Μουσικη

Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο σερ του ελληνικού τραγουδιού

«Δεν περιγράφεται η αγάπη που έχω πάρει από αυτόν, η αδυναμία που είχαμε ο ένας για τον άλλον! Είχαμε μία σχέση σαν δυο καλοί φίλοι» λέει ο γιος του, Γρηγόρης

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 827
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γρηγόρης Μπιθικώτσης: Η ζωή του σπουδαίου συνθέτη και τραγουδιστή και οι μεγάλοι της εποχής όπως την αφηγείται ο γιος του, Γρηγόρης.

Η μάνα του, όταν τον άκουγε να λέει «εγώ μία μέρα θα γίνω μεγάλος», έλεγε «το παιδί μου είναι τρελό», πού να το πιστέψει σε εκείνες τις δύσκολες εποχές, σε ένα σπιτάκι στο Περιστέρι, να ακούει ένα παιδί να της λέει ότι θα το μάθει όλη η Ελλάδα. Πού να ήξερε ότι το παιδί της έλεγε την αλήθεια, πού να καταλάβει το ταλέντο του, η άμοιρη γυναίκα! Χωρίς να το καταλάβει, του είχε κολλήσει τη ρετσινιά και όταν οι συγγενείς μαζευόντουσαν στην αυλή η μάνα του έλεγε στις θείες «το παιδί μου είναι τρελό»!

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ξεκίνησε με κιθάρα, είχε μία παλιά κιθάρα στο σπίτι, τότε συνήθιζαν να κάνουν καντάδες στις γειτονιές που μεγάλωσε στο Περιστέρι. Το μπουζούκι το λάτρευε, ήταν εξαιρετικός σολίστας και βασικά ποτέ δεν το άφησε παρά όταν πλέον έκανε σόλο καριέρα σαν τραγουδιστής. Όλες τις ώρες έπαιζε μπουζούκι και πάντα έλεγε ότι δεν βλέπει πλέον κανένα τραγούδι παιγμένο με μπουζούκι σαν τα παλιά λαϊκά, αλλά σαν γλυκανάλατες σκιές από το παρελθόν. Και πού να ζούσε τώρα! Λίγο πριν φύγει από τη ζωή είχε σπάσει την τηλεόραση με αυτά που άκουγε. Αυτό που με εξοργίζει εμένα είναι ότι σαν Ελλάδα δεν έχουμε κρατήσει την παράδοσή μας, το στίγμα μας, γιατί με τον Μίκη, το συρτάκι, το μπουζούκι μάς έμαθε όλος ο κόσμος. Οι νέοι καλλιτέχνες κάνουν μουσική και προσέχουν να μην έχει μπουζούκι γιατί, αν έχει, δεν θα παιχτεί στα ραδιόφωνα. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο, κι αν για κάτι λατρεύω την Ιταλία και τους Ιταλούς είναι γιατί έχουν κρατήσει τη μελωδία τους, την εκφραστικότητά τους και τη μουσική τους, ενώ αυτό που έχουμε κρατήσει εμείς είναι ένα μπασταρδεμένο κατασκεύασμα. Ο Μπιθικώτσης αδιαφορούσε για τις ετικέτες. Πώς είναι δυνατόν το «Ένα αμάξι και ένα άλογο» να είναι άτεχνο και το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» να είναι έντεχνο; Η «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη είναι έντεχνο, λαϊκό, άτεχνο; Αυτές οι καρτέλες που έχουν βάλει εξυπηρετούν ομάδες ανθρώπων οι οποίοι, αν δεν μπουν αναγκαστικά σε μία τέτοια κατηγορία, δεν μπορούν και να υπάρξουν– και προσωπικά τις απεχθάνομαι. Αν και ακούω τα πάντα και πετάω ό,τι δεν μου κάνει, τις ταμπέλες δεν τις παραδέχομαι.

