Μουσικη

Brian Jones: Το θεμέλιο των Rolling Stones

Ο ιδρυτής και κιθαρίστας του θρυλικού βρετανικού σχήματος γεννήθηκε σαν σήμερα, 28 Φεβρουαρίου του 1942.

Χάρης Συμβουλίδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Brian Jones: Ποιος ήταν ο κιθαρίστας και ιδρυτής των Rolling Stones - Οι σχέσεις του με τον Mick Jagger και τον Keith Richards - Το θανατηφόρο ατύχημα

Ό,τι και να γράψει κανείς για τον Brian Jones, η μεγαλύτερη απόδειξη της σημασίας του είναι το γεγονός πως ποτέ τελικά δεν ξεχάστηκε. Κι ας πέρασε πια μισός αιώνας από τον θάνατό του, στον οποίον οι πιο προβεβλημένοι συνοδοιπόροι του στους Rolling Stones – ο Mick Jagger και ο Keith Richards – αναγορεύτηκαν σε rock 'n' roll τοτέμ: μπορεί να επισκίασαν την παρουσία του, μα δεν την εκμηδένισαν.

Brian Jones: Η ζωή και τα πρώτα βήματα του κιθαρίστα των Rolling Stones

Ο Brian Jones γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1942 στο Cheltenham της Αγγλίας. Προερχόταν από μια οικογένεια της μεσαίας τάξης, στην οποία η μουσική λογιζόταν ως αξία: ο πατέρας του δίδασκε πιάνο ως δευτερεύουσα απασχόληση, ενώ η μητέρα του ήταν δραστήρια στην τοπική ενορία ως διευθύντρια χορωδίας και γνώστρια εκκλησιαστικού οργάνου. Κάπως έτσι βρέθηκε κι εκείνος να μετέχει στην ορχήστρα του σχολείου του παίζοντας κλαρινέτο, πριν περάσει στο σαξόφωνο και τελικά στην κιθάρα. Κι ενώ στην αρχή άκουγε κυρίως κλασικούς συνθέτες, τον κέρδισε τελικά ο ήχος των αμερικάνικων μπλουζ – κυρίως ο Robert Johnson και ο Elmore James. Ως τα 17 είχε στραφεί πια ολότελα προς τα εκεί.

Η μη μουσική του ζωή, εντωμεταξύ, κυλούσε πολυτάραχα. Έως τα 19 είχε γίνει πατέρας τρεις φορές, γνωρίζοντας όμως μόνο τον μικρό Julian: ένας άλλος γιος δόθηκε για υιοθεσία, ενώ για μια κόρη δεν έμαθε ποτέ (η ίδια το πληροφορήθηκε το 1975). Σε κάθε περίπτωση, ο Jones δεν ήταν ο τύπος που θα καταστάλαζε σε μια οικογένεια. Αποφασίζοντας να ακολουθήσει την κλίση του προς τη μουσική έφυγε για το Λονδίνο, όπου δραστηριοποιήθηκε στη μικρή jazz/R&B σκηνή που αναπτυσσόταν εκεί με βασικό πυλώνα τον Alexis Korner. Σύντομα αναγνωρίστηκε ως τεχνίτης στη slide κιθάρα, ενώ μετείχε και στο πρώτο του συγκρότημα – τους Roosters.

Keith Richards, Brian Jones και Bill Wyman διαβάζουν γράμματα και fanzine θαυμαστών για τους Rolling Stones © Hulton-Deutsch/Hulton-Deutsch Collection/Corbis via Getty Images

Τον Μάιο του 1962, κουρασμένος από τους Roosters, έβαλε μια αγγελία αναζητώντας μουσικούς για τον σχηματισμό μιας νέας rhythm & blues μπάντας. Στις οντισιόν που ακολούθησαν γεννήθηκαν οι Rolling Stones, με το όνομα να είναι ιδέα δική του, ξεσηκωμένη από το τραγούδι του Muddy Waters “Rollin' Stone” (1950). Διάφορα μέλη έρχονταν κι έφευγαν για ένα διάστημα, όμως αυτοί που έμειναν σταθερά δίπλα του ήταν ο Mick Jagger με τον Keith Richards.

