Μουσικη

Beastie Boys Story: 4 Έλληνες μουσικοί γράφουν πώς άλλαξαν τη ζωή τους

Blend Mishkin, Νέγρος του Μοριά, Sillyboy και Larry Gus γράφουν στην ATHENS VOICE με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Spike Jonze

Δημήτρης Λιλής
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Mε αφορμή το «Beastie Boys Story», Blend Mishkin, Νέγρος του Μοριά, Sillyboy και Larry Gus γράφουν για το πώς η θρυλική μπάντα άλλαξε την ζωή τους.

Από την Παρασκευή 24 Απριλίου το πρώτο επίσημο φιλμ «Beastie Boys Story» για την δράση των Beastie Boys είναι γεγονός και φέρει την σκηνοθετική ματιά του Spike Jonze.

Ανέβηκε στην πλατφόρμα της Apple TV+, που είναι άμεσα προσβάσιμη από τους χρήστες iPhone ή Apple προϊόντων και δίνει την ευκαιρία να εγγραφείς δοκιμαστικά για μία εβδομάδα και μετά να αποφασίσεις αν θα παραμείνεις συνδρομητής ή όχι.

Και μετά το tip ας μπούμε στο ζουμί. Η μουσική κοινότητα είναι διχασμένη για το αν αυτό που είδαμε ήταν κάτι σαν TEDX για την δράση του θρυλικού σχήματος από τη Νέα Υόρκη ή ουσιαστική καταγραφή της ιστορίας τους, βασισμένη αρκετά και στην απώλεια του MCA (aka Adam Yauch) το 2012. 

Σίγουρα δεν είναι η ζουμερή -με ακυκλοφόρητο υλικό- ταινία που περιμέναμε να δούμε. Κάποιος που έχει εξαντλήσει στο google αναζητήσεις επιπέδου «Beastie Boys interview» ή «Beastie Boys rare footage», έχει πιθανόν καταναλώσει αρκετό από το υλικό που παρουσιάζει το εν λόγω φιλμ. Αλλά, σίγουρα δεν το έχει δει με τον ζωντανό σχολιασμό δύο εκ των τριών πρωταγωνιστών. Και αν υπάρχει κάτι που κατάφεραν μέσα σε τρεις δεκαετίες μουσικής οι Beasties αυτό ήταν να τους αποδίδουμε όλοι τον χαρακτηρισμό «cool τύποι». Πρακτικά λοιπόν, κάποιος που έχει μεγαλώσει ή έχει εμβαθύνει στην μουσική τους και κυρίως στην κουλτούρα τους, δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω τους όταν αναλύουν την πορεία της μπάντας που επηρέασε τις ζωές εκατομμύρια ακροατών ανά τον κόσμο.

Το πώς η παρέα τριών φίλων από τη Νέα Υόρκη έκαναν την φάση τους, έπαιξαν και κέρδισαν στο παιχνίδι της μουσικής βιομηχανίας γίνεται αντιληπτό από τα παρακάτω τέσσερα βασικά σημεία που κρατήσαμε από την ταινία και τα συνδέσαμε με τον τρόπο που οι Beastie Boys άλλαξαν την ζωή τεσσάρων αναγνωρισμένων μουσικών της αθηναϊκής σκηνής. 

Η μεταμόρφωση τους από «πλακατζήδες» σε σοβαρούς μουσικούς

Πήρε χρόνο και τους κόστισε σχεδόν την διάλυση τους, αμέσως μετά το ντεμπούτο «License To Ill». To 1987, οι Beastie Boys περιόδευαν τον κόσμο. Είχαν ανοίξει για την Madonna, τους Run DMC είχαν πουλήσει 4 εκατομμύρια δίσκους, είχαν γίνει ο δούρειος ίππος για να μπει «η μαύρη ραπ» μουσική στα σπίτια των λευκών και ήταν οι τύποι που ήθελες να βγαίνεις μαζί τους σε βράδια που θυμίζουν το «Fight For Your Right To Party».

