Μουσικη

O Richard Norris, οι Order Of The 12 κι ένας από τους καλύτερους δίσκους του 2022

Φίλος του Joe Strummer, συνεργάτης των Brian Eno και Yello, φιγούρα της ψυχεδελικής και acid house σκηνής. Μίλησε στην ATHENS VOICE για όλα.

Γιώργος Φλωράκης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Συνέντευξη του Richard Norris στην ATHENS VOICE: Ο μουσικός παραγωγός και DJ μιλάει για το σχήμα The Order Of The 12, το νέο τους άλμπουμ και τις συνεργασίες του

Δεν υπάρχει χρονιά που να μην εμφανιστεί τουλάχιστον ένας σπουδαίος απρόσμενος δίσκος, από αυτούς που κανένα έντυπο, καμιά ιστοσελίδα, κανένα ραδιόφωνο δεν έχει προαναγγείλει. Αυτή τη χρονιά, το καλύτερο από τα αναπάντεχα album του 2022 ήρθε από τη μικρή πόλη του Lewes, εκεί κάπου κοντά στο Brighton, από μια παρέα σχεδόν άγνωστων μουσικών. Λέγονται The Order Of The 12, είναι μόλις τέσσερις και παίζουν μια απίθανη εθιστική αιθέρια ψυχεδελική folk, από αυτές που λείπουν έντονα τα τελευταία χρόνια. Το “Lore Of The Land” είναι υπέροχο μέσα στην ηρεμία και την απλότητά του, ένας δίσκος που μοιάζει να έρχεται από τα τέλη των sixties. Η Rachel Thomas που τραγουδάει έχει κάτι από τη φυσικότητα της Sandy Denny -χωρίς τη βραχνάδα- και η μουσική ρέει σαν δροσερό νεράκι από πηγή στις κορυφές κάποιων αγγλικών βουνών. Όμως το μεγάλο όνομα του σχήματος είναι ο Richard Norris, ένας παραγωγός, DJ και μουσικός που έχει κάνει δεκάδες project μέσα στα χρόνια. Ίδρυσε τους Grid μαζί με τον David Ball, και στο πέρασμα των καιρών έχει συνεργαστεί με μουσικούς όπως ο Brian Eno, οι Yello, ο Robert Fripp, ο Joe Strummer, ο Genesis P-Orridge και τόσοι άλλοι. Οι πρόσφατες κυκλοφορίες του περιλαμβάνουν μερικά εξαιρετικά πράγματα -σε κάθε είδος μουσικής- που πραγματικά αξίζει να γνωρίσουμε. Ο Richard Norris, ο παραγωγός μουσικός και DJ από το Lewes του Sussex μιλάει στην ATHENS VOICE για το “Lore of The Land” των Order Of The 12 -έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς- και για μερικά ακόμη από τα δεκάδες πράγματα που κάνει.

Έχεις κάνει και εξακολουθείς να κάνεις τόσα πολλά πράγματα που δεν ξέρω καν από πού να ξεκινήσω. Ποιο θεωρείς κύρια δουλειά σου αυτή τη στιγμή;
Η βασική καθημερινή μου δουλειά είναι να δουλεύω στο studio μου στο Lewes, μια μικρή πόλη στη νότια Αγγλία κοντά στο Brighton. Από εκεί τρέχω τη δισκογραφική μου, την Group Mind, που είναι η άλλη βασική δουλειά μου καθώς και ηχογραφώ, κάνω remix, συνεργάζομαι με άλλους μουσικούς και δουλεύω πάνω στις εμφανίσεις μου. Θα έλεγα λοιπόν ότι το studio και η δισκογραφική είναι οι βασικές δουλειές μου.

Το “Lore Of The Land” των Order Of The 12 είναι για μένα ένας από τους καλύτερους 5 δίσκους του 2022. Πώς γνωριστήκατε και ξεκινήσατε να συνεργάζεστε;
Ξεκινήσαμε τους Order Of The 12 πριν από μερικά χρόνια, όταν όλοι μας ζούσαμε μέσα και γύρω από τον Lewes. Είναι ένα μαγικό μέρος, που περιβάλλεται από υπέροχους κυματιστούς λόφους. Το τοπίο και η γενική αίσθηση που δίνει κατάφεραν να βρουν τον δρόμο τους στον δίσκο -ένας ανοιχτός αραιά χτισμένος τόπος- με τη μουσική να δημιουργεί μια μινιμαλιστική ψυχεδελική και folk αίσθηση που υποστηρίζει την εκπληκτική ουαλική φωνή της Rachel. Το ηχογραφήσαμε στη σοφίτα του studio μου κάτω από το Κάστρο Lewes και κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες.