Από όλους τους τραγουδιστές είχε απαιτήσεις ο πατέρας μου, δεν θα έκανε εξαίρεση με τον γιο του. Επειδή πολύ αγαπούσε το τραγούδι και ζυμώθηκε μέσα σε αυτό, ήθελε να ακούει καλούς τραγουδιστές, ολοκληρωμένους καλλιτέχνες και δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το λίγο, οπότε γιατί να συμβιβαστεί με εμένα;

Γρηγόρης Μπιθικώτσης, πατέρας και γιος

Ήταν ο πιο γλυκός πατέρας που θα μπορούσες να φανταστείς, ένας άνθρωπος ευαίσθητος, καλοσυνάτος, δοτικός με όλο τον κόσμο, ο πιο απλός των απλών. Ταυτόχρονα, είχε επενδύσει στο κεφάλαιο άνθρωπος, γιατί είχε μεγαλώσει πολύ δύσκολα οικονομικά, μέσα στην Κατοχή, είχε ταλαιπωρηθεί στη ζωή του μέχρι να φτάσει να γίνει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που ήξεραν όλοι.

Δεν περιγράφεται η αγάπη που έχω πάρει από αυτόν, η αδυναμία που είχαμε ο ένας για τον άλλον! Είχαμε μία σχέση σαν δυο καλοί φίλοι εκτός από αυτή του πατέρα και γιου. Γύρναγε σπίτι, έπιανε το μπουζούκι και εγώ ήμουν πάντα δίπλα του να τον περιμένω! Μου έλεγε «φέρε μου ένα τσιγάρο», γιατί το είχε απαγορεύσει ο γιατρός και κάπνιζε κρυφά! Καπνίζαμε παρέα ενώ έπαιζε εκείνος μπουζούκι κι εγώ πιάνο. Κρατώ τις μνήμες που τραγουδούσαμε, όπως και τη φροντίδα του, που μέχρι και τρία χρόνια πριν φύγει από τη ζωή μού έστυβε και μου έφερνε τον χυμό βιαστικά για να μη φύγουν οι βιταμίνες! Θέλω να με αξιώσει ο Θεός να δώσω και εγώ στα παιδιά μου την αγάπη που πήρα από τους γονείς μου, στον Γρηγοράκη και στη νεογέννητη Μεταξία! Γιατί και η μάνα μου ήταν ένας θησαυρός, στάθηκε δίπλα στον πατέρα μου 48 ολόκληρα χρόνια, αγία γυναίκα! Όσο και αν ήταν ευαίσθητος ο πατέρας μου και με ψυχή μικρού παιδιού, από την άλλη ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, με πολλές παραξενιές, καλλιτεχνικές και μη, δεν ήταν εύκολο να σταθείς πλάι του, και αυτό που υποστηρίζω σήμερα μετά από ό,τι είδα και έμαθα είναι ότι πίσω από έναν σημαντικό άντρα υπάρχει μία σπουδαία γυναίκα.

Γρηγόρης Μπιθικώτσης, πατέρας και γιος

Ήταν μια συγκλονιστική εποχή αυτή που έζησε ο πατέρας μου, ο Θεός μοίρασε αμέτρητο ταλέντο σε αυτούς τους ανθρώπους απλόχερα χωρίς εκπτώσεις. Ξεκίνησε από ένα μπουζούκι, γράφοντας τραγούδια. Ήταν ένας σπουδαίος συνθέτης κι επειδή δεν είχε ανακαλύψει ότι τραγουδάει, αρχικά έδινε τραγούδια και έπαιζε μπουζούκι. «Γεννήθηκες για την καταστροφή» ήταν το πρώτο τραγούδι που συνόδεψε με τη φωνή του σε δίσκο. Έτσι ξεκίνησε και αναδείχθηκε. Αλλά το ταλέντο του ήταν πηγαίο. Τον ρωτούσαν πώς εσείς, ένας βαθιά λαϊκός καλλιτέχνης, αντιληφθήκατε τα έργα του Θεοδωράκη ή τη μελοποιημένη ποίηση του Βάρναλη, του Σεφέρη, ποιητών με Νόμπελ. Όταν είχαν πάει με τον Μανώλη Χιώτη να ακούσουν πρώτη φορά τον «Επιτάφιο», είπαν το θρυλικό «θα ξεφτιλιστούμε». Ευτυχώς ήταν μες στον δίσκο το τραγούδι «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ», που τους ώθησε ώστε να πουν όλον τον «Επιτάφιο» και να ξεκινήσει η συνεργασία τους με τον Θεοδωράκη. Συνεργασία τεράστια που ξεδίψασε μία ολόκληρη Ελλάδα! Ο Γιάννης Ρίτσος είπε ότι η φωνή του Μπιθικώτση έλαμψε στη μουσική του Θεοδωράκη και η μουσική του Θεοδωράκη έλαμψε με τη φωνή του Μπιθικώτση, και το είπε αυτό και ο Μίκης στην αρχαία Ολυμπία που ήμουν παρών σε μία συναυλία μαζί με τον πατέρα μου. «Με τον Μπιθικώτση είμαστε συνέταιροι 50% στη ζωή και στον θάνατο». Είχε πηγαίο ταλέντο και ενώ ουσιαστικά ήταν αγράμματος, ήτανε τόσο το ταλέντο του, που μπορούσε να σου πει και λαϊκό και ρεμπέτικο και ποίηση και μελοποιημένη ποίηση και δυσνόητα ποιήματα και να τα αποδώσει μοναδικά!

