- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό Μουσείο: Ένας υποτιμημένος θησαυρός στο υπόγειο
Η ιστορία των Ελληνικών Ταχυδρομείων ψάχνει τον χώρο που της αξίζει
Η πολύτιμη συλλογή του Ταχυδρομικού και Φιλοτελικού Μουσείου αναζητά στέγη
Δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στην οδό Φωκιανού, βρίσκεται ένα από τα πιο παραγνωρισμένα μουσεία της Αθήνας – και ίσως ένα από τα σημαντικότερα σε εθνικό επίπεδο. Το Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό Μουσείο στεγάζει επί σχεδόν πέντε δεκαετίες έναν αμύθητο πλούτο ταχυδρομικής, φιλοτελικής και τυπογραφικής ιστορίας. Κι όμως, για τους περισσότερους το μουσείο παραμένει άγνωστο. Ο λόγος δεν είναι η αξία των συλλογών, αλλά η ακαταλληλότητα του χώρου.
Η εικόνα είναι απογοητευτική: ένας υπόγειος, δίχωρος εκθεσιακός χώρος, με πενιχρό φυσικό φωτισμό και ελλιπή σήμανση, που δύσκολα προδιαθέτει τον επισκέπτη για όσα πρόκειται να δει. Όμως, πίσω από τις απλές προθήκες κρύβονται μοναδικά εκθέματα: από τις «Μεγάλες και Μικρές Κεφαλές του Ερμή», τα πρώτα ελληνικά γραμματόσημα, έως ταχυδρομικά κουτιά, σάλπιγγες, σφραγιστικές μηχανές, μηχανήματα τηλεγραφίας και ποδήλατα εποχής. Στοιχεία που αφηγούνται την ιστορία όχι μόνο των ΕΛΤΑ, αλλά και της ίδιας της χώρας.
Η φιλοτελική συλλογή του Μουσείου θεωρείται μία από τις πληρέστερες στην Ευρώπη, περιλαμβάνοντας κάθε ελληνικό γραμματόσημο από το 1861 και μετά, δοκίμια, τυπογραφικές μήτρες, ακόμη και σπάνια δείγματα από περιόδους κρίσιμες, όπως η Κατοχή και ο Μεσοπόλεμος, και από ιστορικά ορόσημα, όπως η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ανάμεσά τους και έργα τέχνης: μακέτες και πίνακες των Α. Τάσσου, Ι. Κεφαλληνού, Π. Γράββαλου και άλλων Ελλήνων καλλιτεχνών που εμπνεύστηκαν από τη μινωική, τη βυζαντινή ή την αρχαία ελληνική τέχνη.
Πέρα από τη φιλοτελική αξία, το Μουσείο αποτελεί κι έναν καθρέφτη της καθημερινής ζωής, όπως αυτή αποτυπώθηκε σε επιστολές, τηλεγραφήματα, εργαλεία, στολές και μέσα μεταφοράς ταχυδρόμων. Ένα σπάνιο εύρημα του 1957 από την οθωμανική Θεσσαλονίκη ή οι ταχυδρομικές σφραγίδες από τη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα φωτίζουν μικρές, ξεχασμένες γωνιές της ελληνικής ταυτότητας. Το ίδιο και το εμβληματικό μεταλλικό κιβώτιο του Ιωάννη Καποδίστρια από το Νομισματοκοπείο της Αίγινας, όπου φυλάσσονταν το χαρτί και η μελάνη για τα πρώτα χαρτονομίσματα της χώρας.
Το Μουσείο ιδρύθηκε θεσμικά το 1966 και η λειτουργία του οργανώθηκε την επόμενη χρονιά, με νομικές προβλέψεις για τη συγκέντρωση όλων των υλικών φιλοτελικής αξίας. Για δεκαετίες, ωστόσο, το έργο της στέγασής του έμεινε μετέωρο. Οι συλλογές έμεναν αταξινόμητες, αποθηκευμένες, συχνά χωρίς την κατάλληλη συντήρηση. Μόνο το 1977, χάρη στη δωρεά της Νίας Στράτου –εξέχουσας φιλοτελίστριας και μέλους του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των ΕΛΤΑ–, απέκτησε τη σημερινή του στέγη.
Το 2013, η αρμοδιότητα του Μουσείου μεταφέρθηκε από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία στη Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, στο πλαίσιο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Έκτοτε, λειτουργεί ως οργανική μονάδα, με μόλις δέκα άτομα προσωπικό, που, παρά τις αντιξοότητες, εργάζονται με συνέπεια στην τεκμηρίωση, την ψηφιοποίηση, τη συντήρηση και την περιορισμένη παρουσίαση του υλικού στο κοινό. Σημαντικό μέρος της συλλογής έχει ήδη ψηφιοποιηθεί, ενώ σχεδιάζονται θεματικές εκθέσεις και δημοσιεύονται σχετικές μελέτες.
Και τώρα; Φαίνεται ότι κάτι κινείται. Τους τελευταίους μήνες έχουν ενταθεί οι προσπάθειες εξεύρεσης ενός νέου χώρου. Με αφορμή την κατάσταση του Μουσείου και την ασφυκτική υποβάθμιση της επισκεψιμότητάς του, εξετάζονται λύσεις που θα του επιτρέψουν να αναγεννηθεί.
Όπως λέει ο πρόεδρος του ΔΣ των ΕΛΤΑ, Δανιήλ Μπεναρδούτ, «μέσα σ’ αυτόν τον χώρο βρίσκεται αποθηκευμένη η ιστορία διακοσίων ετών. Ωστόσο η ακαταλληλότητά του, και η αδυναμία σωστής παρουσίασης των αντικειμένων του, μηδενίζει σχεδόν την επισκεψιμότητά του από το κοινό». Ο ίδιος οραματίζεται ένα μουσείο «με μοντέρνες προδιαγραφές, σε έναν χώρο που να αρμόζει απόλυτα στην ιστορία των αντικειμένων που περιέχει».
«Αυτό στο οποίο στοχεύουμε», λέει ο Μπεναρδούτ, «είναι ένα μουσείο που θα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους μαθητές, σημείο ενδιαφέροντος για φιλοτελιστές και τουρίστες και θα συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μουσείων της Αθήνας που αναφέρονται στην ιστορία της χώρας μας. Κάθε αντικείμενό του συνδέεται με μια συγκεκριμένη περίοδο και κρύβει μέσα του ένα κομμάτι της νεότερης Ελλάδας».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αναζήτηση νέου κτιρίου επικεντρώνεται στο κέντρο της Αθήνας, ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμο και να ενταχθεί στον χάρτη των μεγάλων μουσειακών προορισμών της πόλης. Την πρωτοβουλία του εγχειρήματος έχει το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, με τον υπουργό Δημήτρη Παπαστεργίου να έχει εκφράσει προσωπικό ενδιαφέρον.
Το στοίχημα είναι μεγάλο. Το ερώτημα είναι αν σε αυτή τη φάση η Ιστορία θα πάψει να είναι «υπόθεση για λίγους» και θα βρει επιτέλους το κοινό που της αξίζει. Γιατί η πολιτιστική κληρονομιά δεν μπορεί να περιμένει επ’ αόριστον στο υπόγειο.