Η δισκογραφική τους Def Jam και o Russel Simmons ζητούσαν απεγνωσμένα να συνεχίσουν να είναι οι «πλακατζήδες» της παρέας και να φτιάξουν το επόμενο «Fight For Your Right» την ίδια στιγμή που οι ίδιοι δεν φαίνονταν καν ικανοί (μόλις στα 18 τους) να βοηθήσουν τους εαυτούς τους από το «κάψιμο» της υπερέκθεσης.

Κάηκαν τόσο άσχημα, που έφτασαν σε σημείο να μην επικοινωνούν μεταξύ τους για σχεδόν ένα χρόνο. Ο Ad Rock όντας στο Λος Άντζελες για να πρωταγωνιστήσει σε ένα από τα χειρότερα teen movies του Χόλιγουντ, έλαβε μουσική από τη νέα μπάντα που έφτιαχνε ο Yauch ενώ ο Mike D ανέπτυσσε την σχέση του με τα βαρβιτουρικά. Όταν αποφάσισαν ότι πρέπει να ξαναβρεθούν ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχουν την καθοδήγηση των djs και παραγωγών Dust Brothers για να φτιάξουν το περίφημο «Paul’s Boutique» το 1989. Είχαν αφήσει την κακή επιρροή της Def Jam και εκμεταλλεύτηκαν την προηγούμενη φήμη τους ώστε να υπογράψουν νέο συμβόλαιο με την Capitol Records και παρά το γεγονός ότι όλοι περίμεναν το σπουδαίο δεύτερο album,εμπορικά απέτυχαν. Ο δίσκος που όπως θα διαβάσετε παρακάτω άλλαξε την ζωή και του δικού μας Blend Mishkin, αναγνωρίστηκε από ελάχιστους στην ώρα του και χρειάστηκε να περάσουν 10 χρόνια ώστε μια άλλη γενιά ακροατών να καταλάβει την αξία του και να τον κάνει ετεροχρονισμένα επιτυχημένο. Και περιέργως, μπορεί να έσωσε τους Beastie Boys από την διάλυση αλλά σίγουρα δεν τους έβαλε μυαλό. Την αρχική αποτυχία του «Paul’s Boutique» ακολούθησε η άσωτη ζωή της τριάδας στο Λος Άντζελες και μοιραία ακολούθησε η πτώχευση της μπάντας. Μέχρι να ανασυνταχθούν και να πιστέψουν πως μπορούν να κάνουν μουσική χωρίς να χρειάζεται να σαμπλάρουν 100 και παραπάνω κλασσικούς δίσκους χρειάστηκαν εκ νέους τριβές και χρόνος, κυρίως των ίδιων με τα μουσικά τους όργανα. Στα τέλη των 80s οι Beasties θα έπαιρναν γερό μάθημα για το πώς επιβιώνουν οι μπάντες που θέλουν να πετύχουν ακόμα και αν χρόνια μετά η ιστορία θα αποδείκνυε ότι είχαν φτιάξει το άλμπουμ που θα ένωνε τη ραπ με το σωστό sampling και τις υπόλοιπες μουσικές φόρμες.

Blend Mishkin: Η δισκογραφία των Beastie Boys είχε πάντα το στοιχείο της έκπληξης

Αυτή η πορεία από party kids στους σοβαρούς και με άποψη μουσικούς του «Paul’s Boutiqe» λειτούργησε σαν φάρος και για τον ανοιχτόμυαλο τρόπο που παράγει μουσική ο Blend Mishkin.