Μπιθικώτσης και Καζαντζίδης είναι δύο μεγάλες τραγουδιστικές σχολές, ο καθένας στο είδος του γιατί είναι δύο φάροι. Ο Στέλιος έχει κάνει τη σχολή του που ακολούθησαν αρκετοί τραγουδιστές, ο Μπιθικώτσης έχει κάνει τη δική του που ακολούθησαν τραγουδιστές όπως ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Αντώνης Καλογιάννης και πολλοί άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Η λέξη «διάδοχος» δεν ξέρω αν ταιριάζει εδώ, γιατί ο καθένας από αυτούς έχει τη δική του σημαντική καριέρα, οπότε δεν είναι σωστό να τους ονομάζουμε διαδόχους του Μπιθικώτση. Έχτισαν, σπούδασαν και ερμήνευσαν πάνω στην ερμηνεία του Μπιθικώτση, όπως έχει πει και η σπουδαία Χαρούλα Αλεξίου όταν ήταν μικρή, ότι η δασκάλα που της έκανε μαθήματα φωνητικής της έλεγε «να ακούσεις τον Μπιθικώτση πώς κλείνει τις φράσεις του».

Ξεκίνησα παίζοντας πιάνο και σταμάτησα τις σπουδές του πιάνου δύο χρόνια πριν το πτυχίο γιατί κουράστηκα από την ατμόσφαιρα του ωδείου, και από κει και πέρα θέλησα να ασχοληθώ με τη σύνθεση. Ήμουν έτοιμος να φύγω στο εξωτερικό για σπουδές στα 22 μου χρόνια όταν κάποιος σφύριξε στο αυτί του πατέρα μου ότι εγώ τραγουδάω. Βέβαια εγώ δεν τραγουδούσα, απλά όταν βρισκόμουν με φίλους τυχαία και αυθόρμητα έλεγα κάποια τραγούδια. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου ξεκίνησε το βασανιστήριο στο σπίτι. «Να σε ακούσω, αφού τραγουδάς πρέπει να σε ακούσω... Εγώ που έχω βγάλει όλη την Ελλάδα τραγουδιστές». Είχα τις αντιρρήσεις μου, δεν ήξερα αν έχω φωνή, αλλά ο πατέρας μου επέμενε. Το έφερνα βαρέως το να εκτεθώ μπροστά του τότε, γιατί, όταν βλέπεις όλη την Ελλάδα και πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες να έρχονται στο σπίτι και να υποκλίνονται μπροστά του αισθανόμουν φόβο και σεβασμό, ένα δέος, έναν δισταγμό, ντροπή, δεν ήξερα τι να του πω. Ώσπου μία μέρα σηκώθηκε νευριασμένος και ήρθε στο σαλόνι δίπλα στο τζάκι λέγοντάς μου αν δεν σε ακούσω σήμερα να τραγουδάς, θα σπάσω το μπουζούκι εδώ μπροστά σου. Και καθίσαμε εγώ στο πιάνο και ο πατέρας μου στο μπουζούκι και μου ζήτησε να πω ό,τι θέλω. Του είπα το «Ένα όμορφο αμάξι με δύο άλογα», με άκουσε με το που είπα το πρώτο κουπλέ και όταν πήγαινα για το ρεφρέν με σταματάει λέγοντας: «Είσαι τραγουδιστής! Τόσο απλά! Είσαι!», και έλαμψε το πρόσωπό του. Αμέσως ξεκινήσαμε οι δυο μας πρόβες και έζησα ανεκτίμητες στιγμές σε ένα ρεπερτόριο που περιλάμβανε Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χατζή, Ξαρχάκο, Θεοδωράκη. Υπήρξα τόσο τυχερός που μαθήτευσα δίπλα του, δεν θα μπορούσα να έχω μεγαλύτερη τύχη! Αμέσως μετά αρχίσαμε να κάνουμε συναυλίες ανά την Ελλάδα, μαζί και στην ομογένεια. Πρώτη φορά που τραγούδησα μαζί του ήταν το 1996 προς '97 στη Δραπετσώνα σε μία λαοθάλασσα και ενώ στεκόμουν πίσω από τη σκηνή ξαφνικά ακούω από το μικρόφωνο «Γρηγόρη, έλα πάνω!». Τα έχασα, μου κόπηκαν τα πόδια, ανέβηκα, με χειροκρότησε ο κόσμος, ο πατέρας μου μού ζήτησε να πω ένα τραγούδι, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου και από το ένα είπα τελικά τρία! Μετά έκανα να του μιλήσω πέντε μέρες, έτσι ξεκίνησα και από τότε η αγάπη μου για τη μουσική δεν έχει σταματήσει. Κάθε μέρα όλο και μεγαλώνει, γιατί όλο αυτό γίνεται καθαρά από αγάπη, δεν είναι ένα δικηγορικό γραφείο που έχεις κληρονομήσει από τον μπαμπά σου ή το έχεις και μπορείς ή δεν το έχεις.

Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βασίλης Τσιτσάνης, Μίκης Θεοδωράκης © ACTION IMAGES

Ο Βίρβος ήταν ο νονός μου, ο πατέρας μου με τον Βίρβο δώσανε πολύ μεγάλες επιτυχίες, μία χρυσή δεκαετία που συνεργάστηκαν όταν απαγορεύτηκε ο Θεοδωράκης επί δικτατορίας. Στη συνεργασία τους ο Μπιθικώτσης ξεδίπλωσε το συνθετικό του ταλέντο, έγραψαν τραγούδια όπως το «Ρίξε μία ζαριά καλή», «Ένα όμορφο αμάξι με ένα αλογο», «Εγνατίας 406», «Του Μπελαμή το ουζερί», «Ο κυρ-Θάνος πέθανε παραπονεμένος», τεράστιες επιτυχίες. Ο Βίρβος συγκαταλέγεται στους λαϊκούς μας ποιητές, μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο είναι από τις πιο σημαντικές μορφές που πέρασαν, όπως και η θρυλική Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Από όλα τα πρόσωπα που γνώρισα, γιατί υπήρξα τυχερός που κάθε μέρα περνούσαν από το σπίτι μας αρκετοί, το μόνο που έχω να πω είναι ότι ήταν σπουδαίοι άνθρωποι, είτε ήταν η Αλίκη, η Τζένη, ο Καζαντζίδης, ο Ξαρχάκος, η Μοσχολιού, ο τεράστιος Γιώργος Ζαμπέτας, πάταγαν γερά στα πόδια τους και δεν χρειαζόταν να αποδείξουν οτιδήποτε. Εκπλήσσομαι με το δήθεν που κυριαρχεί σήμερα, που για μισό τραγουδάκι αποκτούν ένα τουπέ, και αναρωτιέμαι τι θα έπρεπε να κάνει εκείνο το μεγάλο κεφάλαιο δημιουργών τότε. Όσο και να έδειχναν πολύπλοκοι ή σύνθετοι με καλλιτεχνικές ιδιαιτερότητες, στην προσωπική τους ζωή και στις συναναστροφές τους παρέμεναν πραγματικά απλοί.

