Μουσικη

Το πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη

Κόπηκαν 25.000 εισιτήρια προς 300 δραχμές. Βρέθηκαν στην ακροθαλασσιά 85.000 -κάποιοι λένε 100.000- άνθρωποι

Γιώργος Φλωράκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιώργος Φλωράκης θυμάται την ιστορική συναυλία που έδωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στην πλαζ της Βουλιαγμένης, στις 25 Ιουλίου 1983.

Χρειαζόσουν περισσότερες από δυόμιση ώρες να φτάσεις από τη Συγγρού στη Βουλιαγμένη. Καθώς άκουγες το ραδιόφωνο να μεταδίδει τις πρώτες νότες από τη συναυλία του Λουκιανού και των φίλων του, ήξερες ότι η ίδια η συναυλία ήταν απλώς μια αφορμή: πήγαινες στη Βουλιαγμένη καλεσμένος στο απόλυτο πάρτι της γενιάς σου.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το λαϊκό τραγούδι είχε πάρει τη θέση του στο κέντρο του ενδιαφέροντος του μουσικόφιλου κοινού, ο Θεοδωράκης είχε επισκιάσει τον Χατζιδάκι, κυριαρχούσε το μπουζούκι, λατρεύονταν τα ρεμπέτικα, ακόμη και τα αντάρτικα. Ήταν η Μεταπολίτευση, φίλε…

Σε κάθε δράση, υπάρχει όμως και αντίδραση: όσο μεγάλη κι αν είναι η χαρά της πτώσης  της χούντας, όσο σπουδαίος κι αν ήταν πάντα ο Μίκης, όσο σημαντικός κι αν ήταν ο Μάρκος ή ο Τσιτσάνης, όταν -άθελά τους- τους ανέβασε στην κορυφή το mainstream, οι πιο παράξενοι από εμάς, ήξεραν ότι έπρεπε να αναζητήσουν άλλους δρόμους. Στη μια πλευρά ήταν η Τζοκόντα του Χατζιδάκι και στην άλλη, οι Pink Floyd, οι Led Zeppelin, οι Deep Purple αλλά και ο Bob Dylan, ο Neil Young και ο Cat Stevens.

Προς τα τέλη των seventies αρχίζουν να αναπτύσσονται οι αντίρροπες δυνάμεις: ο Κηλαηδόνης αφήνει το λαϊκό τραγούδι και την αίσθηση της γειτονιάς που αυτό αποπνέει και παίρνει μια κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης αλλά και προς τη δύση. Αυτό δηλώνουν τόσο το «Είμαι Ένας Φτωχός και Μόνος Κάου μπόυ» του 1978, όσο και το «Ψυχραιμία Παιδιά» του 1979. O Σαββόπουλος κάνει το 1979 τη «Ρεζέρβα», έναν δίσκο που αν και μοιάζει λιγότερο rock από το «Βρώμικο Ψωμί» ή το «Περιβόλι του Τρελλού», είναι δύσβατος για το κοινό λαϊκό μουσικό αισθητήριο, έτσι όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί εκείνη τη χρονική στιγμή.

Κι όταν αρχίζουμε να μπαίνουμε στα eighties, τα πράγματα γίνονται όλο και καλύτερα. Ακόμη και τα «Αρχοντορεμπέτικα» που κάνει ο Κηλαηδόνης με τη Μοσχολιού διαφέρουν από το μουσικό κλίμα που κυριάρχησε στα seventies, πόσο μάλλον το αστικό τραγούδι που πιάνει μαζί με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, στο «Πάμε Σαν Άλλοτε». Ο πιο σημαντικός όμως δίσκος της εποχής, είναι τα «Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού. Είναι το album που θα κάνει πολλούς από τους συστηματικούς ακροατές της ξένης μουσικής να δανείσουν ένα αυτί στην εγχώρια παραγωγή, να επανεκτιμήσουν τα προηγούμενα album του Κηλαηδόνη και τη «Ρεζέρβα» και να καλοδεχτούν τη «Χαμηλή Πτήση», το πιο rock album του Λούκη που κυκλοφόρησε το 1982 αλλά και τα «Τραπεζάκια Έξω» του Σαββόπουλου, στις αρχές του καλοκαιριού του 1983. Ο ίδιος ο Γερμανός, θα αφήσει την ακουστική κιθάρα και θα γίνει ηλεκτρικός στο «Ερωτικό Κούρδισμα», ολοκληρώνοντας τη δική του και τη δική μας μετάβαση. Πρόκειται για ένα είδος παλιννόστησης, ένα είδος συμφιλίωσης του κοινού που είχε αποκτήσει μια rock ταυτότητα με το ελληνικό τραγούδι. Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι δίσκοι και ο πλατύς τρόπος με τον οποίο καλύπτονταν από το Δεύτερο Πρόγραμμα της Σοφίας Μιχαλίτση, οδηγούσαν το παραδοσιακό κοινό του ελληνικού τραγουδιού σε μια πιο δυτικότροπη κατεύθυνση. Έτσι, στις 25 Ιουλίου του 1983, όλες οι φυλές κατευθύνονταν στη Βουλιαγμένη του Λουκιανού.

Κόπηκαν 25.00 εισιτήρια προς 300 δραχμές. Βρέθηκαν στην ακροθαλασσιά 85.000 –κάποιοι λένε 100.000- άνθρωποι. Έπαιξαν ρακέτες και μπάλα, έκαναν μπάνιο με τα μαγιό ή με τα ρούχα, άκουσαν Κηλαηδόνη, Μάνου, Σαββόπουλο, Ζορμπαλά, Γερμανό, Μικέλη, Νταλάρα, Αλέπορο, Μαντώ, Σεμιτέκολο, ξάπλωσαν στην άμμο, ήπιαν, ερωτεύτηκαν και κάποιοι κοιμήθηκαν εκεί για να γυρίσουν το επόμενο πρωί με τα πρώτα λεωφορεία.

Δεν μπορείς να ξεχάσεις τη συγκίνηση του Κηλαηδόνη, τη σκηνή μέσα στη θάλασσα, τη φωνή του Γιάννη Πετρίδη στη μετάδοση από το Δεύτερο μέχρι να φτάσεις, την κατάφωτη βαρκούλα που μετέφερε τους μουσικούς στη σκηνή, τις εκκλήσεις να μην πατάμε τα καλώδια που υπήρχαν μέσα στο νερό, την πανσέληνο, την αίσθηση μιας απεριόριστης ελευθερίας και μιας επιστροφής στη μεγάλη κοινότητα του ελληνικού τραγουδιού, που μπροστά στα μάτια μας μετασχηματιζόταν σε μουσική της μητρόπολης.

Ο Κηλαηδόνης είχε ένα όνειρο: «ήθελε ένα βράδυ να κάνει ένα πάρτι». Και το ‘κανε πραγματικότητα. Κι επιπλέον ήξερε και την κατάληξη: «Όσοι πηγαίνουν στη Βουλιαγμένη λέει ένας νόμος παλιός, νύχτα με φεγγάρι κι είναι λίγο πιωμένοι πάντα την βρίσκουν αλλιώς».