Μουσικη

Θανάσης Τζίνγκοβιτς: Όνειρα από pop χρώμια και indie βινύλια

Το ντεμπούτο άλμπουμ του έρχεται από μια άλλη χώρα

Στέφανος Τσιτσόπουλος
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Θανάση Dzingovic, κιθαρίστα των Π. Παυλίδη και Γ. Χαρούλη, με αφορμή το πρώτο του άλμπουμ, «Djingovic», που κυκλοφορεί από τη Veego Records.

Κυκλοφόρησε ψηφιακά πριν λίγες μέρες αλλά και σε περιορισμένο αριθμό βινυλίων. Το «Djingovic» είναι ένας δίσκος που και στα οκτώ τραγούδια του σπαρταρούν low-fi λυρισμός, στοχαστική μελαγχολία και μια μουσική προορισμένη να ταξιδεύει από τα στενά διαμερίσματα στις ορθάνοιχτες λεωφόρους. Ήχος και θεματολογία ευκρινής ως προς την ταυτότητα, αφού οι συγκινητικά «αμερικάνικες» ατμόσφαιρες που εκλύονται από το πρώτο κιόλας άκουσμα, χτίζουν ένα ντεμπούτο μάλαμα. Περισσότερα για τον Θανάση Τζίνγκοβιτς, τα θέλω, τις προθέσεις και την καλλιτεχνία του στη συνέντευξη που ακολουθεί. 

Ψυχεδελική φολκ. Δέχεσαι τον ορισμό; Με εκνευρίζουν οι ταμπέλες αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε, οπότε ζητώ από σένα να χαρακτηρίσεις την καινούργια δουλειά σου. Σε ένα ιδεατό ράφι ενός σούπερ ιδεατού δισκοπωλείου, μαζί με ποια άλλα σχήματα ή καλλιτέχνες θα ευτυχούσες και θα ήθελες να συνυπάρχεις;
Η αλήθεια είναι ότι εγώ θα τα χαρακτήριζα περισσότερο ποπ παρά φολκ. Τελικά όμως, όπως λες, οι ταμπέλες μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, είναι χρήσιμες όταν ψάχνουμε να βρούμε κάτι σε ένα δισκάδικο. Ιδανικά θα τοποθετούσα τον δίσκο αυτό, με βάση τον ήχο του αλλά και με βάση τα ακούσματά μου που θεωρώ πως με επηρέασαν, δίπλα στους Βeck (Sea Change), John Lennon (όλα), Μac Demarco (όλα), Neil Young (Οn Τhe Βeach), Αir (Virgin Suicides), Connan Mockasin (Forever Dolphin Love), Nick Drake (Five Leaves Left), Kevin Morby (City Μusic), Baxter Dury (όλα), Kurt Vile (Bottle it in), και πολλά άλλα φυσικά, αλλά αυτά μου έρχονται πρώτα στο μυαλό.