Πάντα ο πατέρας μου πίστευε ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τους άντρες, αγαπούσε πολύ τη γυναίκα, την τραγούδησε και την ύμνησε. Ένα από τα πολυαγαπημένα του τραγούδια σε μουσική του ίδιου ήταν το «Μια γυναίκα φεύγει, μια σωστή κυρία». Ήταν πολύ ευγενικός, είχε τακτ, ένας τζέντλεμαν. Ο Ψαθάς το 1961, αρθρογράφος στα «Νέα», τον ονόμασε «σερ» και το «σερ Μπιθί» τον συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μίκης Θεοδωράκης, Μελίνα Μερκούρη, Ζιλ Ντασέν © ACTION IMAGES

Στην πρώτη συναυλία του αποθεώθηκε παρόλο που στην αρχή τρόμαξε με την επισημότητα της ορχήστρας. Το 1961 στο θέατρο «Κεντρικόν» είχε δημιουργηθεί μεγάλη ένταση στα παρασκήνια γιατί οι μουσικοί που θα έπαιζαν το βράδυ με τον Μανώλη Χιώτη δεν δέχονταν στο θέατρο να παίξουν μαζί του, προφασιζόμενοι ότι ένα βιολί δεν μπορούσε τότε να κάτσει δίπλα σε ένα μπουζούκι. Εκεί παρευρίσκονταν ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, πρώτη φορά ακούστηκε το «Αητός χωρίς φτερά», παρουσίαζε η Μάρω Κοντού την εκδήλωση και όταν βγήκε ο πατέρας μου είδε ξαφνικά ένα θέατρο με κόσμο επίσημα ντυμένο, που την επισημότητά του δεν την είχε συνηθίσει και που τον χειροκροτούσε για 10 συνεχόμενα λεπτά και έπαθε τρακ. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας και, όταν ήταν να πει το τραγούδι, τους ζήτησε συγγνώμη, «δεν μπορώ να τραγουδήσω», είπε, «είμαι αδιάθετος». Τότε βγήκε η Μάρω Κοντού και ανακοίνωσε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης θα συνεχίσει και ως τραγουδιστής, στα καμαρίνια του δώσανε λίγο ψωμί σαν φάρμακο και βγήκε μετά και τραγούδησε. Αυτό είναι το λεγόμενο θρυλικό τρακ του Μπιθικώτση, το οποίο ο Μποστ το έκανε σκίτσο με την υποσημείωση «Ανωμαλίες της συναυλίας».

Ο Μπιθικώτσης έβγαλε τη Βίκυ Μοσχολιού, που συνάντησε το 1965 στην «Τριάνα» του Χειλά, ένα θρυλικό κοσμικό μαγαζί της εποχής, και είχε πάει η Βίκυ με μία ξαδέλφη της για οντισιόν, όπου και την απέρριψαν. Τη συνάντησε στην πόρτα κλαμένη και της ζήτησε να την ακούσει, είπε τότε στους κριτικούς «αυτήν κόψατε;» και την πήρε κοντά του για έναν χρόνο. Αρχικά έλεγε μισό τραγουδάκι και χτυπούσε παλαμάκια δίπλα του στο πάλκο, μαθητεύοντας έτσι όπως κάνανε τα παλιά τα χρόνια οι καλλιτέχνες, παρατηρώντας πώς παίρνει ανάσες ο Μπιθικώτσης, και βέβαια το ταλέντο της την έκανε τη σπουδαία τραγουδίστρια που γνωρίσαμε. Μετά την πήρε και την πήγε στον Σταύρο Ξαρχάκο που είχε γράψει ένα τραγούδι για την ταινία «Λόλα», το «Χάθηκε το φεγγάρι», κι επειδή η Πόλυ Πάνου δεν μπορούσε, το είπε η Βίκυ – τη συνέχεια τη γνωρίζουμε.

Η ζωή του άλλαξε από το 1958, όταν πρωτοτραγούδησε στον «Επιτάφιο» τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ». Έγινε χαμός στην Ελλάδα και ήταν η αφετηρία μιας μεγάλης οικονομικής άνεσης. Οι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής δεν στόχευαν όπως σήμερα ίσως να γίνουν πλούσιοι από την τέχνη τους, τα κίνητρά τους ήταν να καταθέσουν την ψυχή τους και να κάνουν αυτό που ήξεραν καλύτερα. Μπορεί μετά τη δόξα να ακολουθεί το χρήμα, αλλά δεν ήταν η επιδίωξή τους. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε πως ότι είχε κάνει στη ζωή του το είχε κάνει με τον λαιμό του και ήταν περήφανος για τη στάση του.