Αν και έχεις δουλέψει πολύ με την ηλεκτρονική μουσική, δεν είσαι καθόλου καινούργιος στην ψυχεδέλεια. Ήσουν ο διευθυντής της Bam-Caruso, μιας εταιρείας με εξαιρετικό υλικό. Τι θυμάσαι από εκείνες τις μέρες, ποια ήταν τα αγαπημένα σου συγκροτήματα από το roster της εταιρείας;
Μου άρεσε ιδιαίτερα να δουλεύω στη σειρά συλλογών Rubble, που περιλάμβαναν κομμάτια από ψυχεδελικούς και freakbeat καλλιτέχνες Βρετανίας από τη δεκαετία του 1960. Συγκροτήματα όπως οι Wimple Winch, οι Brain, οι Attack, οι Poets και πολλά άλλα. Πολλά από αυτά τα συγκροτήματα κυκλοφόρησαν μόνο ένα ή δύο singles. Μα τι καταπληκτικό υλικό που ήταν! Απίστευτα ευρηματικά ψήγματα ψυχεδελικής pop και beat μουσικής.

Αρχίσατε να παίζετε με τον David Ball ως Grid πριν από 34 χρόνια. Τι έχει αλλάξει και τι είναι όπως παλιά;
Η σχέση μας και ο τρόπος που δουλεύουμε έχουν μείνει σχεδόν ίδια από τότε που ξεκινήσαμε. Ξεκινάμε με μια ιδέα, μια ατμόσφαιρα ή έναν ρυθμό και την επεκτείνουμε από εκεί με έναν τρόπο που έχει γίνει δεύτερη φύση μας μετά από τόσο καιρό. Ο Dave είναι καλός στο να ελέγχει τη μεγάλη εικόνα ενώ εγώ δουλεύω στις λεπτομέρειες. Ταιριάζουμε πολύ και δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα.

Πώς γνώρισες τον Robert Fripp και πώς ηχογραφήσατε το “Leviathan”;
Δουλέψαμε για πρώτη φορά με τον Robert γύρω στο 1991, όταν ηχογραφούσαμε το δεύτερο άλμπουμ των Grid, το “456”. Γνωριστήκαμε μέσω του manager μας David Einthoven, ο οποίος δούλευε επίσης με Roxy Music, ELP, King Crimson και T-Rex στη δεκαετία του 1970. Όταν σταμάτησε μαζί μας, ξεκίνησε με τον Robbie Williams και γνώρισαν την επιτυχία που ξέρεις. Ήταν ένας σπουδαίος και εμπνευσμένος άνθρωπος. Μας έφερε σε επαφή με τον Robert και πολλούς άλλους μουσικούς. Ο Robert ήταν καταπληκτικός να δουλεύεις μαζί του στο studio - έχει τρομερή διαίσθηση κι επιπλέον είναι και πολύ αστείος. Έχει ταυτόχρονα μια πολύ τεχνική προσέγγιση, κατακτημένη μέσα από τα χρόνια αλλά και μια πιο χαλαρή, καθαρά αρτίστικη και ελεύθερη, πράγμα πολύ σπάνιο. Άσε που έχει κι ένα απίστευτα βρώμικο χιούμορ!

Ο Joe Strummer ήταν πολύ καλός σου φίλος. Πώς γνωριστήκατε;
Συναντηθήκαμε στο στούντιο του Peter Gabriel, στο Wiltshire. Ήταν κατά τη διάρκεια μιας από τις εβδομάδες ηχογράφησης του Real World Studio, όπου δεκάδες μουσικοί από το φεστιβάλ Womad συγκεντρώνονταν εκεί για να ηχογραφήσουν. Καθόμουν έξω στο γρασίδι όταν ο Joe ήρθε και ρώτησε «μπορεί κανείς να προγραμματίσει αυτό το drum machine;». Του είπα ναι. Δούλεψα μαζί του για δύο χρόνια σχεδόν ασταμάτητα μετά από αυτό.