Λες στο οπισθόφυλλο «Σε μια δύσκολη περίοδο, η δημιουργία αυτού του δίσκου ήταν το καταφύγιό μου. Όταν οι μέρες έμοιαζαν με ένα άσχημο όνειρο, οι νύχτες στο home studio ήταν η μόνη διέξοδος. Έτσι, οι σκέψεις πήραν μορφή και φτιάχτηκαν αυτά τα 8 κομμάτια...». Σίγουρα τα τραγούδια αποπνέουν μια μελαγχολία, αλλά τόσο το πρώτο σινγκλ «Θέλω» όσο και η «Ωκεανία» (το πιο αγαπημένο μου), αποπνέουν μια αισιοδοξία. Παρά το low τέμπο, τα βρήκα σαν παράθυρα που βλέπουν ανοιχτούς ουρανούς και θάλασσες. Ιδέα μου είναι; Και τι σε κάνει αυτές τις περίεργες μέρες να μην πέφτεις, να κρατιέσαι αλλά και να ονειρεύεσαι πράγματα και καλύτερες στιγμές;
Σίγουρα ήταν μια δύσκολη περίοδος, και είναι ακόμα για πολλούς ανθρώπους. Θα μπορούσα να μιλάω ατελείωτη ώρα για τους παραλογισμούς που ζήσαμε τον τελευταίο χρόνο και παραπάνω, αλλά αυτό είναι μια αλλη κουβέντα. Όμως ό,τι και να συμβαίνει, όσο στραβά και αν έρχονται τα πράγματα καμία φορά, όσο αν απογοητεύομαι και θλίβομαι, πάντα στο τέλος σκέφτομαι πως το τρένο αυτό έχει μόνο μια κατεύθυνση και αυτή είναι μπροστά. Και στο τέλος της ημέρας διαλέγω την αισιόδοξη εκδοχή, αυτή που λέει πως δεν είμαστε τόσο μικροί και ασήμαντοι, ώστε να μην μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά και εμάς τους ίδιους, αρκεί να το οραματιζόμαστε, και να πιστεύουμε σε ένα καλύτερο αύριο, έστω και αν αυτό δεν έρθει ποτέ ακριβώς όπως το ονειρευτήκαμε. Τουλάχιστον ας έχουμε κατεύθυνση προς αυτό.  Έτσι σκέφτομαι και για τις προσωπικές μου δυσκολίες, μόνο μπροστά υπάρχει. Τρώω φυσικά πολλές φρίκες κατά καιρούς, κάποτε με τρόμαζαν, και τώρα το κάνουν, αλλά τις ελέγχω λίγο καλύτερα και δεν τις αφήνω να μαζεύονται.

Στη διάρκεια των εγκλεισμών έχασες τον πατέρα σου. Νομίζω πως όταν συνέβη, το υλικό σου είχε ήδη αρχίσει να μορφοποιείται. Πόσο αυτό το γεγονός προσδιόρισε τη συνολική τελική μορφή της δουλειάς; Πόσο το γεγονός και η θλίψη σε πήγαν προς τα εκεί που ήθελαν ή έπρεπε, και πόσο κατάφερες να τα διαχειριστείς έτσι που να μην είναι εμφανή για όσους δεν γνωρίζουν την ψυχική κατάσταση σου εκείνες τις στιγμές της δημιουργίας;
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που με επηρέασε βαθύτατα στον τρόπο που σκέφτομαι. Η απώλειά του αισθάνομαι πως χωρίζει τη ζωή μου στο πριν και στο μετά. Μέσα στα πράγματα που μου έμαθε όμως το σημαντικότερο είναι το να μην τα παρατάω ποτέ και να είμαι αισιόδοξος.
Σίγουρα τον χρόνο που πέρασε ζορίστηκα αρκετά από τις προσωπικές συγκυρίες και όχι μόνο. Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται αντιληπτό σε κάποιον που ακούει τον δίσκο. Δεν ήταν ζητούμενο. Προτιμώ ακόμα κι αν δεν είμαι στα καλύτερά μου να μεταβολίζω τη θλίψη μου, να τη σατιρίζω, να φιλοσοφίσω πάνω σε αυτή ή να μελαγχολώ πότε πότε. Ε... και αν πω και καμία βαριά κουβέντα που λέει ο λόγος, τη ντύνω με μια ματζόρε συγχορδία και για να καταπίνεται πιο εύκολα. Από κει και πέρα, ο καθένας μεταφράζει πάνω στα μέτρα του αυτό που ακούει, αυτό είναι μαγικό.