Αυτό που συζητάω με τον γιο μου σήμερα και είναι εντυπωσιακό είναι πώς αυτές οι εργατικές δυτικές συνοικίες, γεμάτες Μικρασιάτες πρόσφυγες, την εποχή εκείνη έβγαζαν ανθρώπους με μεγάλα ταλέντα και στο τραγούδι. Προφανώς η ανέχεια, η μεγάλη προσπάθεια, ο αγώνας, το γεγονός ότι ήταν άνθρωποι που πεινούσαν, που έπρεπε να ζήσουν, έδεσαν συγκλονιστικά με την τέχνη τους. Το ταλέντο τους τούς συνόδευε, η φτώχεια και ο πόνος το διόγκωσαν. Όποιος τα βρίσκει εύκολα δεν έχει το κίνητρο και τη δίψα να κοπιάσει, να εργαστεί σκληρά ώστε να αναδείξει τα ταλέντα του. Οι εποχές τότε ήταν εύφορες, έδιναν κίνητρα. Το 1946 στη Μακρόνησο όταν τον άκουσε η Φρειδερίκη έδωσε εντολή να πάρουν ένα καινούργιο μπουζούκι στον στρατιώτη. Τότε ο πατέρας μου έκανε εκεί το στρατιωτικό του και είχε αναλάβει στη λέσχη αξιωματικών της Μακρονήσου και το να ψυχαγωγεί τους φαντάρους. Όταν η βασίλισσα πήγε να επιθεωρήσει το τάγμα, ρώτησε με τα σπαστά ελληνικά της «τι είναι το μπουζούκι;». Βλέποντας σπασμένες τις χορδές, έδωσε τη διαταγή: «Πάρτε ένα καινούργιο μπουζούκι στον φαντάρο».

Τη δεκαετία του '50-'60 το μπουζούκι γνώρισε την ακμή του, ενώ πρώτα συνδεόταν με παρακμιακές καταστάσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν μπουζούκια, δεν μπορείς να πεις πάω το βράδυ στα μπουζούκια γιατί αυτό που υπάρχει τα βράδια δεν είναι μπουζούκια. Σήμερα πάμε περισσότερο να δούμε παρά να ακούσουμε, στα γνωστά μαγαζιά της παραλιακής. Κάποια κουτούκια που έχουνε μείνει είναι χρήσιμα γιατί αυτή είναι η ταυτότητά μας, θέλουμε δεν θέλουμε. Σε όλα αυτά τα σχήματα των κλαμπ που υπάρχουν στις μέρες μας μετά τις 02.00 επειδή δεν έχουνε και τίποτα άλλο να πούνε ξεκινάνε Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Διονυσίου.

Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Ενώ εγώ μεγάλωσα, γαλουχήθηκα μες στη μουσική, ζούσα με νότες μες στο σπίτι συνεχώς, τη μουσική την αγάπησα χωρίς να ξέρω ποτέ ότι θα γίνω τραγουδιστής. Αλλά και τραγουδιστής να μη γινόμουν δεν υπήρχε περίπτωση να μην ασχοληθώ με οποιαδήποτε μορφή της μουσικής. Όσο περνούσε ο χρόνος το αγαπούσα περισσότερο και επειδή ο πατέρας μου με είχε πολύ προστατευμένο δεν είχα δει τα άσχημα μονοπάτια που έχει αυτός ο χώρος, γιατί έχει πολλά κακά μονοπάτια, αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι θα μπορώ να μπω, ότι γινόμουν ένας τραγουδιστής, η πρώτη του συμβουλή ήταν να έχω γερό στομάχι και πολύ υπομονή. Σήμερα, επειδή ξέρω πόσο δύσκολος είναι αυτός ο χώρος, όταν με ρωτάνε για το παιδί μου, τον μικρό Γρηγόρη, αν θα ήθελα να ασχοληθεί με τη μουσική, ομολογώ δεν το βλέπω πολύ θετικά γιατί ο χώρος αυτός είναι πολύ δύσκολος, ψυχοφθόρος, ακραία απαιτητικός και πλέον καθόλου αξιοκρατικός. Έχω μία ρομαντική άποψη για τον χώρο που σήμερα σαπίζει και επιμένω να το βλέπω έτσι, και δεν θα ήθελα για το παιδί μου τέτοιο μέλλον για κανέναν λόγο. Εκτός αν έχει κάποιο πολύ μεγάλο ταλέντο, όπου εκεί σηκώνεις τα χέρια ψηλά.

