτης κι έκανε μεγάλη επιτυχία. Επιστρέφει λοιπόν από την Αμερική, έρχεται να με δει, μου λέει “αδερφέ μου έζησα συγκλονιστικά πράγματα” και βγάζει μια θήκη μακρόστενη ρολογιού και μου τη δίνει, “αυτό δικό σου”.  Ήταν ένα Ωμέγα με πλατινένιο μπρασελέ και διαμάντια. Του λέω, “τι ναι αυτό που μου δίνεις; Είσαι μαλάκας;” Απαντάει, “σου ανήκει, είναι δικό σου. Γιατί τραγούδαγα το ‘γυιέ μου’ στην Αμερική και κάθε βράδυ ερχόταν ένας κύριος, μ’ αγκάλιαζε, με φιλούσε, έκλαιγε… και μια μέρα έβγαλε το ρολόι. “Να το δώσεις στον άνθρωπο που έγραψε το τραγούδι”, μου λέει. Κι εγώ στο έφερα.»  Αυτό δεν το έχει κάνει ποτέ κανένας τραγουδιστής, σε κανέναν.

«Ο Σταμάτης είχε μεγάλη αγάπη -λατρεία- στα αυτοκίνητα. Μιλούσε γι αυτά σα να μιλούσε για μια πολυαγαπημένη γυναίκα. Έλεγε, ας πούμε, “από χθες έχω στα χέρια μου μια πριγκίπισσα!” κι εξηγούσε, “αγόρασα ένα καινούργιο αμάξι, συγκλονιστικό κομμάτι, πολλά εκατομμύρια! Αισθάνομαι βασιλιάς!”»

Από παλιά συνέντευξη του Κόκοτα στον Βασίλη Καββαθά: ο Καββαθάς του λέει, «ο Καζαντζίδης λατρεύει την Αμερική. Εσείς;»

Ο Κόκοτας απαντάει:

«Εγώ πιστεύω ότι τον εντυπωσίασε γιατί στην Αμερική πατάς ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή. (…). Προτιμώ την Ψωροκώσταινα, τη βρώμα. Γιατί εδώ μίλησα και με τον βασιλιά και με τον απλό άνθρωπο και με τον χειρότερο. Λέγανε για τον Ωνάση ότι είχε στεναχωρηθεί γιατί μια εφημερίδα μας έβαλε μαζί γράφοντας, “ο βασιλιάς της θάλασσας κι ο βασιλιάς του τραγουδιού!” Ήρθε νωρίς στο μαγαζί: “Καπετάν Σταμάτη”, μου λέει, “δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, ποιος το έγραψε να του τραβήξεις τα αυτιά;” Απλός άνθρωπος. Ένας βαρκάρης καλοσυνάτος. Τίποτα παραπάνω. Ούτε ψώνιο ούτε τίποτα. Του άρεσε να έχει δίπλα του ωραία γυναίκα. (…) Και δεν την κοίταγε ποτέ, ούτε στα μάτια, γιατί ήταν αυστηρός και σωστός. Με την Τζάκι βγήκαμε 500 φορές. Ποτέ δεν γύρισε να την κοιτάξει. Ήταν τόσο λεβέντης που δεν λέγεται. Αυτά τα ξέρω γιατί ήμουν ο πιο επιστήθιος φίλος του Ωνάση.» 

Υπάρχει μια πλευρά του Κόκοτα στην οποίαν επιμένουν όσοι τον ξέρουν καλά: η αθωότητά του.

«Είχε επιτυχία στις γυναίκες», λέει παλιός του συνεργάτης.

«Μέσα σ’ ένα βράδυ μπορεί να του την έπεφταν είκοσι γυναίκες. Κι αυτός τις κέρναγε, αλλά μέχρι εκεί. Άμα ήταν καμιά πολύ προκλητική, κομπλάριζε. Ο Σταμάτης είναι  ρομαντικός, τη γυναίκα τη φανταζόταν… δεσποσύνη. Μια φορά ήταν κάποια δεύτερη, που του κλαιγόταν και την βοηθούσε οικονομικά έτσι, χωρίς αντάλλαγμα. Εμείς προσπαθούσαμε να τον πονηρέψουμε, που ήτανε αδύνατον. Πάντα έτσι ήταν, μασούσε εύκολα, όσο πιο λυπητερή ήταν η ιστορία, τόσο πιο βαθιά έβαζε το χέρι στην τσέπη.»

