Μουσικη

Λουκιανός Κηλαηδόνης. Ένας φτωχός και μόνος καουμπόη...

Το σύμπαν του ήταν σαν μία ιστορία της beat γενιάς της Ελλάδας των 60ς και 70ς. Στα 80ς τα τραγούδια του έγιναν ύμνοι

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 601
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης πάντα ένιωθε Λούκι Λουκ, όχι μόνο σαν παραφθορά του ονόματός του αλλά και για το κλασικό τελευταίο καρέ που έμπαινε σε κάθε περιπέτεια του ήρωα κόμικς: τον κάπουμπόη επάνω στο άλογό του, την Ντόλι, να χάνεται σαν σκιά στο ηλιοβασίλεμα του Τέξας.

«Texas» είχε ονομάσει και το κλαμπ/μουσική σκηνή που είχε ανοίξει στην οδό Δορυλαίου της πλατείας Μαβίλη στα 80s (αργότερα εκεί άνοιξε το ιστορικό κλαμπ Faz) όπου με διάθεση country και hillbilly και πολύ ροζ νέον φωτισμό παρουσίαζε τα τραγούδια του, πάντα καθισμένος στο αγαπημένο του πιάνο, πάντα με την ίδια μποέμικη έκφραση, την απολαυστική, τρυφερή του ειρωνεία στη φωνή και το απαράλλαχτο μαλλί. Το μαλλί που ποτέ κανένας δεν πείραζε, εκτός από τη μία και μοναδική φορά που το έβαψε κατάμαυρο, τζετ-μπλακ γυαλιστερό με τσουλούφι, όταν ντύθηκε Λούκι Λουκ για μία φωτογράφηση του περιοδικού Κλικ. Αγαπούσε τα φώτα νέον, σαν την πινακίδα Media Luz που κοσμούσε το εξώφυλλο του καλύτερού του ομώνυμου άλμπουμ γιατί του θύμιζαν σινεμά. 

Φυσιογνωμίες από ταινίες νουάρ, ήρωες και μαφιόζοι, πότες και χαμίνια, τυχοδιώκτες και σκίτσα καρτούν, η Τζέσικα Ράμπιτ και η Τζιν Σίμπεργκ, τζαζίστες και πλανόδιοι, υπαρξιστές και τέντιμπόηδες, φοιτηταριό και μπάρμεν, κολίγα γιους και μπουρζουάδες, διανοούμενοι και γκόμενες – οι πρώην και οι επόμενες. Το σύμπαν του Λουκιανού ήταν σαν μία ιστορία της beat γενιάς της Ελλάδας των 60s και 70s. Στα 80s τα τραγούδια του έγιναν ύμνοι γιατί γνώρισαν στη νεολαία αυτή την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας.

 

Ο Λουκιανός ήταν ο πρώτος που έθεσε τα Ναι και τα Όχι των 80s: «Στα μαγκάκια λέμε ναι, στα πρεζάκια λέμε ναι. Όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στην εξάρτηση». Ήταν ο πρώτος που τραγούδησε μασώντας τσίχλα – το έκανε τραγούδι. Απενοχοποίησε το χιούμορ και έγραψε πρώτος απ’ όλους τραγούδια για την Αθήνα, τις περιοχές και τις παρέες της, με τον ίδιο τρόπο και τρυφερότητα που αργότερα συνέχισε ο Φοίβος Δεληβοριάς. Αγάπησε τις προθήκες των κινηματογράφων, τις πολυκατοικίες, τις παρέες με τις μεθυσμένες ερωτικές καντρίλιες που αποθεώνονταν εκείνα τα προ-AIDS χρόνια. Άνοιξε διάπλατα τις πόρτες των μπουάτ και έβγαλε τον κόσμο σε συναυλίες στις παραλίες. Ιστορικό έχει μείνει το Πάρτι της Βουλιαγμένης το ’83, ακριβώς την ίδια εποχή που ο Διονύσης Σαββόπουλος έβγαζε τα «Τραπεζάκια έξω», στο καινούργιο φρέσκο αεράκι της μουσικής που αναζητούσαν κι οι δυο τους.

Ένα τέτοιο αεράκι σαν να φύσηξε και την Τρίτη, προχτές, και ο Λουκιανός έφυγε, τράβηξε κατά τη δύση.