Το όνομά μας δεν είναι ένα οποιοδήποτε όνομα. Όταν σε λένε Γρηγόρη Μπιθικώτση και ο πατέρας σου έχει μεγαλώσει τρεις-τέσσερις γενιές Ελλήνων κι έχει ριζώσει βαθιά στη μνήμη του Έλληνα, έχει ταυτιστεί με τις μεγαλύτερες στιγμές της ιστορίας μας ως εθνικός τραγουδιστής, είναι πολύ δύσκολη η θέση σου και η σύγκριση είναι άδικη, σκληρή. Ο κόσμος στην Ελλάδα δεν σταματάει στο ότι είσαι ο γιος του επωνύμου, αλλά πάνε παρακάτω, αν είναι καλύτερος από τον πατέρα σου. Σε οποιαδήποτε σύγκριση θα έρθουμε δεύτεροι, θα χάσουμε, είναι λοιπόν άτοπη και κουτή.

Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο γιος

Είχε πει ότι «με τη γυναίκα μου είμαστε είκοσι χρόνια μαζί και ξέρω ότι δεν θα με προδώσει ποτέ». Η μητέρα μου θυσιάστηκε για τον πατέρα μου, τον είχε πάνω από όλα, τον λάτρευε, τον είχε πάνω κι από τα παιδιά της και δεν υπήρχε μέρα μέσα στο σπίτι που να μην το έβλεπες ότι ο πατέρας μου ήταν εκεί και όλοι οι άλλοι ερχόντουσαν μετά. Τη συμβουλευόταν, ζητούσε τη γνώμη της και, αν αρχικά εκείνος δεν τη δεχόταν, μετά από μήνες έβλεπες ότι έκανε αυτό που η μητέρα μου είχε πει. Η μητέρα μου ήταν συνειδητοποιημένη ως σύζυγος. Στα τόσα χρόνια που ήτανε δίπλα στον πατέρα μου ίσως πήγε στα κέντρα που τραγουδούσε πέντε με έξι φορές και σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πήγαινε ποτέ στα καμαρίνια. Όταν πηγαίναμε παρέα να τον δούμε, θυμάμαι, αν ήθελε να του δώσει κάποια ρούχα, έστελνε εμένα στα καμαρίνια για να τα παραδώσω, όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι το έκανε γιατί δεν ήθελε να δει κάτι που δεν θα της άρεσε κι επειδή είχε τόσο μεγάλη αξιοπρέπεια θα έπρεπε να φύγει. Μου έλεγε πάντα «εγώ θέλω τον πατέρα σου να τον θυμάμαι έτσι όπως φεύγει από το σπίτι». Είχε κάνει τα θέλω της πίσω προκειμένου να ικανοποιήσει τα θέλω του πατέρα και όλων εμάς των υπολοίπων μετά.

