Μουσικη

George Harrison: Ο «ήσυχος» των Beatles

Έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 2001, στα 58 του μόλις χρόνια

Χάρης Συμβουλίδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Αφιέρωμα George Harrison: Η μουσική πορεία και η ζωή του κιθαρίστα των Beatles που γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1943 και πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 2001.

Στην πραγματικότητα, μόνο «ήσυχος» δεν ήταν ο George Harrison. Με την έκρηξη όμως της Beatlemania, κάθε ένα από τα τέσσερα «Σκαθάρια» απόκτησε και το δικό του προφίλ. Και το γεγονός ότι πάνω στη σκηνή έδειχνε πάντα σοβαρός και προσηλωμένος στην κιθάρα του, οδήγησε σε αυτήν τη διαδεδομένη ταμπέλα. Ο ίδιος φαίνεται ότι το διασκέδαζε πολύ να τον αποκαλούν έτσι.

Ο George Harrison ποζάρει παίζοντας μια ακουστική κιθάρα, Λίβερπουλ, 1954 © Michael Ochs Archives/Getty Images

George Harrison: Τα παιδικά χρόνια, η δημιουργία των Beatles και η Beatlemania

O George Harrison γεννήθηκε στο Λίβερπουλ, στις 25 Φεβρουαρίου 1943. Από τα τέσσερα αδέρφια ήταν ο μόνος που κληρονόμησε το πάθος της μητέρας τους για τη μουσική. Κι εκείνη, αναγνωρίζοντάς το, έκανε οικονομίες για να του εξασφαλίσει μαθήματα κιθάρας. Στην αρχή είχε για ήρωες τον George Formby και τον Django Reinhardt, αλλά στην εφηβεία στράφηκε στον Carl Perkins και στον Lonnie Donegan. Το μεγάλο σοκ τον βρήκε στα 13, το 1956: βολτάροντας με το ποδήλατό του άκουσε από τα ανοιχτά παράθυρα κάποιου σπιτιού το "Heartbreak Hotel" του Elvis Presley. Αμέσως έπειτα έφτιαξε το πρώτο του συγκρότημα – τους Rebels.

Εκείνα τα μαθήματα κιθάρας, εντωμεταξύ, αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμα όταν χρειάστηκε να εντυπωσιάσει τον John Lennon. Ο τελευταίος τον έβρισκε λίγο μικρό, εντούτοις με τα πολλά τον καλωσόρισε στους Quarrymen (1958), από τους μετασχηματισμούς των οποίων ξεπήδησαν οι Beatles το 1960. Σήμερα ίσως βρίσκουμε τον Lennon υπερβολικό, όμως ο παράγοντας ηλικία ήταν πράγματι σημαντικός: εκεί πάτησε λ.χ. και ο επιχειρηματίας Bruno Koschmider, που τους έφερε τότε στα rock 'n' roll clubs του Αμβούργου, ώστε να πετύχει την απέλαση του Harrison, αφού ήρθε σε ρήξη μαζί τους. Απλά η υπόθεση ξεχάστηκε γρήγορα επειδή μπήκαν σε τροχιά επιτυχίας στην πατρίδα Βρετανία με το "Love Me Do" (1962).

Οι Beatles στο Star-Club, Αμβούργο, 1962 © K & K Ulf Kruger OHG/Redferns

Το 1963, λίγο πριν ξεσπάσει η Beatlemania, το γκρουπ ηχογράφησε το πρώτο τραγούδι σε μουσική και στίχους George Harrison. Ήταν το διόλου εντυπωσιακό "Don't Bother", το οποίο προσπαθούσε να πατήσει στα rock  κελεύσματα που έρχονταν από την Αμερική. Το παραδέχτηκε αργότερα και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, αν και υπογράμμισε ορθώς την πιο σημαντική παράμετρο: «ήταν μια άσκηση, για να δω αν μπορούσα να γράψω ένα κομμάτι» (με έμφαση στο μπορούσα).

Φυσικά, η ιστορία αποφάνθηκε ότι μπορούσε – και με το παραπάνω. Απλά του πήρε περισσότερο χρόνο και περισσότερο κόπο, σε σύγκριση με το δίδυμο John Lennon και Paul McCartney. Ίσως να απαίτησε κι έναν εσωτερικό μετασχηματισμό, γιατί δεν είναι τυχαίο ότι όλα του τα σπουδαία τραγούδια πήγασαν μετά το άνοιγμά του προς την Ινδία. Τον Δεκέμβριο του 1965, στο "Norwegian Wood (This Bird Has Flown)", ο Harrison καταγράφηκε ως ο πρώτος Δυτικός μουσικός που έπαιξε σιτάρ. Το είχε δει τυχαία λίγους μήνες πριν, όταν οι Beatles έκαναν γυρίσματα για την ταινία «Help». Και στο μεταξύ το κουβέντιασε και με τον David Crosby των Byrds, ο οποίος τον έστρεψε προς τους δίσκους του Ravi Shankar.