Η συμβολή του Brian Jones στους Rolling Stones και οι σχέσεις του με τα μέλη του γκρουπ

Για το πώς ακριβώς είχαν τα Rolling Stones πράγματα από τον Ιούλιο του 1962 – όταν έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στο Marquee του Λονδίνου – ως τη μεγάλη ρήξη του Ιουνίου 1969, κανείς δεν το έχει θέσει καλύτερα από τον Bill Wyman, μπασίστα τους από το 1962 ως το 1993: ο Jones «ίδρυσε το συγκρότημα, διάλεξε τα μέλη, ονόμασε τη μπάντα, αποφάσισε για τη μουσική που θα παίζαμε». Δίχως αμφιβολία, ήταν το θεμέλιο των Rolling Stones. Κι αυτό αντικατοπτριζόταν και στη δουλειά τους, όπου έλαμπε η ευχέρειά του να παίζει γύρω στα 20 όργανα. Η κιθάρα του είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένη στο “I Wanna Be Your Man” (1963) και στο “19th Nervous Breakdown” (1966). Στο “Paint It Black” (1966) τον βρίσκουμε στο σιτάρ, στο “Let's Spend the Night Together” (1967) τον ακούμε στο hammond, στο “Under My Thumb” (1966) παίζει μαρίμπα, στο “Ruby Tuesday” (1967) συνεισφέρει φλάουτο με ράμφος.

© Michael Ochs Archives/Getty Images/Ideal Image

Αυτή, ωστόσο, ήταν η μία όψη των πραγμάτων. Η άλλη ήταν εκείνη που αντιλήφθηκε ο Andrew Loog Oldham όταν ανέλαβε να μανατζάρει το γκρουπ (1963): αν τα πράγματα κυλούσαν όπως τα ήθελε ο Jones, η μπάντα θα έμενε ενδεχομένως ως μία από τις πιο γερές παρουσίες στη βρετανική blues σκηνή, αλλά δεν θα πετύχαινε τίποτα παραπάνω. Ο ίδιος, όμως, είδε διαφορετικές δυνατότητες.

Ο Loog Oldham κατανόησε ότι οι Jagger και Richards μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δημιουργικό δίδυμο –όπως ακριβώς και ο John Lennon με τον Paul McCartney στους Beatles– παράγοντας πρωτότυπο υλικό με το οποίο η μπάντα θα διεκδικούσε τη δική της θέση στις rock εξελίξεις των 1960s. Ο ρόλος του υπήρξε λοιπόν καταλυτικός για τους Rolling Stones που γνωρίζουμε σήμερα. Μόνο που κάτι τέτοιο σήμαινε τον παραγκωνισμό του Jones. Ξαφνικά, δηλαδή, έχανε το management κομμάτι. Κι έβλεπε το συγκρότημα που είχε ιδρύσει να κινείται σε μια κατεύθυνση στην οποία δεν γινόταν να πρωταγωνιστήσει, εφόσον δεν ήταν άνθρωπος με ευχέρεια στο γράψιμο μουσικής ή/και στίχων.

Θεωρητικά, βέβαια, ο Jones μετείχε σε πολυσυζητημένους δίσκους σαν το Between The Buttons (1967) ή το Their Satanic Majesties Request (1967). Και οπωσδήποτε απολάμβανε να ξοδεύει τα χρήματα που απέφερε η δόξα. Επί της ουσίας, όμως, δεν γινόταν να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Ήταν μια προσωπικότητα που δεν τα πήγαινε καλά με τις οργανωμένες δομές εξουσίας –άρα δεν θα τα έβρισκε κάπου στη μέση με τον Loog Oldham– ενώ διακρινόταν και από απότομες μεταπτώσεις στη διάθεσή του, οι οποίες δυσκόλευαν το δέσιμό του με τους υπόλοιπους. «Έσπρωχνε κάθε φιλία πολύ πέρα από τα όριά της», θα σχολίαζε ο Bill Wyman. Ο δε Mick Jagger, πολλά χρόνια μετά, δεν δίστασε να δηλώσει δημόσια ότι επρόκειτο για ένα άτομο ιδιαιτέρως δύσκολο, το οποίο ζήλευε πολύ και ήταν υπερβολικά χειριστικό.