Είναι μια δουλειά απόλυτα DIY, λόγω καραντίνας και αποχής από τα στούντιο. Κατά πόσο αν την έγραφες σε στούντιο θα άλλαζες ή θα πρόσθετες πράγματα; Και κατά πόσο θεωρείς το DIY στάση ζωής και όχι επιβαλλόμενη συνθήκη λόγω χαμηλότερου κόστους; Σου το ρωτάω και γιατί κάποτε το «Κάνε το μόνος σου» σήμαινε πολλά περισσότερα από έλλειψη πόρων, ενώ σήμερα περιβάλλεται από ένα hype, μιας και από πλευράς κοινού μοιάζει ο όρος να τρεντάρει και να δίνει μπόνους εύσημα με το που το επικαλεστεί κάποιος.
Από τη στιγμή που βγαίνει ένας δίσκος δεν μπαίνω ξανά στη διαδικασία να σκεφτώ πώς θα ήταν αν τον ηχογραφούσα υπό άλλες συνθήκες. Προτιμώ να καταναλώνω περισσότερο χρόνο για να σκέφτομαι τι θα κάνω στον επόμενο. Επίσης ένας δίσκος δεν είναι μόνο μουσική, στίχοι και ενορχήστρωση, είναι και ο ήχος του αλλά και ο τρόπος που είναι φτιαγμένος. Η σπιτική παραγωγή αυτού του δίσκου νομίζω πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι του. Θεωρώ πως είναι η αποτύπωση μιας στιγμής που συνέβη μέσα στην καραντίνα και αυτός είναι ο ήχος της.
Όσο αναφορά το diy, είναι για μένα τρόπος ζωής από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική. Από την πρώτη στιγμή που έμαθα πως το κασετόφωνο γράφει άρχισα να ηχογραφώ. Έχω ένα μεγάλο αρχείο με κασέτες από τους πρώτους μήνες που άρχισα να παίζω κιθάρα. Και επειδή άρχισα να παίζω στα 90s, έχω περάσει πολλά χρόνια με τετρακάναλα κασετόφωνα και ατέλειωτες πατέντες προκειμένου να καταφέρω να φτιάξω ένα κομμάτι. Είχα μεγάλη τρέλα με αυτό. Έστηνα αυτοσχέδια στούντιο παντού, μάζευα τους φίλους μου και ηχογραφούσα, στο σπίτι, στη βιοτεχνία των γονιών μου, στην αποθήκη ενός μπαρ που δούλευα... παντού. Φυσικά οι οικονομικές δυσκολίες ήταν και αυτές ένας σημαντικός παράγοντας, αλλά κυρίως ήταν η τρέλα. Με τα χρόνια με εξίταρε όλο περισσότερο να έχω μια ιδέα για όλα τα στάδια της παραγωγής ενός δίσκου. Έτσι μου αρέσει να προσεγγίζω τη μουσική λίγο σαν μουσικός, λίγο σαν συνθέτης, παραγωγός, ηχολήπτης, ενορχηστρωτής. Τίποτα ίσως δεν το κάνω πολύ καλά, αλλά το ένα με βοηθάει στο άλλο και θέλω να πιστεύω πως με κάνει να έχω μια πιο σφαιρική άποψη. Επίσης πολύ σημαντικό για μένα είναι ότι θέλω να είμαι ανεξάρτητος, να μπορώ δηλαδή να ολοκληρώσω όλα τα στάδια μιας δουλειάς δίχως να βασίζομαι σε κανέναν. Αυτό είναι μεγάλο ατού του DIY. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως δεν μου αρέσει να κάνω πράγματα και με άλλους. Όλα μου αρέσουν. Σίγουρα πάντως όλο αυτό δεν είναι ένα είδος hype για μένα.