Από εκεί και πέρα ήρθε το "Taxman" και το "Love You To" από το οριακό Revolver (1966), το "Within You Without You" από το πολυσυζητημένο Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band (1967) και τελικά το θρυλικό "While My Guitar Gently Weeps" από το White Album (1968) – ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια των Beatles, με τον Eric Clapton στην κιθάρα. Και θα ακολουθούσαν το "Here Comes The Sun" και το "Something" (1969). Ωστόσο, το ξύπνημά του ως δημιουργού ήταν και από τις βασικές αιτίες  απομάκρυνσης από τους παλιούς του φίλους.

O George Harrison, ο Ravi Shankar και το ταξίδι των Beatles στην Ινδία

Αν και όλοι οι Beatles φλέρταραν ένα διάστημα με την Ινδία, για τον Harrison αυτό που άρχισε ως περιέργεια εξελίχθηκε σε μια βαθιά πνευματική σχέση, η οποία τον συντρόφευσε ως το τέλος. Επίσης, όσες συζητήσεις κι αν προκάλεσε το «Get Back» του Peter Jackson για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το γκρουπ όταν διαλύθηκε, τα εσωτερικά προβλήματα σωρεύονταν από το 1966, για διάφορους λόγους. Η πρώτη (ορατή) έκρηξη μπορεί να έγινε από τον Ringo Starr, όμως η δυσαρέσκεια έτρωγε και τον Harrison, ο οποίος τον Ιανουάριο 1969 αποχώρησε για μερικές μέρες, πριν φτάσει τελικά σε συμβιβασμό με τους υπόλοιπους. Στο μεταξύ έγινε το πρώτο «Σκαθάρι» που έβγαλε προσωπική δουλειά, κυκλοφορώντας το Wonderwall Music (1968) – ένα soundtrack για την ταινία «Wonderwall» του Joe Massot.

Οι Beatles και οι σύζυγοί τους στην Ινδία με τον Maharishi Mahesh Yogi, Μάρτιος 1968 © Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image

O George Harrison μετά τη διάλυση των Beatles

Η διάλυση των Beatles (1970) τον βρήκε λοιπόν και έτοιμο και πρόθυμο να εμπλακεί σε μια σόλο καριέρα. H οποία δεν γινόταν να ξεκινήσει καλύτερα, αφού, μισό αιώνα μετά, ακόμα θεωρούμε το All Things Must Pass ως το καλύτερό του άλμπουμ. Ένα σημείο τομής της πιο ώριμης τραγουδοποιίας του με την κοσμογονική παραγωγή του Phil Spector, που ευτύχησε να αγκαλιαστεί και από το κοινό: πήγε νούμερο 1 στη Βρετανία και στην Αμερική, ενώ περιείχε και το πιο γνωστό του τραγούδι έξω από τους Beatles, το "My Sweet Lord", που επίσης βρέθηκε στο #1 της Βρετανίας – και μάλιστα δύο φορές, καθώς ξανάφτασε στην κορυφή και λίγο μετά τον θάνατό του.

Τεράστια εντύπωση προξένησε όμως και το αμέσως επόμενο βήμα. Μαθαίνοντας από τον Ravi Shankar για τα όσα συνέβαιναν τότε στο Μπανγκλαντές εξασφάλισε τη βοήθεια του Bob Dylan, του Eric Clapton και της UNICEF, στήνοντας το Concert For Bangladesh στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης (Αύγουστος 1971). Μπορεί το Μπανγκλαντές να έλυσε τελικά τα προβλήματά του χάρη στη στρατιωτική επέμβαση της Ινδίας, όμως οι ενέργειες του Harrison έδωσαν σάρκα και οστά στη μυθολογία του rock ως δύναμης ταγμένης σε έναν καλύτερο κόσμο. Το Concert For Bangladesh έγινε λοιπόν ορόσημο για τη συμπόρευση της δυτικής pop κουλτούρας με τη φιλανθρωπία, παρέχοντας το βασικό μοντέλο με το οποίο εξακολουθούν να διοργανώνονται όλες οι ανάλογες εκδηλώσεις.

Ωστόσο, παρά τη θεαματική εκκίνηση, η δεκαετία του 1970 έμελλε να έχει πολλές αναταράξεις για τον Harrison. Μπορεί το Living In The Material World (1973) να συνέχισε το καλό σερί, όμως ήδη από το Dark Horse (1974) και μετά τα πράγματα άλλαξαν: οι δίσκοι του συνέχισαν να πουλάνε στην Αμερική, αλλά στη Βρετανία έγινε ένας περιφερειακός αστέρας, του οποίου οι δόξες θεωρούνταν παρελθόν.

Οι γάμοι και οι εξαρτήσεις του George Harrison

Τέτοιες τρικυμίες, εντωμεταξύ, συμβάδισαν με τις αποκαλύψεις που ήρθαν στην επιφάνεια λόγω της απόφασης της Pattie Boyd να ζητήσει διαζύγιο (1977), τερματίζοντας 11 χρόνια έγγαμου βίου. Το πορτραίτο ενός μουσικού βουτηγμένου στην κοκαΐνη, ο οποίος εμφάνιζε μια τόσο έντονη ροπή στο εξωσυζυγικό σεξ ώστε δεν δίστασε να μπλέξει ακόμα και με τη γυναίκα του Ringo Starr, δημιούργησε μια έντονη αντίφαση με την εικόνα του Harrison ως ανθρώπου ταγμένου στην πνευματικότητα της Ανατολής, στον διαλογισμό και στις επιταγές του κινήματος Hare Krishna. Ο ίδιος μπορεί να προχώρησε γρήγορα σε νέο γάμο με την Olivia Arias (1978) – με την οποία απόκτησε και τον μοναχογιό του Dhani – όμως όλα αυτά άφησαν μια κηλίδα· που ξεθώριασε μεν με τον καιρό, μα ποτέ δεν έσβησε.