Brian Jones: Τα προβλήματα με τα ναρκωτικά και η απόλυση από τους Rolling Stones 

Κάτω λοιπόν από τη λαμπερή πρόσοψη της ανάδειξης των Rolling Stones σε υπερδύναμη του rock, ο Jones αποτραβήχτηκε σιγά-σιγά σε έναν κόσμο γεμάτο αλκοόλ και ναρκωτικά. Το ταλέντο του έμεινε ανέπαφο για κάποιο διάστημα, αλλά, από ένα σημείο και μετά, η μπάντα αντιμετώπισε μια χαοτική συμπεριφορά, καθώς δεν ήξεραν αν έπρεπε να υπολογίζουν στη συνεισφορά του σε πρόβες και ηχογραφήσεις: κάποιες φορές απλά δεν εμφανιζόταν. Παράλληλα επηρεάστηκε και η προσωπικότητά του. Η φωτογράφησή του με ναζιστική στολή για το δανέζικο περιοδικό Børge (1966), λ.χ., ήταν μια άκομψη κίνηση, έστω κι αν έπεσε τότε στα μαλακά, ως σαρδόνιο χιούμορ ή ως εσκεμμένη προβοκάτσια απέναντι στον καθωσπρεπισμό της γενιάς που είχε πολεμήσει μεν στον Β΄Παγκόσμιο, μα πλέον λογιζόταν ως «κατεστημένο».

H ηθοποιός Anita Pallenberg και ο κιθαρίστας των Rolling Stones, Brian Jones παρευρίσκονται σε πάρτι στις Κάννες κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ κινηματογράφου, 6 Μαΐου 1967 © Keystone/Getty Images/Ideal Image

Τελικά όλα ανατινάχτηκαν τον Μάρτιο του 1967, κατά τη διάρκεια ενός τριήμερου ταξιδιού στο Μαρόκο με την επί δύο χρόνια σύντροφό του Anita Pallenberg και τον Keith Richards. Οι ακριβείς λεπτομέρειες για τα όσα συνέβησαν εξακολουθούν να διαφεύγουν, πάντως το αποτέλεσμα ήταν αφενός να καταλήξει στο νοσοκομείο, αφετέρου να τον εγκαταλείψει η Pallenberg για τον Richards. Από εκεί και μετά δεν υπήρχε γυρισμός. Οι σχέσεις του με τους Rolling Stones πήγαν απλά από το κακό στο χειρότερο, φτάνοντας σε οριστικό ναδίρ τον Ιούνιο του 1969, όταν του ανακοίνωσαν την απόλυσή του, επιτρέποντάς του να την παρουσιάσει δημόσια ως αποχώρηση, ώστε να μην υπάρξει αναταραχή στους οπαδούς.

Μέχρι τότε, πάντως, ο Jones είχε ήδη απορροφηθεί σε ψαξίματα που φανέρωναν ότι η πιο δημιουργική του πλευρά εξακολουθούσε να είναι ζωντανή, παρά τα σοβαρά προβλήματα εθισμού. Το 1966, ας πούμε, σύμπραξε με τους Beatles στην ηχογράφηση του “Yellow Submarine”. Λίγο μετά, πρωτοδιακρίθηκε ως δημιουργός γράφοντας το soundtrack για την ταινία “Degree of Murder” του Volker Schlöndorff (1967), για το οποίο συνεργάστηκε μάλιστα και με τον Jimmy Page – δυστυχώς δεν κυκλοφόρησε ποτέ, λόγω νομικών προβλημάτων. Το 1968 έπαιξε με τον Jimi Hendrix στην περίφημη διασκευή του στο “All Along The Watchtower” (του Bob Dylan), ενώ δούλεψε και ως παραγωγός, ολοκληρώνοντας ένα άλμπουμ που ακόμα μνημονεύεται και  επαν-ανακαλύπτεται. Πολύ πριν ξεσπάσει ο ethnic/world «πυρετός», το Brian Jones Presents The Pipes Of Pan At Joujouka, μια ζωντανή καταγραφή του μαροκινού συγκροτήματος Master Musicians Of Joujouka, αποτέλεσε ισχυρό ορόσημο στη σχέση της ηλεκτρικής Δύσης με τις μουσικές παραδόσεις των γηγενών πληθυσμών του πλανήτη.