Πόσο έχεις βαρεθεί ή όχι αυτό το «καλλιτέχνης από τη Θεσσαλονίκη»; Και πώς ακριβώς μπορούμε να διακρίνουμε, αν υπάρχει, αποτύπωση της γεωγραφίας και των ιδιαίτερων συνθηκών της πόλης στη δουλειά σου; Θα έγραφες αλλιώς αν ζούσες στην Αθήνα; Κάπου στο βάθος βέβαια διακρίνω στην πόλη μια συντροφικότητα αναμεταξύ των μουσικών πιο στιβαρή σε σχέση με την Αθήνα. Συμβαίνει;
Το περιβάλλον που ζει και μεγαλώνει κανείς σίγουρα επηρεάζει τον τρόπο γραφής του. Αυτό που κυρίως μας διαμορφώνει όμως είναι τα προσωπικά βιώματα του καθενός. Αυτός ο δίσκος είναι φτιαγμένος μέσα στο κεφάλι μου. Αυτή είναι η πατρίδα του και αυτή θα ήταν σε οποιαδήποτε πόλη και αν το έφτιαχνα. Το ποια μορφή θα είχε αν το κεφάλι αυτό ήταν στην Αθήνα δεν θα το μάθω ποτέ και δεν έχει σημασία. Από την άλλη, αγαπώ πολύ τη Θεσσαλονίκη ως έναν χώρο που αισθάνομαι οικεία, σαν το μεγάλο σπίτι μου. Για αυτό και δεν μπορώ να τη συγκρίνω με την Αθήνα. Μου αρέσει να βγαίνω στα μπαρ χωρίς να έχω ραντεβού, και να καταλήγω με μια μεγάλη παρέα φίλων μέχρι το πρωί. Συμβαίνει συχνά αυτό εδώ γιατί είναι αλήθεια πως συναντιόμαστε εύκολα. Όπως συχνά γίνονται μαζώξεις σε σπίτια και στούντιο. Νιώθω πολλές φορές πως ανήκω σε μια μεγάλη οικογένεια. Όσον αφορά το «Θεσσαλονικιός η Αθηναίος καλλιτέχνης», ίσως δεν έχει μεγάλη σημασία. Κανείς δεν νοιάζεται, αν κάτι του αρέσει, να μάθει από πού είναι. Εξάλλου δε νομίζω πως σήμερα υπάρχουν ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές. Επίσης δεν αισθάνομαι πως αυτό που κάνω είναι ντε και καλά κάτι θεσσαλονικιώτικο.

Ο Παύλος Παυλίδης, ο Γιάννης Χαρούλης και η κιθάρα σου! Πώς καταφέρνεις να προσαρμόζεις τον ήχο αλλά και την αισθητική σου, ας την πω, όταν καλείσαι να υπηρετήσεις το όραμα κάποιου άλλου;
Μου αρέσει να ασχολούμαι με τη μουσική με περισσότερους από έναν τρόπους. Όταν παίζω κιθάρα, κάνω περισσότερο focus στο όργανο και καλούμαι να εντάξω την αισθητική μου στα μέτρα κάποιου άλλου καλλιτέχνη. Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι, αρκεί φυσικά να μου δίνεται χώρος και να μην είναι ο ρόλος μου απλά εκτελεστικός. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου session μουσικό. Αυτό γιατί δεν είμαι τόσο κιθαρισταράς για να παίξω οτιδήποτε, παίζω καλύτερα όταν το κάνω μέσα στα δικά μου πλαίσια, αλλά και γιατί έχω μάθει να λειτουργώ μέσα σε μπάντες και χωρίς μαέστρους. Τέλος, το να υπηρετώ το όραμα κάποιου άλλου με βοηθάει να κατανοήσω τη θέση των άλλων όταν αυτοί υπηρετούν το δικό μου.