«Σκέφτομαι τι να πρωτογράψω για τους Beastie Boys και νομίζω χρειάζομαι σελίδες ολόκληρες για να βγει νόημα. Το σημαντικότερο γκρουπ μουσικών της γενιάς μου, που δεν ήταν ποτέ ακριβός μουσικοί η μάλλον κατάφεραν να γίνουν μουσικοί στην πορεία. Ακούω ξανά το "Paul's Boutique" μετά από πολλά χρόνια και σκέφτομαι πως είναι από τα σημαντικότερα άλμπουμ του αιώνα που πέρασε. Μια μπάντα φίλων με πολύ χιούμορ και ώμο ταλέντο που ξεκίνησε να παίζει πανκ και hardcore για να καταλήξει ένα από τα πιο εμβληματικά hip hop trio και στην μέση της διαδρομής να μπλέξει με το funk και να το εκπροσωπήσει καλύτερα και από τις μπάντες αυτού του είδους. Η δισκογραφία τους είχε μονίμως το στοιχείο της έκπληξης και της εξέλιξης. Πραγματική κλωτσιά στα @@ του μουσικού κατεστημένου που θέλει τους πάντες κατηγοριοποιημένους σε κουτάκια ασφαλείας για να μην μπλέκονται οι διευθυντές μάρκετινγκ στις δισκογραφικές».  

Do Ιt Yourself

Και στο «Check Your Head» του 1992 που ακολούθησε, βρήκαν ένα μικρό λιγότερο λουσάτο σπίτι στο Λος Άντζελες, το έκαναν στούντιο, έμαθαν τα όργανά τους και τελείωσαν τον δίσκο που θα όριζε έκτοτε τον ήχο τους. Hip hop ρίμες, πάνω σε ορχηστρική μουσική, μπολιασμένη με παιξίματα από σπάνια grooves, εξωτικά στοιχεία, jazz funk παιδεία και punk αισθητική. Επιπλέον, αν πρέπει για κάτι ακόμα να μνημονεύονται στο μέλλον οι Beasties είναι γιατί έμαθαν στα μαζικά ακροατήρια την σημασία του DIY. Οι φίλοι τους και οι ίδιοι έπαιξαν όλα τα όργανα, έκαναν την παραγωγή, έκαναν τα videos και μέχρι να φτάσει η ώρα για το περίφημο «Ill Communication» του 1994 και την αναγνώριση του «Sabotage» είχαν βρει επιτέλους την χημεία τους. Να σημειωθεί δε, ότι σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τα features ή αλλιώς guest συμμετοχές για να αναδείξουν την μουσική τους.

Tο «Check Your Head» κλείνει με το βραδύκαυστο «Namaste», στην ουσία ένα από τα πρώτα σημάδια της μουσικής τους ωρίμανσης, που παράλληλα πείθει όλους τους hip hop φαν ότι υπάρχει σπουδαία μουσική και μετά το ραπ.

Είναι άλλωστε το αγαπημένο Beasties κομμάτι για τον Κυψελιώτη ράπερ Νέγρο Του Μοριά.

Νέγρος Του Μοριά: Κράτησα από τους Beastie Boys την καφρίλα, την αμεσότητα και την πρωτοτυπία

«Αυτό το τρακ τους μου αρέσει ιδιαίτερα ακόμα και αν δεν έχω “λατρέψει” όσο άλλοι τους Beastie Boys. Από εκείνη την εποχή άκουγα πιο πολύ Snoop Dog, αλλά σίγουρα κράτησα από τους Beastie Boys την καφρίλα, την αμεσότητα και την πρωτοτυπία που είχανε τα κλιπ τους».  

Στα live τα δίνανε όλα

Ενώ μπορούσαν να παίζουν σε χώρους όπως το Madison Square Garden,  ο στόχος τους μετά το «Check Your Head» ήταν να συνεχίσουν να είναι η μπάντα που θα μείνει για καιρό χαραγμένη στην μνήμη των ακροατών (αυτή την φορά για τα εκρηκτικά live τους) και αυτό  μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε μικρά venues όπου η επαφή με το κοινό ήταν άμεση. Ακόμα και όταν  το «Sabotage» έγινε η σημαία του MTV και η μπάντα βρέθηκε headliner σε φεστιβάλ επιπέδου Lollapallooza, το μόνο που έκαναν σε κάθε εμφάνιση τους μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ήταν να τα δίνουν όλα. Σκοπός τους ήταν οι ίδιοι και οι θεατές να αντιμετωπίζουν το κάθε live σαν εμπειρία ζωής. Ένα τέτοιο live, αυτό του 1999 στην Γλασκόβη είναι που θυμάται και ο δικός μας Sillyboy να τον εμπνέει και να τον ωθεί σε νέα standards για το πώς δουλεύει με τη μουσική του, ζωντανά και στο στούντιο.