Ο θάνατος του Brian Jones 

Δυστυχώς δεν θα μάθουμε ποτέ πού μπορεί να έβγαζαν τον Brian Jones όλες αυτές οι αναζητήσεις. Η ιστορία έγραψε ότι βρέθηκε νεκρός στην πισίνα του στο Hartfield της Αγγλίας, στις 3 Ιουλίου 1969 –μόλις στα 27 του. Ο θάνατός του προξένησε τεράστιο σοκ, γιατί ήταν ο πρώτος που έφευγε από τους μουσικούς που είχαν γίνει διάσημοι μέσω του rock 'n' roll. Κάτι που μάλλον εξηγεί και τις ατέλειωτες θεωρίες που τον θέλουν να έπεσε θύμα δολοφονίας. Ξεκίνησαν αμέσως μετά τα γεγονότα και κορυφώθηκαν το 1993, όταν ως υπαίτιος υποδείχθηκε ο Frank Thorogood (ο οποίος δούλευε τότε ως εργάτης για λογαριασμό του), με το κίνητρο να αποδίδεται σε χρηματικές διαφορές. Η όλη φασαρία εξακολούθησε για καιρό, υποχρεώνοντας την αγγλική αστυνομία να επανεξετάσει την υπόθεση το 2009.

Ωστόσο για τη μεγάλη πλειονότητα του κοινού αρκούσε η επίσημη εξήγηση ότι πνίγηκε σε ένα ατύχημα διόλου άσχετο με την ταλαιπωρία που είχε υποστεί το συκώτι του από τις καταχρήσεις. Σε μια συνθήκη τραγική, δηλαδή, που δεν εμπεριείχε τίποτα ικανό να χωρέσει στη rock 'n' roll μυθολογία. Οι Rolling Stones τον αποχαιρέτησαν με μια μεγάλη συναυλία στο Hyde Park – με τον Jagger να του αφιερώνει από σκηνής την ελεγεία «Άδωνις» του Πέρσυ Σέλλεϋ – και απάντησαν με το άλμπουμ Let It Bleed και με τραγούδια σαν το “Gimme Shelter” στη μερίδα των fans που λάνσαρε το “no Jones, no Stones” σύνθημα. Ναι, χωρίς αυτόν δεν θα είχαν υπάρξει· διέθεταν όμως δυνάμεις για να επαναπροσδιοριστούν και να συνεχίσουν.

Το άστρο του Jones δεν έπαψε να λάμπει. Οι Master Musicians Of Joujouka τον μνημόνευσαν το 1974 στο “Brian Jones Joujouka Very Stoned”, ενώ το 1977 ενέπνευσε τον Ted Nugent στην πιο δημιουργική φάση μιας αμφιλεγόμενης καριέρας για να γράψει το “Death By Misadventure”. Το 1985 τροφοδότησε το “Godstar” των Psychic TV, ενώ το 1990 στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για το όνομα που διάλεξαν οι Brian Jonestown Massacre του Anton Newcombe. Ο 21ος αιώνας φέρνει βέβαια μεγάλες αλλαγές ως προς το τι ίσως θεωρούν «κλασικό» όσοι διανύουν τώρα τη νεότητά τους. Για την ώρα, πάντως, εξακολουθούμε να βρίσκουμε αφορμές επιστροφής στα όσα μας άφησε.