Θα μπορούσες να μου πεις λίγα πράγματα για τη συνεργασία σου με το Genesis P-Orridge των Psychic TV;
Κάναμε το άλμπουμ “Jack the Tab” το 1987, ένα από τα πρώτα άλμπουμ στη Βρετανία που ήταν τόσο έντονα επηρεασμένο από το acid house. Τα πήγε πολύ καλά αν και δεν ακούγεται καθόλου σαν τη μουσική house ή τον acid house ήχο που ξέρουμε. Σίγουρα ακουγόταν πολύ acid όμως - ένας πολύ ανοιχτόμυαλος δίσκος. Η επιτυχία του με οδήγησε στο να είμαι στο εξώφυλλο του NME και να υπογράψω με τους Grid στη Warner Bros. Ο Gen ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος για να δουλεύω μαζί και μου άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά σε νέους τρόπους δημιουργικής προσέγγισης της μουσικής. Δυστυχώς, ήταν κι ένας άνθρωπος που δεν μου φέρθηκε και τόσο καλά, καθώς έδωσε διάφορα licence για το album σε όλον τον κόσμο χωρίς να μου το πει, και κράτησε όλες τις προκαταβολές και τα χρήματα, παρά το γεγονός ότι ο δίσκος βγήκε στη δική μου εταιρεία. Ήταν λοιπόν μια μάλλον γλυκόπικρη συνεργασία - η δημιουργία του άλμπουμ ήταν καταπληκτική, αλλά αυτό που συνέβη στη συνέχεια δεν ήταν τόσο καλό. Αλλά περάσαμε πολύ όμορφα φτιάχνοντάς το, αυτό είναι βέβαιο.

Έχεις επίσης δουλέψει με πολλούς διάσημους μουσικούς, κάνοντας παραγωγή σε τραγούδια και άλμπουμ ή κάνοντας διάφορα remix. Ποιες από αυτές τις συνεργασίες σ’ έχουν επηρεάσει περισσότερο;
Σίγουρα ο Brian Eno και οι Yello. Ως Grid κάναμε ένα remix για τον Brian, κι έκανε κι εκείνος remix σ’ ένα από τα τραγούδια μας. Επίσης έχω κάνει remix σε δύο τραγούδια των Yello. Τόσο ο Eno όσο και οι Yello έχουν ένα εκπληκτικό και μοναδικό όραμα. Χτίζουν τον δικό τους κόσμο και σε προσκαλούν σε αυτόν.

Με εντυπωσίασε το “Hypnotic Response”. Είναι και για σένα ένα ιδιαίτερο album;
Έκανα album βασισμένα στο ambient για αρκετά χρόνια και ήθελα να κάνω κάτι πιο ρυθμικό και ηλεκτρονικό. Αλλά όχι τόσο ένα «χορευτικό» άλμπουμ. Έτσι, επικεντρώθηκα αντ’ αυτού σε πολύ βασικά μοτίβα drum machines και sequencers, δίνοντας έμφαση στην επανάληψη και στις μικρές αλλαγές, για να δημιουργήσω μια υπνωτική αίσθηση. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο σε μια καλή ακολουθία ήχων που προκύπτει από κάποια πολύ καλά αναλογικά synthesizers που μπορεί να σε βάλει σε μια κατάσταση έκστασης. Αυτό προσπάθησα να κάνω. Με πολλές επιρροές κι από τη γερμανική kosmische μουσική της δεκαετίας του 1970, το krautrock, τo οποίo πάντα αγαπούσα.

Λατρεύω επίσης τα “Elements”. Έχει κάποιες ομοιότητες και για σένα με το “Hypnotic Response” ή είναι απλώς δική μου εντύπωση;
Το “Elements” ήταν το album ακριβώς πριν από το “Hypnotic Response”, και έχει ίσως κάπως περισσότερη αίσθηση από μουσική για ταινία, αλλά σίγουρα με πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία και αντίστοιχη ατμόσφαιρα. Σίγουρα αυτοί οι δύο δίσκοι πάνε μαζί, και μάλιστα παίζω κομμάτια και από τους δύο δίσκους, ζωντανά.