Παρακολουθώ τους Super Stereo από το ξεκίνημά τους, δέκα και φεύγα χρόνια. Από τότε που ξεκινήσατε μέχρι και σήμερα ποια είναι η φάση σας;
Θα θυμάμαι για πάντα μια μέρα του 2007, περπατούσα στην Αριστοτέλους και άκουγα ραδιόφωνο, όταν ξαφνικά ο σταθμός έπαιξε το «Super Gomena» που είχε μόλις κυκλοφορήσει. Ήταν πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι μου στο ραδιόφωνο, και ήταν στην δικιά σου εκπομπή.
Από τότε πέρασαν αστεία αστεία 14 χρόνια. Στη διάρκεια αυτών των ετών κυκλοφορήσαμε 3 δίσκους. Αλλάξαμε πολλές φορές σύνθεση και αυτό συνέβη για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Βλέπεις, μια μπάντα δεν είναι πάντα μια παρέα ανθρώπων που παίζουνε από παιδιά μαζί. Για να συνεχίσει να υπάρχει πρέπει να προχωράει, ακόμα και όταν κάποιος από αυτή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της. Άλλος φεύγει για άλλη πόλη, άλλος έχει οικογενειακές υποχρεώσεις, άλλος δεν την πιστεύει πια...κτλ κτλ. Μετά από 14 χρόνια μόνο εγώ είμαι ο ίδιος, αλλά και για αυτό επιφυλάσσομαι, γιατί και γω έχω αλλάξει.
Η φάση των Super Stereo γενικά θα έλεγα πως συνοψίζεται στο εξής: Είναι μια μουσική κολεκτίβα, υπό την έννοια πως μοιραζόμαστε ένα στούντιο αλλά και τα όποια έσοδα μπορεί να υπάρξουν, της οποίας κεντρικός κρίκος είμαι εγώ, που υπογράφω τους στίχους και τη μουσική. Κανένας μουσικός δεν είναι session στους Stereo, πρέπει να του αρέσει η φάση και να έχει να προσφέρει κάτι πάνω σε αυτήν. Είναι θα έλεγα ένα όχημα που έφτιαξα εγώ αλλά χωράει πολύ κόσμο επάνω. Για αυτό το λόγο έχουμε όνομα μπάντας και όχι «τάδε και οι τάδε». Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να μένουν πάνω στο όχημα, και όσο θα υπάρχει υλικό, το όχημα αυτό θα ταξιδεύει.

Επιστρέφω στο «Dzingovic»: το όνομά σου μαρτυρά και διεθνή ρίζα. Γνωρίζω πως μεγάλωσες και σε μια οικογένεια όπου μουσική, θέατρο, σινεμά, ποίηση και καλές τέχνες έδιναν και έπαιρναν σε καθημερινή διάταξη. Πόσο κουβαλάς τα παιδικά χρόνια σου και πόσο σε σημάδεψαν ώστε, σε κάποια από τα νέα τραγούδια σου, να παραμονεύουν κρυμμένοι ήχοι και στίχοι υπό μορφή αναμνήσεων;
Στην ουσία πιστεύω πως όλοι όσοι φτιάχνουν μουσική λειτουργούν υπό την επήρεια των αναμνήσεών τους, οι οποίες είναι κρυμμένες στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους και ξεπηδούν κάθε τόσο ως οικεία ακούσματα που σε τραβάν να τα αναπαράγεις, πολλές φορές άθελά σου. Έτσι συχνά ανακαλύπτω πως υπάρχουν δρόμοι στους οποίους οδηγούμαι ξανά και ξανά. Ο καθένας έχει χαραγμένες διαδρομές που, όταν ανοίγει η βαλβίδα της δημιουργικότητάς του, το νερό ξεχύνεται στα αυλάκια τους. Κάθε νέο άκουσμα που μας συγκινεί ανοίγει και αυτό καινούργια αυλάκια που έρχονται να προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα, τα οποία είναι πιο βαθιά χαραγμένα. Όλα αυτά φυσικά συμβαίνουν από μόνα τους όταν ξεκινάς να γράψεις κάτι. Δε θέλει προσπάθεια. Το μόνο που θέλει είναι να ανοίξεις τη βαλβίδα. Αυτό είναι το δύσκολο.
Και αυτή η βαλβίδα δεν κρύβει μόνο ήχους, έχει τα πάντα, μυρωδιές, λέξεις, εικόνες, φόβους, ανασφάλειες. Κάθε τι που ζήσαμε υπάρχει μέσα μας και βγαίνει όταν κάνουμε τέχνη.
Εξάλλου νομίζω πως η κάθε μορφή τέχνης είναι στο πρώτο της στάδιο ψυχανάλυση, και σε δεύτερη φάση γίνεται επικοινωνία, όταν φεύγει από τον δημιουργό της.