Sillyboy: Oι Beasties έπαιξαν μόνοι τους και πολύ μπροστά από τους άλλους

«Ένα από τα πρώτα live που ανακάλυψα στο “Invention of the year 2006” στο You Tube, ήταν αυτό των Beastie Boys το 1999 στην Γλασκόβη. Δεν νομίζω ότι έχω ξαναδεί κάτι αντίστοιχο, και με την συνθήκη του lockdown πρόσφατα το είδα ξανά και πιστεύω ότι είναι ένα από τα καλύτερα live που έχω δει. Πέρα από την ασταμάτητη ενέργεια από την αρχή μέχρι το φινάλε, αυτή η μίξη old school hip hop, rock, funk και pop μεταξύ άλλων με έκανε να πάρω ακόμα πιο σοβαρά τη μουσική και φυσικά να ψάξω περισσότερο τους ίδιους.

Sillyboy

Από το “Licensed to Ill” μέχρι το “Hot Sauce Committee”» οι Beasties έπαιξαν μόνοι τους και πολύ μπροστά από τους άλλους. Σίγουρα έβαλαν στο μυαλό μου φιτίλια για το πόσο ανοιχτά μπορώ να σκέφτομαι κάθε φορά που σκαλίζω κάτι καινούργιο.  

Στο «Hello Nasty» όλα όσα πρέσβευαν οι Beastie Boys απέκτησαν παγκόσμιο νόημα.

Από το remix του Fatboy Slim στο «Body Movin» στα μουσικά κανάλια μέχρι το δωμάτιο του δεκαπεντάχρονου τότε Larry Gus στην Βέροια Ημαθίας, το «Hello Nasty» του 1998, αφού πρώτα καρφώθηκε στις album charts κορυφές δεκάδων χωρών αν τον κόσμο, επιβεβαίωσε την διαχρονικότητα και την επιδραστικότητα της παρέας από τη Νέα Υόρκη που ήταν στην πρώτη γραμμή της μουσικής καινοτομίας εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Το 1998 αν ήσουν φαν των Beastie Boys μπορούσες να καταναλώσεις ολόκληρο το πακέτο της κουλτούρας που σου προσέφεραν. Κάτι σαν ευαγγέλιο για το πως να γίνεις και εσύ cool. Είναι απίστευτες οι δράσεις που είχαν τότε σε λειτουργία, οι ίδιοι αλλά και οι φίλοι τους. Ο Mike D, είχε λανσάρει από το 1991 την φίρμα ρούχων X-Large που στα μέσα των 90s φορούσαν από την ηθοποιό Chloe Sevigny, μέχρι τον σκηνοθέτη Spike Jonze και την Κim Gordon των Sonic Youth. O Αdam Yauch ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την περίφημη σειρά συναυλιών για την απελευθέρωση του Θιβέτ, με την συμμετοχή ονομάτων όπως οι Rage Against The Machine, οι U2, ο Beck και άλλοι, ενώ ο Ad Rock όταν δεν ετοίμαζε τα beats του “Hello Nasty” αρθρογραφούσε για το περίφημο φανζίν τους Grand Royal. Ένα περιοδικό που είχε ξεκινήσει σαν τρόπος ενημέρωσης των φαν για τις δράσεις και τις κυκλοφορίες της Grand Royal δισκογραφικής τους. Της δικής τους ανεξάρτητης ετικέτας που τότε έβγαζε δίσκους των φίλων τους όπως οι Luscius Jackson ή ο Sean Lennon. Τελικά, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα το Grand Royal magazine κατέληξε να τυπώνεται σε χιλιάδες αντίτυπα, να μεταφράζεται και να μοιράζεται σε ολόκληρο τον κόσμο και οι ακόλουθοί του να έχουν εκ των έσω ενημέρωση για τα αγαπημένα πράγματα των Beastie Boys. Από την dub του Lee Scratch Perry, μέχρι το καράτε του Bruce Lee, τα mulet κουρέματα, τα φλίπερ από τα 80s, τα moog synthesizers και οτιδήποτε cool αντικείμενο που εκτιμούσαν στα 90s και που λίγα χρόνια θα έπαιρνε συλλεκτική αξία για τους nerds του internet.