Η εποχή του πατέρα μου έφυγε ανεπιστρεπτί, χάθηκαν οι αξίες, η ηθική έχει μείνει πίσω, έχει χαθεί η οικογένεια, οι αρχές. Θυμάμαι τον πατέρα μου που αν δεν τρώγαμε μαζί το μεσημέρι γινόταν Τούρκος. Η ώρα του φαγητού ήταν μια ιερή ώρα. Τώρα οι οικογένειες δεν βρίσκονται, δεν συνομιλούν, δεν ανταλλάσσουν απόψεις, δεν ακούν το παιδί, το παιδί δεν ακούει τους γονείς, δεν έχουμε ανταλλαγή. Έχει χαθεί, επίσης, η κοσμική Αθήνα που για να πάει θέατρο ή να βγει έξω η γυναίκα φορούσε μία όμορφη τουαλέτα, ο άντρας ντυνόταν επίσημα. Αυτή η φινέτσα που βλέπεις στον ελληνικό κινηματογράφο, η βραδινή τουαλέτα, το κουστούμι, το μαντιλάκι, το σμόκιν, η γραβάτα που φορούσαν για να πάνε να δουν ένα πρόγραμμα χάθηκε. Είμαστε σε μία άλλη εποχή, ο ρομαντισμός έχει πάει περίπατο, όλα γίνονται γρήγορα, ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας και οι προσπάθειες αναφοράς στο παρελθόν είναι δήθεν. Τότε ήταν γνήσιο, τώρα πρέπει να το προσπαθήσεις, ό,τι προσπαθείς για να συμβεί, δεν είναι και αληθινό. Οι γειτονιές, ο τρόπος που συμπεριφέρονταν ο κόσμος, που έψαχναν ακόμα και για δουλειά, ήταν κάτι άλλο. Αναρωτιέμαι αν ο Μπιθικώτσης σήμερα ήταν 40-45 ετών και υπήρχε και ένας Μίκης σήμερα 40-45 ετών και έπρεπε να βγάλουν τραγούδια, άραγε τι θα έγραφαν, ποιος θα τα άκουγε, αν έβγαινε σήμερα ένα «Άξιον Εστί», το οποίο απευθυνόταν στον Έλληνα που δεν είναι πια στο δρόμο αλλά στον καναπέ. Η αίγλη των δεκαετιών '60-'70 δεν επαναλαμβάνεται, η στιβαρότητα των Ζορμπά, Παπαγιαννοπούλου, Μπιθικώτση δεν γίνεται να υπάρξει.

«Όταν φύγω από τη ζωή, θέλω κάποιος Γρηγόρης να γυρίζει πάντα στο σπίτι», έλεγε, γι’ αυτόν τον λόγο μού έδωσε το όνομά του. Άκρως συγκινητικό, αποδεικνύει το μέγεθος της αδυναμίας που μου είχε. Εγώ με τη σειρά μου έβγαλα τον γιο μου Γρηγόρη, το όνομα του παππού του δηλαδή, αλλά με αυτό που έκανε κατάφερε το όνομα Γρηγόρης Μπιθικώτσης να μη χαθεί ποτέ, να διαιωνιστεί στον χρόνο.

Γρηγόρης Μπιθικώτσης, πατέρας και γιος

Με τον Λάνθιμο ήμασταν συμμαθητές, καθόταν μπροστά μου, ήταν πολύ αξιόλογος και καλοπροαίρετος. Από τότε έβλεπες ότι μπορεί να κάνει πολύ σπουδαία πράγματα, όσοι τον ζήσαμε από κοντά τον αγαπάμε πολύ. Όχι γιατί έγινε τώρα ο Λάνθιμος, αλλά γιατί ήταν πάντα ένα πολύ ευγενικό, γλυκομίλητο και αξιόλογο άτομο.

Φέτος είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μπιθικώτση και ετοιμάζουμε συναυλίες για να τον τιμήσουμε. Ο στόχος μας είναι να πάμε όπου υπάρχει Έλληνας. Οι συναυλίες γίνονται για τους παλιότερους, να θυμηθούν όλο αυτό που έζησαν και αγάπησαν, αλλά και για να μάθουν οι νεότεροι από πού ερχόμαστε, ποιοι ήμασταν, τις ρίζες μας, γιατί θεωρώ απαράδεκτο να ρωτάς ένα παιδί 14 χρόνων ή κάποιον έφηβο αν ξέρει κάτι από Μάνο Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, και να μην ξέρει.

Αισθάνομαι τυχερός στην προσωπική μου ζωή που έχω βρει το λιμάνι μου, τη σύζυγό μου Ελένη, και έχουμε δημιουργήσει μία αρμονική και ενωμένη οικογένεια. Νομίζω ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα ενός άντρα, άσχετα από τις επαγγελματικές του επιτυχίες, είναι το γαλήνιο σπιτικό με σωστά μεγαλωμένα παιδιά.