«Ένα εξαιρετικό παιδί», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «τραυματισμένο, μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής με δικό του χρώμα. Όχι το κλασσικό του Καζαντζίδη, αλλά δικό του. Άμα ρώταγες τον Μπιθικώτση ή τη Μοσχολιού θα σου έλεγαν ότι είναι από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που έβγαλε  ο τόπος. Έχει ένα στοιχείο υπερβολής πάνω του, αλλά είναι όλο αγάπη. Έλεγε θυμάμαι για ένα τραγούδι, “θα το γράψει ο βασιλιάς και θα το πει ο αυτοκράτορας” κι εννοούσε τον εαυτό του και μένα. Τον αγαπάω πάρα πολύ. (…) Μετά “Του Όθονα τα χρόνια” ο Λαμπρόπουλος, που κι αυτός τον αγαπούσε, έβαλε τον Μούτση να του γράψει τραγούδια, κι ο Μούτσης, σε στίχους Γκάτσου, του έγραψε το “Σιγά-σιγά, κι αυτό το βράδυ”, “Μη μου χτυπάς μεσάνυχτα την πόρτα”, κι ο Παπαστεφάνου το “Στου προφήτη Ηλία τα σοκάκια”… Έπειτα κάναμε έναν δίσκο ο Σπανός κι εγώ, - “Πες πως μ’ αντάμωσες μια νύχτα σ’ ένα όνειρο”, “Μες ‘τη νύχτα αυτή κάποιος άλλος σε παίρνει”, “Μια βραδιά του Μαγιού”…. Μετά έκανε το δίσκο με τον Καλδάρα. Το “Όνειρο απατηλό” ήταν τεράστια επιτυχία.»

© NDP PHOTO

Ο Κώστας Καλδάρας, γιoς του Απόστολου και συνθέτης, θυμάται την εποχή (που ο ίδιος ήταν πιτσιρίκι): «Είχε πει τότε ο Σταμάτης το περίφημο “Καλδάρας ο Μέγας” και το είχανε κάνει σκίτσο στα Επίκαιρα, το 1968 - 1969. Θυμάμαι ότι με έβγαζε βόλτα με μια καταπληκτική Τζάγκουαρ… Με το “Όνειρο Απατηλό” είχε κάνει ρεκόρ πωλήσεων (1968 - 1969). Είχε διαφορετική σημασία τότε το “μπεστ-σελλερ” - αποτελούσε μοναδικό φαινόμενο, όπως κι ο ίδιος ο Σταμάτης. Του δίνανε πολλά λεφτά για να ξυρίσει τις φαβορίτες από διάφορα περιοδικά κι από εκπομπές της τηλεόρασης, αλλά δεν τις ξύριζε με τίποτα.

Αργότερα πέρασα από ένα μαγαζί που δούλευε, και μού έκανε δώρο έναν χρυσό αναπτήρα Ντυπόν. “Δεν επιτρέπεται ο γιός του Καλδάρα να ανάβει με μπικ”, έλεγε. Όταν βγήκε το “Γυιέ μου” λέγανε ότι το τραγούδι είναι για τον γιό του Καλδάρα που έμπλεξε σε ναρκωτικά και τέτοια, ότι με παρέσυραν οι κομμουνιστές, ένα σωρό αηδίες… Ο Σταμάτης πάντως από απλοχεριά τα έχασε όλα. Από αδιαφορία για το χρήμα…»

Η δεκαετία του 1970, με τον ερχομό της τηλεόρασης, τον έκανε ακόμα μεγαλύτερο σταρ. To image του ήταν δικό του. Διάλεγε μόνος του τα ρούχα του και είχε τον προσωπικό του φωτογράφο, έναν κύριο Πανανίδη, που τον έβαζε να τραβάει συνέχεια όταν τραγουδούσε. «Μη σε δω να μην ανάβεις φλας, έφυγες!» του έλεγε.