O George Harrison με τη σύζυγό του Patti Boyd, κατά τη διάρκεια του μήνα του μέλιτος στα νησιά Μπαρμπέιντος © Express Newspapers/Getty Images/Ideal Image

Η δολοφονία του John Lennon (Δεκέμβριος 1980) δείχνει να κλόνισε τη σχέση του Harrison τόσο με τους fans, όσο και με τον κόσμο γενικότερα. Έως τότε,  ήταν γνωστό πόσο ανοιχτή ήταν η νεογοτθική του έπαυλη Friar Park στην επαρχιακή κωμόπολη Henley-on-Thames, στις εξοχές της Οξφόρδης. Έκτοτε, όμως, οι πύλες της παρέμειναν κλειστές. Και ο ίδιος περιόρισε δραστικά τις συνεντεύξεις, λες και φιλοδόξησε ξαφνικά να γίνει «ο ήσυχος Beatle» των παλιών περιγραφών. Και μάλλον γνώριζε καλά τι έκανε, αν σκεφτούμε ότι τον Δεκέμβριο του 1999 το Friar Park δέχτηκε εισβολή από τον σχιζοφρενή Michael Abram, ο οποίος κατάφερε περίπου 40 μαχαιριές στον Harrison, πριν τον σταματήσει η Olivia χτυπώντας τον (κυριολεκτικά) με ό,τι βρισκόταν άμεσα διαθέσιμο γύρω της.

Traveling Wilburys: Το συγκρότημα των George Harrison, Roy Orbison, Bob Dylan, Jeff Lynne και Tom Petty

Στο καλλιτεχνικό μέτωπο, πάντως, θα έρχονταν ξανά ηλιόλουστες μέρες. Μετά το ναδίρ του Gone Troppo (1982) ο Harrison επέστρεψε ανανεωμένος με το Cloud Nine (1989), έχοντας ως παραγωγό τον Jeff Lynne των Electric Light Orchestra· ήταν ένα κομβικό σημείο, στο οποίο επανενώθηκε με το παλιό κοινό των Beatles, μα κέρδισε και καινούριους φίλους. Παράλληλα, η συγκρότηση των Traveling Wilburys (1988-1990) παρέα με τον Lynne, τον Bob Dylan, τον Roy Orbison και τον Tom Petty του χάρισε περαιτέρω ώθηση, την οποία επισφράγισε η εκ νέου συνεργασία με τον Paul McCartney και τον Ringo Starr για τα Anthology των Beatles, το διάστημα 1994-1996. Για τη νεολαία εκείνης της δεκαετίας, που έπινε νερό στο όνομα των Nirvana, ήταν ό,τι πιο κοντινό σε έναν από τους πιο κραταιούς μύθους του rock 'n' roll.

Αυτό που φρέναρε οριστικά τον George Harrison ήταν η διάγνωση για καρκίνο του λάρυγγα (1997). Τον αντιμετώπισε με ραδιοθεραπεία και μίλησε δημόσια για την πάλη του με την ασθένεια, για την οποία έριξε το φταίξιμο στο χρόνιο κάπνισμα. Για ένα διάστημα φάνηκε να πηγαίνει καλά, όμως ο καρκίνος ανάκαμψε. Έκτοτε, τα νέα που έφταναν στη δημοσιότητα ήταν όλα δυσοίωνα – μιλώντας για χειρουργεία και μεταστάσεις. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 2001, στο Λος Άντζελες. Το τελευταίο μήνυμα προς τους φίλους που τον είχαν ακολουθήσει από τα χρόνια των Beatles αφορούσε την εύρεση του Θεού και την αναγκαιότητα της Αγάπης. Ήταν μόλις 58 ετών.

Ο επίλογος γράφτηκε με μια μεγάλη συναυλία που διοργάνωσε ο Eric Clapton στη μνήμη του (Concert for George, 2002). Αργότερα ήρθε κι ένα διάσημο ντοκιμαντέρ με την υπογραφή του Μάρτιν Σκορσέζε («Living in the Material World», 2011). Αν μου επιτρέπετε όμως ένα πιο προσωπικό σχόλιο, τίποτα από όλα αυτά τα ωραία δεν μπόρεσε να συγκριθεί με την ατόφια συγκίνηση που βίωσα ζώντας στο Λίβερπουλ το διάστημα του θανάτου του. Για τρεις μέρες, οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες. Και ένιωθες ότι δεν είχε φύγει ένας δυσθεόρατος rock star, αλλά κάποιο παιδί της πόλης.