Μίλησέ μου για το εξώφυλλο. Αυτό το θολό και ονειρικό που περιβάλλει το πορτρέτο σου μου βγάζει από Syd Barret ως και 4Ad: ήταν ιδέα δικιά σου ή του Βασίλη Μητσιόπουλου από το Replica Studio; Ρωτώ για να μάθω κατά πόσο είσαι ανοιχτός στις ιδέες των άλλων ή σαν καλλιτέχνης έχεις μια ολιστική προσέγγιση σε ό,τι έχει να κάνει με τον ήχο και την εικόνα σου;
Στο θέμα ήχου και παραγωγής έχω αρκετά ολιστική προσέγγιση. Όσον αφορά όμως το artwork, έχω πολλή εμπιστοσύνη στον Βασίλη με τον οποίο έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές. Είναι πραγματικά πολύ καλός στο να φτιάχνει την εικόνα ενός δίσκου, γιατί αυτό είναι ένα καλό εξώφυλλο, να είναι αυτό που έχει μέσα ο δίσκος. Για τον δίσκο αυτό η ιδέα και του Βασίλη αλλά του Ανδρέα Μητρέλη ήταν να είναι ένα πορτρέτο. Και οι τρεις σίγουρα είμαστε λάτρεις της 60s και 70s αισθητικής. Την ευθύνη όμως για το τελικό αποτέλεσμα την έχει ο Βασίλης και η Replica. Καθώς επίσης και για το μοντάζ του αρχειακού υλικού του πατέρα μου, που συνόδευσε το single του «Θέλω».

Με τι κριτήριο διάλεξες να διασκευάσεις το «Αύριο Πάλι»; Ποια η σχέση σου με τον Γκάτσο, τον Μούτση αλλά και όλη τη γενιά εκείνων των ποιητών της γενιάς του ’30; Και παρεμπιπτόντως με την καραντίνα άκουγες μόνο μουσική ή διάβαζες κιόλας;
Κυρίως άκουγα. Εξάλλου η σύντροφός μου Εύα Ντούρου είναι εξαιρετική dj, όποτε όσο αυτή ψάχνει εγώ ακούω. Είναι πολύ ωραίο αυτό, γιατί είναι σαν να έχω κάποιον, με τον οποίο μάλιστα μοιραζόμαστε πολύ κοινή αισθητική, να ανακαλύπτει πράγματα που μου αρέσουν. Έγραψα όμως και πολλή μουσική αλλά και στίχους. Είχα χρόνια να φτιάξω τόσα πολλά τραγούδια μέσα σε τόσο μικρό διάστημα.
Το «Αύριο πάλι» το «ανακάλυψα» όταν μας ζητήθηκε από το site «Το Υπόγειο» να φτιάξουμε μια συλλογή με τραγούδια που αρέσουν στους Super Stereo. Το πρότεινε για τη συλλογή αυτή ο τότε μπασίστας των Stereo Βασίλης Βασιλόπουλος. Λέω το «ανακάλυψα», αλλά στην ουσία δεν μου ήταν άγνωστο, απλά το άκουσα με αλλά αυτιά. Με συγκίνησε πολύ η μουσική, οι στίχοι αλλά και η ερμηνεία του Γρήγορη Μπιθικώτση. Έτσι άρχισα να το τραγουδάω μέχρι που έκατσα και έφτιαξα μια διασκευή, καθαρά για προσωπική χρήση. Είναι μάλιστα το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησα από την ενότητα αυτού του δίσκου.
Η σχέση μου με τη γενιά του ᾽30 είναι ίσως αυτή που έχει ο μέσος ακροατής. Έχω δηλαδή το άκουσμά τους μέσα κυρίως από τη μουσική, αλλά δεν έχω εντρυφήσει σε αυτή. Είναι νομίζω κάτι περασμένο στο DNA μας από αυτά τα ακούσματα. Όσο πιο νέος φυσικά τόσο λιγότερο με τραβούσαν αυτά τα πράγματα. Τότε ήθελα rock ’n' roll μόνο. Χαίρομαι όμως που όσο μεγαλώνω ανακαλύπτω πράγματα που, όταν ήμουν μικρότερος, δεν είχα το μυαλό να τα δω και να τα ακούσω.