«Τρώγαμε συχνά τις νύχτες παρέα», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Ο Φρέντυ Γερμανός του έκανε μια συνέντευξη κι έλεγε ο Σταμάτης, όσο μιλούσε για τα αμάξια του, “κάθε κατσαβιδιά και δεκαχίλιαρο”. Κι έλεγε συνέχεια στο Φρέντυ, “γράψτο όπως το λέω”. Ο Φρέντυ τα έγραψε, δεν ήθελε να του κάνει κακό, αλλά στο χαρτί… βγήκε μόνον η υπερβολή του Κόκοτα.»

Πήγαινε να τραγουδήσει στη Θεσσαλονίκη και τον περίμεναν στο αεροδρόμιο «300 παιδάκια με λουλούδια στα χέρια». Ολόκληρες τάξεις θηλέων του έστηναν καραούλι έξω από τα μαγαζιά, χιλιάδες θαυμάστριες του έγραφαν γράμματα. Κάποτε, που πήγε στη Θεσσαλονίκη, από το αεροδρόμιο ως το Παλαι ντε Σπορ ήταν αραγμένος κόσμος με κουρελούδες και τον περίμενε να περάσει σα να ήταν άγιος.

Μέσα στη δεκαετία του 1970 πέρασαν από τα χέρια του πολλά εκατομμύρια. Δεν τα έτρωγε σε χλιδές -ήταν πάντα λιτοδίαιτος, δεν κάπνιζε, δεν έπινε- αλλά στα αυτοκίνητα, στον ιππόδρομο, στα κεράσματα και στις «ανώνυμες δωρεές».

Στη δεκαετία του 1980 βγήκαν νέοι τραγουδιστές, πολλά ραδιόφωνα και τηλεοπτικά κανάλια. Εδώ, ο Κόκοτας κάπου έχανε.

«Ήθελε ειδική συμπεριφορά», λέει ραδιοφωνικός παραγωγός. «έπρεπε να βρεις το κουμπί του, και μετά από 3-4 τηλεφωνήματα βαριόσουν. Όταν ήρθαν τα nineties, δεν έκανε σωστό promotion του εαυτού του.»

Πριν μερικά χρόνια τραγουδούσεσε κάποιο μαγαζί  - μεσαίο, για να μη πούμε χειρότερα. Είχε ένα χολιγουντιανό καμαρίνι, με αφίσες, λουλούδια, λαμπιόνια, σαν ένα μικρό Βέγκας …κι από τον μισθό του, πλήρωνε τον σφίχτη που στεκόταν έξω από το καμαρίνι. Ο φρουρός δεν ήταν απαραίτητος, όπως δεν ήταν απαραίτητο και το Χολιγουντιανό καμαρίνι, αλλά ο Κόκοτας εξακολουθεί να συμπεριφέρεται ως σταρ.

Από τον πρώτο του γάμο με την Ρόζα έχει ένα γιo και μια κόρη  - ο γιός του Δημήτρης είναι ο γνωστός τραγουδιστής. Έχει άλλο ένα παιδί από τον δεύτερο γάμο του με την Ευαγγελία. Συχνά τον σταματάνε στο δρόμο να του ζητήσουν αυτόγραφα ή να του σφίξουν το χέρι.

© NDP PHOTO

Αυτό που μένει είναι η φωνή.

Κάπου ανάμεσα στα sixties και τα eighties, ο Σταμάτης Κόκοτας άλλαξε το ελληνικό τραγούδι. Του έδωσε στοιχεία ερωτικά, ανάλαφρα και συναισθηματικά. Αν ακούστε προσεκτικά το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» θα πάθετε αυτό που παθαίνουν οι τουρίστες, ακόμα και σήμερα: θα συγκινηθείτε από την χροιά της φωνής, θλιμμένο-αισιόδοξο, σαν(μελαγχολικό) απογευματάκι κάτω από την Ακρόπολη που έχει ένα πλατύ χαμόγελο στην άκρη….

Όλα αυτά, χάρη σε κάτι που λέμε «ερμηνεία». Ή, «μοναδική ερμηνεία».