Κοινώς, και γίνεται ξεκάθαρο με το επικό video του «Intergalactic» η μουσική ήταν μόνο μέρος της cool αισθητικής που εκπροσωπούσαν οι Beastie Boys. Και το γεγονός ότι μέσω της μουσικής ήταν ικανοί να προκαλέσουν «κακό» με την καλή έννοια, στο μυαλό οποιουδήποτε δεκαπεντάχρονου που θα τους έψαχνε λίγο καλύτερα, είναι αυτό που τους μετέτρεψε στους θρύλους που θεωρούνται σήμερα.

Larry Gus: Κάθε φορά που άκουγα το «Hello Nasty» πάθαινα κακό

Ο Larry Gus δεν θα μπορούσε να το συνοψίσει καλύτερα: «Τhere are two kinds of people: those who finish what they begin. Για χρόνια, ατελείωτα χρόνια, αυτό ήταν η υπογραφή στα email μου. Επίσης, είχα μία μπλούζα άσπρη, κάτασπρη, που μου μίκραινε με κάθε κιλό που έβαζα, που είχε επάνω της σταμπαρισμένο το εξώφυλλο από το “Sounds Of Science". Tο 1998 άκουσα το "Mezzanine" των Massive Attack, το “The Μiseducation Of Lauryn Hill", το "Psyence Fiction” των UNKLE, το "Moon Safari” των AIR, το "Without you I’m Nothing”(συγγνώμη αλήθεια συγγνώμη) των Placebo, το “TNT” των Tortoise, τo "Deserter’s songs” των Mercury Rev, το “Mutations” του Beck, το “Adore” των Smashing Pumpkins, το “The Boy With The Arab Strap” των Belle And Sebastian (και άλλα συγγνώμη) αλλά κάθε φορά που άκουγα το “Hello Nasty" πάθαινα κακό.

Φανταζόμουν τον εαυτό μου 10 χρονών (ήμουν μόνο 15 και μισό ούτως ή άλλως) και έπλαθα ένα γιγαντιαίο beasties μύθο στο μυαλό μου, κάπως σαν το βίντεο του “Intergalactic". Μετά άκουσα το “Paul’s Boutique", μετά έμαθα για τους Dust Βrothers, συγχρόνως έμαθα για το “Odelay” του Beck και λίγο αργότερα, ενώ προσπαθούσα να καταλάβω αν η καρδιά μου ανήκει στον Brian Wilson ή στον Albert Ayler, συνειδητοποίησα για πάντα ότι δεν έχει νόημα να προσπαθώ, ούτως ή άλλως θα έχω πάντα το "Hello Nasty" να με βοηθάει, για πάντα. Για πάντα. Υπάρχει κάπου εκεί μέσα μία ιστορία το 2012 που ενώνει αμυδρά, αμυδρότατα τον πρώτο δίσκο μου στην DFA με την Νέα Υόρκη και τον  James Murphy και τον θάνατο του Adam Yauch αλλά δεν είναι η ώρα, μάλλον ποτέ δεν θα είναι η αληθινή ώρα, ο θάνατος είναι πολύ κοντά ούτως ή άλλως».


  • Δείτε το “Beastie Boys Story” στο Apple TV plus 
  • Ακούστε το album του Blend Mishkin “Remixes & Dubs 2009-2019” στο bandcamp
  • Ακούστε το album “Kompilation” των Νέγρος Του Μοριά και Kareem Kalokoh στο Spotify
  • Ακούστε το album των Sillyboy’s Ghost Relatives “In A Small Place” στο Spotify 
  • Ακούστε το album “Subservient” του Larry Gus στο Spotify και δείτε το documentary “My friend Larry Gus” στο Youtube 

Ακούστε περισσότερη μουσική στον Athens Voice 102.5