Music For Healing. Γιατί αποφάσισες να ξεκινήσεις αυτό το μεγάλο project;
Λίγο πριν από το lockdown ζούσα στο Λονδίνο σε ένα πολύ αγχωτικό περιβάλλον και έπρεπε να δημιουργήσω έναν ασφαλή χώρο στο studio μου - καθώς έξω από την πόρτα μου όλα ήταν πολύ απειλητικά! Έτσι άρχισα να δημιουργώ ambient, μουσική βαθιάς ακρόασης για να βοηθήσω μέσα σ’ αυτή την δύσκολη κατάσταση κυρίως τον εαυτό μου. Όταν ήρθε το lockdown, άρχισα να κυκλοφορώ αυτά τα κομμάτια κάθε εβδομάδα στο Bandcamp, για να βοηθήσω άλλους που μπορεί να βίωναν άγχος εξαιτίας του lockdown, καθώς ήταν μια τόσο περίεργη περίοδος. Η ανταπόκριση ήταν εκπληκτική - αρκετές γυναίκες επέλεξαν αυτή τη μουσική για να γεννήσουν, βοήθησε στο πένθος, στο άγχος, στο στρες, ακόμη και στην άνοια και τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Έχω προσφέρει τα κομμάτια σε γιατρούς και ασθενείς του Εθνικού Συστήματος Υγείας για την ανακούφιση από το άγχος και το στρες. Είναι πολύ διαφορετικό υλικό από τις περισσότερες άλλες μουσικές μου αλλά μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο έχει βοηθήσει κάποιους ανθρώπους. Είναι μεγάλη ανταμοιβή για μένα, μεγαλύτερη από το να έχω κυκλοφορήσει ένα hit single!

Έχεις γράψει ένα βιβλίο για τον Paul Oakenfold. Είναι ο αγαπημένος σου DJ; Υπάρχουν άλλοι που σ’ έχουν επηρεάσει επίσης;
Ήμουν μέρος της εποχής του acid house στο Λονδίνο, οπότε ο Paul, καθώς και άλλοι όπως ο Mark Moore, ο Danny Rampling, ο Noel Watson, ο Trevor Fung και πολλοί ακόμα δημιούργησαν το soundtrack των πρώτων μου εμπειριών στον κόσμο των club. Επίσης, ο Alfredo στην Ίμπιζα, στάθηκε άλλη μια μεγάλη επιρροή για μένα. Όμως, ο άνθρωπος που μ’ έχει επηρεάσει πιο πολύ σ’ αυτό το πεδίο είναι αναμφίβολα ο Andrew Weatherall. Έπαιξα με τον Andrew πολλές φορές και έκανε remix στο “Floatation”, το πρώτο single μας ως Grid. Δημιουργήσαμε περίπου τριάντα χρόνια ιστορίας μαζί. Μου λείπει πολύ!

Έχεις κυκλοφορήσει επίσης το “Music For Soundtracks”. Θα μπορούσες να μου πεις κάποια πράγματα για τις φανταστικές ταινίες για τις οποίες είναι γραμμένη η μουσική αυτή;
Το ονόμασα “Music For Soundtracks” κυρίως για να δώσω στους ανθρώπους την ιδέα ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μουσική σε κάποια ταινία. Πάντα ήθελα να γράψω μουσική για κάποια ταινία, αλλά δεν το έχω κάνει μέχρι τώρα. Ρίχνω προβοκατόρικες ιδέες μ’ αυτό το album!

Πιστεύεις ότι έχεις ήδη κάνει τον δίσκο της ζωής σου ή ότι έρχεται κάποια στιγμή στο μέλλον;
Το σπουδαίο με τη μουσική και τη δημιουργικότητα είναι ότι υπάρχει πάντα κάτι νέο. Ένα νέο κομμάτι για να ακούσεις, ένας νέος τρόπος για να δουλέψεις, ένας νέος άνθρωπος για να συνεργαστείς, ένα νέο ψυχεδελικό αριστούργημα που δεν έχεις ξανακούσει, μια υπέροχη νέα μπάντα, ένα χορευτικό κομμάτι, ένα soundtrack ταινίας ή οτιδήποτε άλλο. Είναι μια διαδικασία που ποτέ δεν θα τελειώσει. Δεν τη βαριέμαι ποτέ. Συνεχώς με εκπλήσσει και με ανταμείβει.